ΜΕΡΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΣΣΔ


του Κύριλλου Παπασταύρου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ζήτημα του σοσιαλιστικού εποικοδομήματος περιλαμβάνει προφανώς μια σειρά από θέματα που αφορούν το Κράτος, το Κομμουνιστικό Κόμμα, τους Νόμους, το Δίκαιο, ακόμα την Τέχνη, την Ηθική και τους Θεσμούς που αντιστοιχούν σε αυτά.

Στο παρόν άρθρο αναφερόμαστε κυρίως στο ζήτημα του κράτους στο σοσιαλισμό, τόσο από τη σκοπιά των θεωρητικών επεξεργασιών των Μαρξ - Ενγκελς και Λένιν, όσο και μέσα από την πείρα οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Εξετάζουμε την πείρα από τη λειτουργία των σοβιετικών οργανώσεων, τη θεσμική τους εξέλιξη μέσα από τα Συντάγματα της ΕΣΣΔ, καθώς επίσης και τη σχέση τους με το Κομμουνιστικό Κόμμα, τις μαζικές οργανώσεις, το ζήτημα της συμμετοχής της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων στη δικτατορία του προλεταριάτου.

Οι Μπολσεβίκοι με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 επιβεβαίωσαν στην πράξη τα συμπεράσματα των Μαρξ και Ενγκελς, οι οποίοι στηριγμένοι στα διδάγματα της Παρισινής Κομμούνας του 1871, διατύπωσαν τη θέση ότι η εργατική τάξη όταν έρθει στην εξουσία δεν μπορεί πια να διοικεί με την παλιά κρατική μηχανή, ότι πρέπει να την τσακίσει και στη θέση της να βάλει μια καινούργια που να αντιστοιχεί στα καθήκοντα της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής. Απαντώντας σε αυτούς που ένοιωθαν τρόμο μόνο και στο άκουσμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, έλεγαν «θέλετε να μάθετε τι λογής είναι αυτή η δικτατορία; Κοιτάτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή είναι η δικτατορία του προλεταριάτου»[1].

Για πρώτη φορά στην παγκόσμια Ιστορία η εργατική τάξη με την Οκτωβριανή Επανάσταση κατάφερε να κατακτήσει και να διατηρήσει την εξουσία για δεκαετίες, να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του προλεταριάτου. Συνεπώς η εβδομηντάχρονη πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ καθώς και στις άλλες χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης στον 20ό αιώνα προσφέρει πολύτιμο υλικό για τη μελέτη του ζητήματος της δικτατορίας του προλεταριάτου, όχι μόνο ως ένα θεωρητικό ζήτημα αλλά ως προς την πρακτική της υλοποίηση.

Στο κείμενο της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης που διοργάνωσε το ΚΚΕ το 1995 με τίτλο: «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη» έμπαινε το εξής καθήκον:

«Το πιο βασικό ζήτημα που πρέπει να διερευνηθεί περισσότερο, ώστε να αξιοποιηθεί η σχετική πείρα, αφορά το ρόλο και την αξιοποίηση των σοβιέτ ως μορφή της κρατικής εξουσίας και τη σχέση των τοπικών σοβιέτ με τις εργατικές κολεκτίβες»[2].Επίσης στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι: «Εξίσου σοβαρό ζήτημα για βαθύτερη εξέταση είναι η θέση και ο ρόλος των άλλων μαζικών οργανώσεων και συνδικάτων στη σοβιετική κοινωνία»[3].Είναι σίγουρο ότι για την εξαγωγή ολοκληρωμένων συμπερασμάτων απαιτείται η βαθύτερη και εκτενέστερη μελέτη αυτής της πείρας - καθήκον που είναι βεβαίως έξω από τα όρια του συγκεκριμένου άρθρου. Αυτή η μελέτη θα συμβάλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας στα ζητήματα της δικτατορίας του προλεταριάτου, διαδικασία χρήσιμη και αναγκαία για τη μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Στο παρόν κείμενο γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιαστούν οι βασικές θεωρητικές θέσεις για τη δικτατορία του προλεταριάτου, καθώς και να επισημανθούν ορισμένα θέματα που χρειάζονται βαθύτερη μελέτη και προβληματισμό σε σχέση με την ιστορική πείρα στη Σοβιετική Ενωση.

