Το εργατικό κράτος στη Ρωσία πήρε την πολιτική μορφή της «δημοκρατίας των σοβιέτ». Οικοδομήθηκε στη βάση μορφών οργάνωσης του προλεταριάτου των σοβιέτ που κατ’ αρχήν χρησιμοποιήθηκαν στον οικονομικό αγώνα του ενάντια στο κεφάλαιο και στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε όργανα επαναστατικής πάλης. Τα πρώτα σοβιέτ (συμβούλια) δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905-1907 ως όργανα καθοδήγησης του απεργιακού αγώνα της εργατικής τάξης. Σε στιγμές κορύφωσης της επανάστασης του 1905-1907 αρκετά σοβιέτ μετεξελίχθηκαν σε όργανα διεύθυνσης της ένοπλης εξέγερσης. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης μαζί με τα σοβιέτ των εργατών άρχισαν να δημιουργούνται σε ορισμένες πόλεις και περιοχές σοβιέτ εργατών, ναυτών, κοζάκων αλλά και αγροτών. Συνολικά την περίοδο του 1905-1907 συγκροτήθηκαν 62 σοβιέτ (οι Μπολσεβίκοι έλεγχαν τα 47). Το σοβιέτ της Πετρούπολης αποτελείτο από 562 αντιπροσώπους. Μετά την ήττα της επανάστασης τα σοβιέτ έπαψαν να υπάρχουν.
Κατά τη διάρκεια της αστικής επανάστασης του Φλεβάρη του 1917 τα σοβιέτ δημιουργήθηκαν παντού. Το πρώτο σοβιέτ δημιουργήθηκε στην Πετρούπολη 27 Φεβρουαρίου 1917. Σε αντίθεση με το 1905 δημιουργήθηκαν ενιαία σοβιέτ εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων, ενώ παράλληλα πολλαπλασιάστηκαν τα σοβιέτ αγροτών (κυβερνείων, νομών, επαρχιών). Ταυτόχρονα στην Κεντρική Ασία δημιουργήθηκαν και σοβιέτ εργατών που εκπροσωπούσαν το προλεταριάτο και τα φτωχά λαϊκά στρώματα των εθνοτήτων. Στο πολεμικό μέτωπο ρόλο σοβιέτ έπαιζαν οι επιτροπές των μονάδων, στρατιών και μετώπων. Το Μάρτιο του 1917 στις πρωτεύουσες των κυβερνείων, των νομών, των επαρχιών και στα βιομηχανικά κέντρα υπήρχαν περίπου 600 σοβιέτ αντιπροσώπων (εργατών και στρατιωτών). Οι αντιπρόσωποι των σοβιέτ εκλέγονταν σε γενικές συνελεύσεις των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών. Στις συνθήκες της Ρωσίας του 1917, μετά την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος, η αστική τάξη δεν είχε καταφέρει ακόμα να εδραιώσει τη δική της εξουσία, να διαμορφώσει τους δικούς της αστικούς μηχανισμούς. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την επαναστατική άνοδο των μαζών, το μαζικό τους εξοπλισμό και την τεράστια λαϊκή κινητοποίηση και συσπείρωση στα σοβιέτ, διαμόρφωσε μια κατάσταση που χαρακτηρίστηκε ως «δυαδική εξουσία», όπου δηλαδή η αστική εξουσία ήταν πολύ αδύναμη, ενώ η λαϊκή απειθαρχία και αυτοοργάνωση μεγάλη. Οσο τα σοβιέτ βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Μενσεβίκων και των Εσέρων το γεγονός αυτό δεν αξιοποιήθηκε για να αμφισβητηθεί η αστική εξουσία, αφού τα σοβιέτ στήριζαν την αστική Προσωρινή κυβέρνηση. Οταν οι Μπολσεβίκοι κέρδισαν την πλειοψηφία των σοβιέτ και κυρίως αυτά της Μόσχας και της Πετρούπολης, τα σοβιέτ μετατράπηκαν σε όργανα προετοιμασίας και οργάνωσης της επανάστασης.