Μεθοδολογικά προσπαθούμε να εξετάσουμε το ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου σε σχέση με την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στη σοβιετική κοινωνία και με τις πολιτικές επιλογές του Κομμουνιστικού Κόμματος.

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

Είναι αναγκαίο να υπενθυμίσουμε ότι το κράτος δεν υπήρχε πάντα στην ανθρώπινη κοινωνία, αλλά «γεννήθηκε» ιστορικά ως αποτέλεσμα του ταξικού διαχωρισμού της. Κράτος δεν υπήρχε στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα όπου δεν υπήρχαν και τάξεις. Ο Ενγκελς επισήμανε στο έργο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους»: «Το κράτος δεν υπάρχει από καταβολής κόσμου. Υπήρξαν κοινωνίες που τα έβγαζαν πέρα χωρίς αυτό, που δεν είχαν ιδέα από κράτος και κρατική εξουσία. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης, που αναγκαστικά ήταν συνδεδεμένη με την διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις το κράτος έγινε απαραίτητο εξαιτίας αυτής της διάσπασης»[4]. Η ύπαρξη του κράτους, δηλαδή ενός ξεχωριστού μηχανισμού αποτελούμενου από όργανα διοίκησης και καταστολής με καταμερισμό εργασίας και ανθρώπους με αποκλειστική απασχόληση σε αυτή τη δραστηριότητα, είναι αναγκαίο αποτέλεσμα της ταξικής κοινωνίας και αποτελεί όργανο της κυρίαρχης σε κάθε κοινωνία τάξης στην πάλη της απέναντι στις υπόλοιπες τάξεις, αποτελεί εργαλείο της ταξικής πάλης.

Για να κατανοηθεί σωστά το ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου και οι λειτουργίες της θα πρέπει να κατανοηθεί σωστά ο χαρακτήρας του σοσιαλισμού ως μιας κοινωνίας που δε βρίσκεται ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, αλλά ως ανώριμη πρώτη βαθμίδα του κομμουνισμού που γι’ αυτό το λόγο έχει και μεταβατικά χαρακτηριστικά. Οπως επισήμανε και ο Μαρξ στο έργο του «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα»: «Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μιας στην άλλη. Και σε αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος όπου το κράτος της δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου»1. Η κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός στην κατανομή εργατικής δύναμης και μέσων παραγωγής, η εξάλειψη της σχέσης εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων, που αποτελούν τους βασικούς και αναγκαίους όρους για την έναρξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, προφανώς και δε σημαίνουν το τέλος των τάξεων και των ταξικών αντιθέσεων. Η ύπαρξη ταξικών αντιθέσεων δεν αφορά μόνο τις περιπτώσεις που διατηρείται προσωρινά η εκμεταλλευτική σχέση, όπως συνέβη με τους ΝΕΠμεν και τους κουλάκους τη δεκαετία του 1920 στην ΕΣΣΔ. Δεν περιορίζεται στην αντιπαράθεση με την αστική τάξη που ανατράπηκε και που σύμφωνα με το Λένιν ακόμα και μετά την επικράτηση της επανάστασης διατηρεί μια σειρά πλεονεκτήματα, όπως χρήματα, περιουσία, ανώτερη μόρφωση, πείρα οργάνωσης και διοίκησης, διακυβέρνησης, δεσμούς με ανώτατο τεχνικό δυναμικό, με ανώτερα στρώματα της εργατικής τάξης (εργατική αριστοκρατία), με το τμήμα του παλιού κρατικού μηχανισμού που δεν καταστρέφεται αλλά αναμορφώνεται στα πλαίσια του νέου τύπου κράτους, δεσμούς με τα μεσαία στρώματα και κυρίως ισχυρή στήριξη από το εξωτερικό[6].Το χρονικό διάστημα της διατήρησης των τάξεων και των μεταξύ τους ανταγωνισμών δεν μπορεί να προβλεφθεί, πάντως δε θα είναι μικρό. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση αφορά την πάλη για την αλλαγή όλων των σχέσεων παραγωγής και αναδιοργάνωσης όλων των κοινωνικών σχέσεων. Η συγκεκριμένη πείρα από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, που προσφέρεται για περισσότερη και βαθύτερη μελέτη, αναδεικνύει τις αντιθέσεις που αναπτύχθηκαν. Αυτές αφορούσαν τις αντιθέσεις σωματικής - πνευματικής εργασίας, πόλης - χωριού, αντιθέσεις που συνδέονταν με ιστορικές, τοπικές και εθνικές ιδιομορφίες, με την επιβίωση αναχρονιστικών αντιλήψεων και ιδεών κ.ά. Ιδιαίτερη σημασία για την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είχε η εξέλιξη της αντίθεσης ανάμεσα στον κοινωνικοποιημένο σοσιαλιστικό τομέα της οικονομίας και σε αυτόν της μικρής εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας, είτε αυτός στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία είτε στη συνεταιριστική. Η διατήρηση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής είναι παράγοντας όχι μόνο διατήρησης αλλά και εν δυνάμει όξυνσης των αντιθέσεων ανάμεσα στις τάξεις. Η ίδια η διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, το βάθεμά της ή αντίθετα οι καθυστερήσεις στην προώθησή της δεν αφήνουν αμετάβλητες τις τάξεις, τη σύνθεσή τους, τα συμφέροντά τους. Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν στην ταξική σύνθεση της ΕΣΣΔ, όπως η αύξηση της εργατικής τάξης, η διατήρηση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας με τη μορφή του συνεταιρισμού και του ατομικού παραγωγού μέσα σε αυτόν αλλά και με τη μορφή του μικρού ατομικού νοικοκυριού, το ιδιωτικό ή συνεταιριστικό λιανικό εμπόριο κ.ά., αποδεικνύουν ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για μια κοινωνία όπου οι ταξικές αντιθέσεις εξαφανίσθηκαν. Είναι σίγουρο ότι το περιεχόμενο αυτών των αντιθέσεων διαφοροποιείται σε κάθε χρονική περίοδο, εκφράζοντας τις αλλαγές που συντελούνταν στην ταξική σύνθεση της σοβιετικής κοινωνίας (άλλη τη δεκαετία του 1920, άλλη το 1940, άλλη το 1960 κλπ.). Αυτό βέβαια το ζήτημα από μόνο του αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης. Η διατήρηση των ταξικών αντιθέσεων συνδέεται ακόμα με το γεγονός ότι στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν ακόμα δεν έχει σημειωθεί έκρηξη στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ώστε να καλύπτονται άμεσα όλες οι κοινωνικές ανάγκες, ένα μέρος του κοινωνικού προϊόντος θα διανέμεται στα μέλη της κοινωνίας με βάση την ατομική προσφορά τους στη συνολική κοινωνική εργασία. Αυτό σημαίνει ότι «…η πρώτη φάση του κομμουνισμού δεν μπορεί να διασφαλίσει τη δικαιοσύνη και την ισότητα: Θα μένουν οι διαφορές στον πλούτο και μάλιστα διαφορές άδικες, αλλά δε θα μπορεί να γίνει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο γιατί θα είναι αδύνατο να αποβούν ατομική ιδιοκτησία τα μέσα παραγωγής»[7].

Η πείρα από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ επιβεβαίωσε αυτό που στο Λένιν το συναντάμε ακόμα ως πρόβλεψη, ότι η ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων και των ταξικών αντιθέσεων είναι ένα μακροχρόνιο έργο και συνδέεται με την επίλυση βαθιών αντιθέσεων που αποτελούν πηγές κοινωνικής ανισότητας, όπως αυτή ανάμεσα στην πνευματική και χειρωνακτική εργασία, την αντίθεση πόλης - χωριού. Εγραφε ο Λένιν το 1918 στο έργο του «Η μεγάλη πρωτοβουλία»: «Είναι φανερό ότι για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων πρέπει όχι μόνο να ανατραπούν οι εκμεταλλευτές, οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές, όχι μόνο να καταργηθεί η ιδιοκτησία τους, πρέπει ακόμα να καταργηθεί και κάθε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πρέπει να εξαλειφθεί τόσο η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό όσο και η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της σωματικής και της πνευματικής εργασίας. Αυτό είναι έργο μακροχρόνιο»[8].