Με την ανατροπή της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 1917, διακηρύχθηκε ότι η εξουσία πέρασε στα σοβιέτ. Καταργήθηκαν τα παλιά υπουργεία και τ’ άλλα κεντρικά όργανα του κρατικού μηχανισμού.
Με την επικράτηση της επανάστασης οι Μπολσεβίκοι με καθοριστική συμβολή του Λένιν -ως ηγέτη του Κόμματος και του κράτους- αρχίζουν να υλοποιούν μέτρα που εξασφάλιζαν στην πράξη το χαρακτήρα της νέας εξουσίας ως δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτή η προσπάθεια εκφράστηκε ακόμα από τα πρώτα επαναστατικά διατάγματα. Στις 28 Οκτωβρίου του 1917 το Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών έβγαλε απόφαση που υποχρέωνε όλα τα σοβιέτ να συγκροτήσουν εργατική πολιτοφυλακή. Με Διάταγμα του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων (ΣΛΕ) στις 22 Νοεμβρίου του 1917 καταργήθηκε το παλιό δικαστικό σύστημα και ξεκίνησε η οικοδόμηση νέου, στηριγμένου στην πείρα των λαϊκών δικαστηρίων, με κύριο στοιχείο του την άμεση εκλογή και ανακλητότητα των δικαστών από τα σοβιέτ.
Συνενώθηκε η νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία σε ενιαία όργανα μέσα από τη λειτουργία των σοβιέτ. Τα σοβιέτ συγκροτήθηκαν σε ένα ενιαίο σύστημα που στη βάση του είχε τα σοβιέτ βουλευτών εργατών και αγροτών, τα οποία εκλέγονταν μέσα από συνελεύσεις στις παραγωγικές μονάδες και συνελεύσεις των χωριών και στην κορυφή το Πανρωσικό Συνέδριο των σοβιέτ. Η παραγωγική μονάδα, η εργατική κολεκτίβα δεν αναγνωρίστηκε μόνο ως εκλογική μονάδα, αλλά ως ο βασικός πυρήνας του κράτους όπου εκεί πραγματοποιούνταν ο έλεγχος και ο απολογισμός των βουλευτών αντιπροσώπων και άλλων δημόσιων λειτουργών[15]. Η συγκρότηση των σοβιέτ σε ενιαίο σύστημα δεν πραγματοποιήθηκε αμέσως σε πανεθνικό επίπεδο. Στην αρχή οι Μπολσεβίκοι είχαν τον έλεγχο μόνο των σοβιέτ των βιομηχανικών αστικών κέντρων. Τα επαρχιακά σοβιέτ, όπου κυριαρχούσε το μικροαστικό και αγροτικό στοιχείο, ήταν υπό τον έλεγχο των Εσέρων και των Μενσεβίκων μέχρι το Δεκέμβριο του 1917. Η συγκρότηση της σοβιετικής εξουσίας στην ύπαιθρο πραγματοποιήθηκε μέσα από την πάλη ανάμεσα στους φτωχούς και πλούσιους αγρότες. Σε αυτή την κατεύθυνση συγκροτήθηκαν και οι «επιτροπές φτωχών αγροτών», οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ενάντια στις προσπάθειες των κουλάκων να ελέγξουν τα σοβιέτ. Τον Ιανουάριο του 1918 επιτεύχθηκε η συγχώνευση της Κεντρικής Επιτροπής των σοβιέτ εργατών αντιπροσώπων με αυτή της Κεντρικής Επιτροπής των σοβιέτ αγροτών αντιπροσώπων. Επίσης συγχωνεύθηκαν το 3ο συνέδριο των εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων με το 3ο συνέδριο των αγροτών αντιπροσώπων. Αυτή η διαδικασία συνέβαλε στο να ενοποιηθούν τα σοβιέτ της υπαίθρου ως το Μάρτιο του 1918.
Κατοχυρώθηκε με Διάταγμα η ανακλητότητα των αντιπροσώπων στα σοβιέτ: «Οποιοδήποτε αιρετό όργανο ή σώμα αντιπροσώπων μπορεί να θεωρείται αληθινά δημοκρατικό και ότι πραγματικά αντιπροσωπεύει τη θέληση του λαού μόνο υπό τον όρο της αναγνώρισης και της άσκησης του δικαιώματος ανάκλησης των εκλεγμένων από τους εκλογείς του»[16].