Η ιστορική πείρα απέδειξε ότι ακόμα και μέσα στους κόλπους της σοσιαλιστικής παραγωγής υπάρχει η δυνατότητα -όταν παραβιάζονται νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης- να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις των καπιταλιστικών σχέσεων που στο τέλος -όπως αποδείχτηκε- διεκδίκησαν την κυριαρχία τους σε κοινωνικό επίπεδο. Σχηματικά μόνο θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις λειτουργίες της δικτατορίας του προλεταριάτου στη λεγόμενη «καταστροφική» και στη λεγόμενη «δημιουργική». Η πρώτη λειτουργία περιλαμβάνει όλα αυτά τα μέτρα που αποσκοπούν στη συντριβή της αντίστασης των εκμεταλλευτών και την υπεράσπιση των νέων σχέσεων παραγωγής που μόλις αρχίζουν να αναπτύσσονται από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς, το τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής, την απαλλοτρίωση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Χρειάζεται να επισημάνουμε ότι η άσκηση βίας και ο καταναγκασμός είναι βασική λειτουργία κάθε κράτους άμεσα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων και δεν περιορίζεται χρονικά στην περίοδο του ανοιχτού εμφυλίου πολέμου ή στην πάλη ενάντια στα υπολείμματα των εκμεταλλευτών για την ολοκληρωτική κατάργησή τους, αλλά συνεχίζεται σε βάθος χρόνου. Η δεύτερη λειτουργία σχετίζεται άμεσα με το γεγονός ότι το εργατικό κράτος, σε αντίθεση με τα κράτη των εκμεταλλευτικών τάξεων, δεν έρχεται απλά να επιστεγάσει τις κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις που ήδη έχουν εμφανιστεί αυθόρμητα, να τις προστατέψει, να διευκολύνει την επικράτηση και κυριαρχία τους, την επέκταση και εμβάθυνσή τους. Το εργατικό κράτος είναι αυτό που οικοδομεί τις νέες σχέσεις παραγωγής. Αυτό αποτελεί και το βασικότερο καθήκον της δικτατορίας του προλεταριάτου, όπως έγραφε ο Λένιν: «Η δικτατορία του προλεταριάτου… δεν είναι μόνο η άσκηση βίας πάνω στους εκμεταλλευτές και μάλιστα δεν είναι κυρίως βία. Η οικονομική βάση αυτής της επαναστατικής βίας, η εγγύηση για τη ζωτικότητα και την επιτυχία της είναι ότι το προλεταριάτο, σε σύγκριση με τον καπιταλισμό, εκπροσωπεί και πραγματοποιεί έναν ανώτερο τύπο κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Εδώ είναι η ουσία. Αυτή είναι η πηγή της δύναμης και η εγγύηση για αναπόφευκτη ολοκληρωτική νίκη του κομμουνισμού»[9].Η λειτουργία αυτή στην πράξη υλοποιείται από το σοσιαλιστικό κράτος με τον κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής, της κατανομής και της κατανάλωσης.

Η δικτατορία λοιπόν του προλεταριάτου είναι το προλεταριάτο οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη, που διεξάγει την ταξική πάλη ως το τέλος της, δηλαδή ως την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων, ως την εξάλειψη όλων των πηγών της κοινωνικής ανισότητας. Σημείωνε ο Στάλιν το 1926: «Αντικρούοντας αυτούς που συγχέουν την δικτατορία του προλεταριάτου με την παλλαϊκή, την εκλεγμένη από όλους εξουσία με την αταξική εξουσία ο Λένιν γράφει: “H τάξη που πήρε στα χέρια της την πολιτική κυριαρχία, την πήρε έχοντας την αίσθηση πως την παίρνει μόνη της. Αυτό περιλαμβάνεται στην έννοια διχτατορία του προλεταριάτου. Και η έννοια αυτή τότε μονάχα έχει νόημα όταν μια τάξη ξέρει πως μονάχη αυτή παίρνει στα χέρια την πολιτική εξουσία και δεν ξεγελά τον εαυτό της ούτε τους άλλους με φλυαρίες για παλλαϊκή εκλεγμένη απ’ όλους αγιασμένη απ’ όλο το λαό εξουσία”. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εξουσία της μιας τάξης, της τάξης των προλεταρίων που δεν τη μοιράζεται και δεν μπορεί να τη μοιράζεται με άλλες τάξεις, δεν έχει ανάγκη για την πραγματοποίηση των σκοπών της από τη βοήθεια, από τη συμμαχία των εργαζομένων και εκμεταλλευόμενων μαζών των άλλων τάξεων […]. Αυτή η ιδιαίτερης μορφής συμμαχία συνίσταται στο ότι καθοδηγητής του κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι ένα κόμμα, το κόμμα του προλεταριάτου, το κόμμα των κομμουνιστών, που δεν μοιράζεται και δεν μπορεί να μοιράζεται την καθοδήγηση με τα άλλα κόμματα»[10].

Η εργατική τάξη στον καπιταλισμό ως η τάξη που δεν έχει ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι αυτή η κοινωνική δύναμη που μέσα από τους υλικούς όρους ύπαρξής της στην καπιταλιστική παραγωγή διαμορφώνεται ως ηγέτης της πάλης για την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Στο σοσιαλισμό η εργατική τάξη αναδεικνύεται ως ο φορέας των κομμουνιστικών σχέσεων που δημιουργούνται, ως ο συλλογικός ιδιοκτήτης των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής. Επομένως είναι η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί της πάλης για την κοινωνικοποίηση όλων των μέσων παραγωγής, για να καταργηθούν όλες οι κοινωνικές αντιθέσεις και κατά συνέπεια της πάλης για την ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, δηλαδή η μόνη τάξη που μπορεί να οδηγήσει την ταξική πάλη στην οριστική και ιστορική λύση της[11].

Μέσω της δικτατορίας του προλεταριάτου η εργατική τάξη ως κυρίαρχη τάξη πραγματοποιεί τη συμμαχίατης με άλλα λαϊκά στρώματα που δεν έχουν ενταχθεί ως εργαζόμενοι στα πλαίσια της κοινωνικής - σοσιαλιστικής παραγωγής (π.χ. τους συνεταιρισμένους μικροϊδιοκτήτες της πόλης και του χωριού, τμήματα της διανόησης κλπ.).Μέσω αυτής της συμμαχίας η εργατική τάξη επιδιώκει να καθοδηγήσει αυτά τα στρώματα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων. Η δικτατορία του προλεταριάτου διατηρείται μέχρι την ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, μέχρι τη «στιγμή» που το κράτος απονεκρώνεται ως μηχανισμός πολιτικής κυριαρχίας. Η απονέκρωση του κράτους είναι αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής κυριαρχίας του κομμουνισμού, που προϋποθέτει την επικράτησή του σε παγκόσμιο επίπεδο[12].

Οι Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν προσδιόριζαν τη δικτατορία του προλεταριάτου ως «μισοκράτος» ή ως «όχι κράτος καθεαυτό»[13]. Αυτές οι διατυπώσεις αναφέρονται στο γεγονός ότι στη δικτατορία του προλεταριάτου είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία όπου το κράτος εκφράζει τα ταξικά συμφέροντα των εκμεταλλευόμενων και όχι των εκμεταλλευτών, είναι η άσκηση βίας από την πλειοψηφία στη μειοψηφία. Επίσης ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αυτός ο (μοναδικός) «τύπος κράτους» που έχει ως στόχο την κατάργηση των τάξεων, δηλαδή των ιστορικών αιτιών ύπαρξης του ίδιου του κράτους ως φαινομένου. Κυρίως όμως η έννοια «όχι κράτος καθεαυτό» αναφέρεται στο γεγονός ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι το κράτος αυτό που ενώ συνεχίζει να αποτελεί ένα ξεχωριστό μηχανισμό πολιτικό, διοικητικό και κατασταλτικό, παρόλα αυτά στηρίζεται άμεσα στην οργάνωση, συμμετοχή και κινητοποίηση των εργαζόμενων μαζών. Την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης υπήρχε η πείρα της Παρισινής Κομμούνας που ανέδειξε μια σειρά μέτρα που συμβάλλουν στην απλοποίηση αυτού του κρατικού μηχανισμού, ώστε να μπει άμεσα υπό τον έλεγχο του προλεταριάτου. Τέτοια μέτρα ήταν η αιρετότητα των δημοσίων υπαλλήλων, των δικαστικών, η κατάργηση του μόνιμου στρατού και των μόνιμων σωμάτων ασφαλείας, η κατάργηση της τυπικής αστικής διάκρισης νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, η άμεση αιρετότητα και ανακλητότητα των αντιπροσώπων στα κρατικά όργανα[14] κλπ.