Ακολουθώντας το παράδειγμα της Κομμούνας πάρθηκαν μέτρα που αφορούσαν το δραστικό περιορισμό των οικονομικών προνομίων των κρατικών υπαλλήλων και λειτουργών. Συγκεκριμένα το Σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων (ΣΛΕ) στις 18 Νοεμβρίου(1 Δεκεμβρίου) του 1917 ανάφερε: «...είναι απαραίτητο να παρθούν τα πιο δραστήρια μέτρα με σκοπό την ελάττωση των μισθών των ανώτατων δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων...»[17] Τον Ιανουάριο του 1918 σε νέο σχέδιο Απόφασης το ΣΛΕ επαναφέρει το ζήτημα αυτό, συμπεριλαμβάνοντας και τους μισθούς των μελών του ΣΛΕ, αφήνοντας όμως σε ορισμένους ειδικούς τη δυνατότητα μεγαλύτερου μισθού[18]. Αυτή η τελευταία εξαίρεση αποτελούσε ένα αναγκαστικό μέτρο με στόχο να αξιοποιηθούν αστοί ειδικοί σε τομείς της κρατικής λειτουργίας.
Η αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού αναδείχτηκε σε βασική αρχή λειτουργίας του νέου κράτους.
Το σοβιετικό σύστημα πήρε θεσμική μορφή στο πρώτο Σύνταγμα της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας Σοβιετικών Δημοκρατιών Ρωσίας που ψηφίστηκε στο 5ο Πανρωσικό Συνέδριο των σοβιέτ το 1918. Στο Σύνταγμα κατοχυρώθηκαν οι βασικές αρχές της λειτουργίας των σοβιέτ που είχαν ήδη αρχίσει να υλοποιούνται στην πράξη. Ως ανώτατο όργανο εξουσίας αναγνωριζόταν το Πανρωσικό Συνέδριο των σοβιέτ. Το Συνέδριο των σοβιέτ συγκροτούνταν από εκλεγμένους αντιπροσώπους των σοβιέτ πόλεων με μέτρο 1 αντιπρόσωπος για 25.000 κατοίκους και των σοβιέτ των κυβερνείων (διοικητική υποδιαίρεση της υπαίθρου) με μέτρο 1 αντιπρόσωπος για 125.000 κατοίκους. Με αυτό το μέτρο επιδιώχθηκε η συνταγματική κατοχύρωση του ηγετικού ρόλου του προλεταριάτου στην κοινωνία, εξασφαλίζοντας την πλειοψηφία των εργατών στη σύνθεση του Ανώτατου Σοβιέτ σε συνθήκες που η μεγάλη αγροτική μικροαστική μάζα κυριαρχούσε σε επίπεδο κοινωνικής σύνθεσης. Για την περίοδο ανάμεσα στις ολομέλειες του Συνεδρίου ρόλο ανώτατου οργάνου εξουσίας είχε η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, από τα μέλη της οποίας συγκροτούνταν και η κυβέρνηση (το ΣΛΕ). Το Σύνταγμα στερούσε το δικαίωμα εκλογής και ψήφου στους καπιταλιστές (βιομήχανοι, τραπεζίτες, μεγαλέμποροι κλπ.), στους μεγάλους γαιοκτήμονες, στους κληρικούς (μοναχοί και παπάδες), στα μέλη της βασιλικής οικογένειας, στους υπάλληλους και πράκτορες της παλιάς χωροφυλακής, της αστυνομίας και των τμημάτων ασφαλείας κλπ.[19].
Κάτω από το Πανρωσικό Συνέδριο των σοβιέτ συγκροτούνταν τα συνέδρια αντιπροσώπων των διάφορων διοικητικών περιφερειών (περιοχών, κυβερνείων, νομών, επαρχιών, πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών). Για την περίοδο ανάμεσα στις συνόδους αυτών των συνεδρίων το ρόλο τους έπαιζαν οι αντίστοιχες εκτελεστικές επιτροπές.
Η πρωτόγνωρη ιστορικά πείρα από τη συγκρότηση του εργατικού κράτους τροφοδοτεί το Λένιν με υλικό για ανάπτυξη και θεωρητική επεξεργασία ζητημάτων σε σχέση με τη δικτατορία του προλεταριάτου, ενώ ταυτόχρονα τροφοδοτεί και τη διαπάλη στο εσωτερικό του ΚΚ (Μπολσεβίκων). Ο Λένιν στα έργα εκείνης της εποχής προτρέπει τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλες τις χώρες να αγκαλιάσουν αυτό που ονόμαζε σοβιετικό κίνημα, δηλαδή τις αντίστοιχες μορφές αυτοοργάνωσης της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης. Προβάλλει το παράδειγμα του σοβιετικού συστήματος ως απτό παράδειγμα εργατικής δημοκρατίας, σε αντίθεση με τις αστικές δημοκρατικές αυταπάτες που συνέχιζαν να είναι κυρίαρχες σε τμήματα του κομμουνιστικού κινήματος. Σε αντιπαράθεση με την αστική δημοκρατία έγραφε ο Λένιν το 1919: «Η Σοβιετική εξουσία δηλαδή η δικτατορία του προλεταριάτου είναι οργανωμένη έτσι που να προσεγγίσει τις μάζες των εργαζομένων στο μηχανισμό διακυβέρνησης. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί η συνένωση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στα πλαίσια της σοβιετικής οργάνωσης και της αντικατάστασης των εδαφικών εκλογικών περιφερειών με τις παραγωγικές όπως είναι το εργοστάσιο και η φάμπρικα»[20].
Εκείνη την περίοδο ο Λένιν αντιπαρατέθηκε με διάφορες απόψεις που είχαν εμφανιστεί μέσα στο ΚΚ σε σχέση με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Πολέμησε τις θέσεις του Τρότσκι για συνδικάτα τα οποία ουσιαστικά θα λειτουργούσαν ως κρατικές οργανώσεις. Ανέδειξε την ανάγκη αξιοποίησης των συνδικάτων και των άλλων μαζικών οργανώσεων που κληρονομούνται από τον καπιταλισμό στην κατεύθυνση της πραγματοποίησης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν υλοποιείται μόνο από τις κρατικές οργανώσεις και τα σοβιέτ, αλλά και τις μαζικές οργανώσεις και ιδιαίτερα τα συνδικάτα που με την καθοδήγηση των κομμουνιστών μπορούν να διαπαιδαγωγήσουν τις πλατιές μάζες στην αναγκαία για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση πειθαρχία, στην καλλιέργεια της κομμουνιστικής αντίληψης για την εργασία, στην εκπαίδευση των εργαζόμενων μαζών στα ζητήματα διεύθυνσης-διοίκησης και σχεδιασμού της παραγωγής, δηλαδή στην ανάδειξή τους σε «σχολεία του κομμουνισμού». Στα πλαίσια αυτής της αντιπαράθεσης σημείωνε: «Τα συνδικάτα από την άποψη της θέσης τους στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, βρίσκονται -αν μπορεί κανείς να εκφραστεί έτσι- ανάμεσα στο Κόμμα και στην κρατική εξουσία…»[21] […]. «Ο κομμουνισμός λέει: η πρωτοπορία του προλεταριάτου, το κομμουνιστικό κόμμα, καθοδηγεί την εξωκομματική μάζα των εργατών, διαφωτίζοντας, καταρτίζοντας, εκπαιδεύοντας, διαπαιδαγωγώντας αυτή τη μάζα (“σχολείο” κομμουνισμού), πρώτα των εργατών κι έπειτα και των αγροτών, για να μπορέσει η μάζα αυτή να φτάσει και να έφτανε στο να συγκεντρώσει στα χέρια της τη διεύθυνση όλης της λαϊκής οικονομίας»[22]. Εξηγώντας την ουσία της αντιπαράθεσης με τον Τρότσκι σημείωνε ότι αυτή αφορούσε τα ζητήματα της προσέγγισης, της κατάκτησης και της σύνδεσης με τη μάζα και συμπλήρωνε: «Σ’ αυτό βρίσκεται όλη η ουσία. Και σ’ αυτό βρίσκεται η ιδιομορφία των συνδικάτων, σαν θεσμού που δημιουργήθηκε στον καπιταλισμό, που είναι αναπόφευκτος κατά το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, που η ύπαρξη στο απώτερο μέλλον είναι αμφίβολη»[23].