Η ολοκληρωτική απονέκρωση του κράτους θα σημάνει και το ολοκληρωτικό πέρασμα στην κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση, τα φύτρα της οποίας διαμορφώνονται μέσα από τη λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου. Απονέκρωση δε σημαίνει κατάργηση της διεύθυνσης, της οργάνωσης της κοινωνίας, του σχεδιασμού της παραγωγής, σημαίνει όμως ότι αυτές οι λειτουργίες χάνουν τον ταξικό τους χαρακτήρα, δηλαδή τον πολιτικό τους χαρακτήρα ως άσκηση της κυριαρχίας μιας τάξης απέναντι στις άλλες.

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ

Το εργατικό κράτος στη Ρωσία πήρε την πολιτική μορφή της «δημοκρατίας των σοβιέτ». Οικοδομήθηκε στη βάση μορφών οργάνωσης του προλεταριάτου των σοβιέτ που κατ’ αρχήν χρησιμοποιήθηκαν στον οικονομικό αγώνα του ενάντια στο κεφάλαιο και στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε όργανα επαναστατικής πάλης. Τα πρώτα σοβιέτ (συμβούλια) δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905-1907 ως όργανα καθοδήγησης του απεργιακού αγώνα της εργατικής τάξης. Σε στιγμές κορύφωσης της επανάστασης του 1905-1907 αρκετά σοβιέτ μετεξελίχθηκαν σε όργανα διεύθυνσης της ένοπλης εξέγερσης. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης μαζί με τα σοβιέτ των εργατών άρχισαν να δημιουργούνται σε ορισμένες πόλεις και περιοχές σοβιέτ εργατών, ναυτών, κοζάκων αλλά και αγροτών. Συνολικά την περίοδο του 1905-1907 συγκροτήθηκαν 62 σοβιέτ (οι Μπολσεβίκοι έλεγχαν τα 47). Το σοβιέτ της Πετρούπολης αποτελείτο από 562 αντιπροσώπους. Μετά την ήττα της επανάστασης τα σοβιέτ έπαψαν να υπάρχουν.

Κατά τη διάρκεια της αστικής επανάστασης του Φλεβάρη του 1917 τα σοβιέτ δημιουργήθηκαν παντού. Το πρώτο σοβιέτ δημιουργήθηκε στην Πετρούπολη 27 Φεβρουαρίου 1917. Σε αντίθεση με το 1905 δημιουργήθηκαν ενιαία σοβιέτ εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων, ενώ παράλληλα πολλαπλασιάστηκαν τα σοβιέτ αγροτών (κυβερνείων, νομών, επαρχιών). Ταυτόχρονα στην Κεντρική Ασία δημιουργήθηκαν και σοβιέτ εργατών που εκπροσωπούσαν το προλεταριάτο και τα φτωχά λαϊκά στρώματα των εθνοτήτων. Στο πολεμικό μέτωπο ρόλο σοβιέτ έπαιζαν οι επιτροπές των μονάδων, στρατιών και μετώπων. Το Μάρτιο του 1917 στις πρωτεύουσες των κυβερνείων, των νομών, των επαρχιών και στα βιομηχανικά κέντρα υπήρχαν περίπου 600 σοβιέτ αντιπροσώπων (εργατών και στρατιωτών). Οι αντιπρόσωποι των σοβιέτ εκλέγονταν σε γενικές συνελεύσεις των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών. Στις συνθήκες της Ρωσίας του 1917, μετά την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος, η αστική τάξη δεν είχε καταφέρει ακόμα να εδραιώσει τη δική της εξουσία, να διαμορφώσει τους δικούς της αστικούς μηχανισμούς. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την επαναστατική άνοδο των μαζών, το μαζικό τους εξοπλισμό και την τεράστια λαϊκή κινητοποίηση και συσπείρωση στα σοβιέτ, διαμόρφωσε μια κατάσταση που χαρακτηρίστηκε ως «δυαδική εξουσία», όπου δηλαδή η αστική εξουσία ήταν πολύ αδύναμη, ενώ η λαϊκή απειθαρχία και αυτοοργάνωση μεγάλη. Οσο τα σοβιέτ βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Μενσεβίκων και των Εσέρων το γεγονός αυτό δεν αξιοποιήθηκε για να αμφισβητηθεί η αστική εξουσία, αφού τα σοβιέτ στήριζαν την αστική Προσωρινή κυβέρνηση. Οταν οι Μπολσεβίκοι κέρδισαν την πλειοψηφία των σοβιέτ και κυρίως αυτά της Μόσχας και της Πετρούπολης, τα σοβιέτ μετατράπηκαν σε όργανα προετοιμασίας και οργάνωσης της επανάστασης.