Ο Λένιν σημείωνε ότι ο χαρακτήρας του κράτους ως δικτατορία του προλεταριάτου δε μένει ανεπηρέαστος από το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων που υπάρχουν στην κοινωνία, αναφερόμενος ιδιαίτερα στη Ρωσία της εποχής, όπου η εργατική τάξη αποτελούσε μειοψηφία σε σχέση με τη μεγάλη μικροαστική αγροτική μάζα που και αυτή συμμετείχε στα σοβιέτ. Είναι χαρακτηριστικό το εξής απόσπασμα: «Μιλώντας για τη συζήτηση της 30 του Δεκέμβρη, πρέπει να διορθώσω ένα λάθος μου. Είπα: “Στην πραγματικότητα το κράτος μας δεν είναι εργατικό αλλά εργατοαγροτικό”… Επρεπε να πω: “Το εργατικό κράτος είναι μια αφηρημένη έννοια. Ενώ στην πραγματικότητα έχουμε εργατικό κράτος με την ιδιομορφία ότι στη χώρα μας δεν υπερτερεί ο εργατικός, αλλά ο αγροτικός πληθυσμός και δεύτερο εργατικό κράτος με γραφειοκρατική διαστρέβλωση”»[24].
Γι’ αυτούς τους λόγους έθετε το εξής σύνθετο καθήκον για το Κομμουνιστικό Κόμμα: «Το σημερινό μας κράτος είναι τέτοιο που το καθολικά οργανωμένο προλεταριάτο πρέπει να υπερασπίζει τον εαυτό του κι εμείς πρέπει να χρησιμοποιούμε αυτές τις οργανώσεις για να υπερασπίζουμε τους εργάτες από το κράτος τους και για να υπερασπίζουν οι εργάτες το κράτος μας. Και η μία και η άλλη υπεράσπιση πραγματοποιείται μέσω της ιδιόμορφης συνύφανσης των κρατικών μας μέτρων και της συμφωνίας, της “σύμφυσης” με τα συνδικάτα μας»[25].
O Λένιν θεωρούσε την καταγραφή και τον έλεγχο της παραγωγής, της κατανομής και κατανάλωσης ως βασικούς όρους λειτουργίας της σοσιαλιστικής κοινωνίας και κύρια καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το γεγονός αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία, ειδικά στις συνθήκες της Ρωσίας εκείνης της εποχής όπου το προλεταριάτο δεν κληρονόμησε από τον καπιταλισμό ένα ανεπτυγμένο σύστημα λογιστικού υπολογισμού και καταγραφής του τι παράγεται και τι καταναλώνεται. Η καταγραφή και ο έλεγχος είναι συστατικά στοιχεία του κεντρικού σχεδιασμού της σοσιαλιστικής οικονομίας, της εξασφάλισης της διανομής του προϊόντος με μέτρο την προσφερόμενη εργασία, δηλαδή «στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του». Για την υλοποίηση αυτού του ελέγχου η δικτατορία του προλεταριάτου όφειλε να πάρει συγκεκριμένα διοικητικά και οικονομικά καταναγκαστικά μέτρα.
Ο Λένιν στο «Κράτος και επανάσταση» υπογραμμίζει: «Καταγραφή και έλεγχος, να ποιο είναι το κύριο που χρειάζονται για τη “ρύθμιση”, για τη σωστή λειτουργία της πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Ολοι οι πολίτες γίνονται υπάλληλοι και εργάτες ενός παλλαϊκού κρατικού συνδικάτου»[26].
Μόνο με την προσπάθεια να εκπαιδευτούν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στην καταγραφή και τον έλεγχο, μόνο μαθαίνοντας στην πράξη να συμμετέχουν στη διοίκηση των παραγωγικών μονάδων, μόνο τότε η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, και η οργάνωση της κοινωνίας σε κομμουνιστική βάση δε θα μένει στα διατάγματα, αλλά θα παίρνει πρακτικό και ουσιαστικό χαρακτήρα.
Επίσης ο Λένιν επισήμανε τον ιδιαίτερο καθοδηγητικό ρόλο που θα πρέπει να παίζει το Κόμμα στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου υπενθυμίζοντας ότι «…Κατά το πέρασμα στο σοσιαλισμό η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αναπόφευκτη, η δικτατορία όμως αυτή δεν πραγματοποιείται από την καθολική οργάνωση των εργατών της βιομηχανίας»[27]. Η δικτατορία του προλεταριάτου ουσιαστικά πραγματοποιείται με την αποφασιστική συμβολή και ρόλο του Κόμματος της πρωτοπορίας, δηλαδή της εργατικής τάξης. Καμιά απόφαση, από τα σοβιέτ μέχρι τα ανώτατα κρατικά όργανα, δεν μπορεί να παίρνεται χωρίς τις υποδείξεις και τις θέσεις του Κόμματος. «Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η πιο αποφασιστική και επαναστατική μορφή ταξικής πάλης του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη. Η πάλη αυτή μπορεί να επιτύχει μόνο, όταν η πιο επαναστατική πρωτοπορία του προλεταριάτου τραβάει πίσω της τη συντριπτική πλειοψηφία του »[28].
Αυτή η καθοδηγητική θέση του Κόμματος δεν είναι δοσμένη, καταχτιέται μέσα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και τη λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου. Εξαρτάται από το θεωρητικό επίπεδο που έχει το Κόμμα, την επιβεβαίωση της ορθότητας της πολιτικής του στην πράξη, τη σύνδεσή του με τη μάζα της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι θα πρέπει το Κόμμα να ταυτίζεται με το κράτος. Αντίθετα το Κόμμα πρέπει να καθοδηγεί το κράτος αλλά και όλες τις μαζικές οργανώσεις του προλεταριάτου και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, να διατηρεί την αυτοτέλειά του απέναντι στην κρατική λειτουργία για να μπορεί να την καθοδηγεί και να την ελέγχει. Ο Λένιν επεσήμαινε την περίοδο της εξέγερσης στην Κροστάνδη ότι η υλοποίηση του συνθήματος σοβιέτ χωρίς τους Μπολσεβίκους[29]θα σήμαινε πρακτικά το πέρασμα της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη στη μικροαστική μάζα που βέβαια δε θα μπορούσε να την κρατήσει για τον εαυτό της αλλά θα την παρέδιδε στην αστική τάξη. Ο Λένιν σημείωνε αναφορικά με το ρόλο που θα πρέπει να παίζει το Κόμμα στη δικτατορία του προλεταριάτου: «Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας επίμονος αγώνας, αιματηρός και αναίμακτος, βίαιος και ειρηνικός, πολεμικός και οικονομικός, διαπαιδαγωγικός και διοικητικός, ενάντια στις δυνάμεις και τις παραδόσεις της παλιάς κοινωνίας. Η δύναμη της συνήθειας εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων είναι η πιο φοβερή δύναμη. Χωρίς Κόμμα σιδερένιο και ατσαλωμένο στην πάλη, χωρίς Κόμμα που να απολαβαίνει την εμπιστοσύνη κάθε τίμιου στοιχείου της τάξης του, χωρίς Κόμμα που να ξέρει να παρακολουθεί τις διαθέσεις των μαζών και να τις επηρεάζει είναι αδύνατο να διεξαχθεί μια τέτοια πάλη με επιτυχία»[30].
Αλλωστε: «Η δικτατορία του προλεταριάτου… σημαίνει τούτο δω: μόνο μια καθορισμένη τάξη και ακριβώς οι εργάτες της πόλης […] είναι σε θέση να καθοδηγήσουν όλη τη μάζα των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων στον αγώνα για την ανατροπή του ζυγού του κεφαλαίου, στην πορεία της ίδιας της ανατροπής, στον αγώνα για τη διατήρηση και τη στερέωση της νίκης, στο έργο της δημιουργίας ενός νέου σοσιαλιστικού κοινωνικού καθεστώτος, σε όλο τον αγώνα για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων»[31].