Με την ανατροπή της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 1917, διακηρύχθηκε ότι η εξουσία πέρασε στα σοβιέτ. Καταργήθηκαν τα παλιά υπουργεία και τ’ άλλα κεντρικά όργανα του κρατικού μηχανισμού.

Με την επικράτηση της επανάστασης οι Μπολσεβίκοι με καθοριστική συμβολή του Λένιν -ως ηγέτη του Κόμματος και του κράτους- αρχίζουν να υλοποιούν μέτρα που εξασφάλιζαν στην πράξη το χαρακτήρα της νέας εξουσίας ως δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτή η προσπάθεια εκφράστηκε ακόμα από τα πρώτα επαναστατικά διατάγματα. Στις 28 Οκτωβρίου του 1917 το Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών έβγαλε απόφαση που υποχρέωνε όλα τα σοβιέτ να συγκροτήσουν εργατική πολιτοφυλακή. Με Διάταγμα του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων (ΣΛΕ) στις 22 Νοεμβρίου του 1917 καταργήθηκε το παλιό δικαστικό σύστημα και ξεκίνησε η οικοδόμηση νέου, στηριγμένου στην πείρα των λαϊκών δικαστηρίων, με κύριο στοιχείο του την άμεση εκλογή και ανακλητότητα των δικαστών από τα σοβιέτ.

Συνενώθηκε η νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία σε ενιαία όργανα μέσα από τη λειτουργία των σοβιέτ. Τα σοβιέτ συγκροτήθηκαν σε ένα ενιαίο σύστημα που στη βάση του είχε τα σοβιέτ βουλευτών εργατών και αγροτών, τα οποία εκλέγονταν μέσα από συνελεύσεις στις παραγωγικές μονάδες και συνελεύσεις των χωριών και στην κορυφή το Πανρωσικό Συνέδριο των σοβιέτ. Η παραγωγική μονάδα, η εργατική κολεκτίβα δεν αναγνωρίστηκε μόνο ως εκλογική μονάδα, αλλά ως ο βασικός πυρήνας του κράτους όπου εκεί πραγματοποιούνταν ο έλεγχος και ο απολογισμός των βουλευτών αντιπροσώπων και άλλων δημόσιων λειτουργών[15]. Η συγκρότηση των σοβιέτ σε ενιαίο σύστημα δεν πραγματοποιήθηκε αμέσως σε πανεθνικό επίπεδο. Στην αρχή οι Μπολσεβίκοι είχαν τον έλεγχο μόνο των σοβιέτ των βιομηχανικών αστικών κέντρων. Τα επαρχιακά σοβιέτ, όπου κυριαρχούσε το μικροαστικό και αγροτικό στοιχείο, ήταν υπό τον έλεγχο των Εσέρων και των Μενσεβίκων μέχρι το Δεκέμβριο του 1917. Η συγκρότηση της σοβιετικής εξουσίας στην ύπαιθρο πραγματοποιήθηκε μέσα από την πάλη ανάμεσα στους φτωχούς και πλούσιους αγρότες. Σε αυτή την κατεύθυνση συγκροτήθηκαν και οι «επιτροπές φτωχών αγροτών», οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ενάντια στις προσπάθειες των κουλάκων να ελέγξουν τα σοβιέτ. Τον Ιανουάριο του 1918 επιτεύχθηκε η συγχώνευση της Κεντρικής Επιτροπής των σοβιέτ εργατών αντιπροσώπων με αυτή της Κεντρικής Επιτροπής των σοβιέτ αγροτών αντιπροσώπων. Επίσης συγχωνεύθηκαν το 3ο συνέδριο των εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων με το 3ο συνέδριο των αγροτών αντιπροσώπων. Αυτή η διαδικασία συνέβαλε στο να ενοποιηθούν τα σοβιέτ της υπαίθρου ως το Μάρτιο του 1918.

Κατοχυρώθηκε με Διάταγμα η ανακλητότητα των αντιπροσώπων στα σοβιέτ: «Οποιοδήποτε αιρετό όργανο ή σώμα αντιπροσώπων μπορεί να θεωρείται αληθινά δημοκρατικό και ότι πραγματικά αντιπροσωπεύει τη θέληση του λαού μόνο υπό τον όρο της αναγνώρισης και της άσκησης του δικαιώματος ανάκλησης των εκλεγμένων από τους εκλογείς του»[16].

Ακολουθώντας το παράδειγμα της Κομμούνας πάρθηκαν μέτρα που αφορούσαν το δραστικό περιορισμό των οικονομικών προνομίων των κρατικών υπαλλήλων και λειτουργών. Συγκεκριμένα το Σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων (ΣΛΕ) στις 18 Νοεμβρίου(1 Δεκεμβρίου) του 1917 ανάφερε: «...είναι απαραίτητο να παρθούν τα πιο δραστήρια μέτρα με σκοπό την ελάττωση των μισθών των ανώτατων δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων...»[17] Τον Ιανουάριο του 1918 σε νέο σχέδιο Απόφασης το ΣΛΕ επαναφέρει το ζήτημα αυτό, συμπεριλαμβάνοντας και τους μισθούς των μελών του ΣΛΕ, αφήνοντας όμως σε ορισμένους ειδικούς τη δυνατότητα μεγαλύτερου μισθού[18]. Αυτή η τελευταία εξαίρεση αποτελούσε ένα αναγκαστικό μέτρο με στόχο να αξιοποιηθούν αστοί ειδικοί σε τομείς της κρατικής λειτουργίας.

Η αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού αναδείχτηκε σε βασική αρχή λειτουργίας του νέου κράτους.

Το σοβιετικό σύστημα πήρε θεσμική μορφή στο πρώτο Σύνταγμα της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας Σοβιετικών Δημοκρατιών Ρωσίας που ψηφίστηκε στο 5ο Πανρωσικό Συνέδριο των σοβιέτ το 1918. Στο Σύνταγμα κατοχυρώθηκαν οι βασικές αρχές της λειτουργίας των σοβιέτ που είχαν ήδη αρχίσει να υλοποιούνται στην πράξη. Ως ανώτατο όργανο εξουσίας αναγνωριζόταν το Πανρωσικό Συνέδριο των σοβιέτ. Το Συνέδριο των σοβιέτ συγκροτούνταν από εκλεγμένους αντιπροσώπους των σοβιέτ πόλεων με μέτρο 1 αντιπρόσωπος για 25.000 κατοίκους και των σοβιέτ των κυβερνείων (διοικητική υποδιαίρεση της υπαίθρου) με μέτρο 1 αντιπρόσωπος για 125.000 κατοίκους. Με αυτό το μέτρο επιδιώχθηκε η συνταγματική κατοχύρωση του ηγετικού ρόλου του προλεταριάτου στην κοινωνία, εξασφαλίζοντας την πλειοψηφία των εργατών στη σύνθεση του Ανώτατου Σοβιέτ σε συνθήκες που η μεγάλη αγροτική μικροαστική μάζα κυριαρχούσε σε επίπεδο κοινωνικής σύνθεσης. Για την περίοδο ανάμεσα στις ολομέλειες του Συνεδρίου ρόλο ανώτατου οργάνου εξουσίας είχε η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, από τα μέλη της οποίας συγκροτούνταν και η κυβέρνηση (το ΣΛΕ). Το Σύνταγμα στερούσε το δικαίωμα εκλογής και ψήφου στους καπιταλιστές (βιομήχανοι, τραπεζίτες, μεγαλέμποροι κλπ.), στους μεγάλους γαιοκτήμονες, στους κληρικούς (μοναχοί και παπάδες), στα μέλη της βασιλικής οικογένειας, στους υπάλληλους και πράκτορες της παλιάς χωροφυλακής, της αστυνομίας και των τμημάτων ασφαλείας κλπ.[19].

Κάτω από το Πανρωσικό Συνέδριο των σοβιέτ συγκροτούνταν τα συνέδρια αντιπροσώπων των διάφορων διοικητικών περιφερειών (περιοχών, κυβερνείων, νομών, επαρχιών, πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών). Για την περίοδο ανάμεσα στις συνόδους αυτών των συνεδρίων το ρόλο τους έπαιζαν οι αντίστοιχες εκτελεστικές επιτροπές.

Η πρωτόγνωρη ιστορικά πείρα από τη συγκρότηση του εργατικού κράτους τροφοδοτεί το Λένιν με υλικό για ανάπτυξη και θεωρητική επεξεργασία ζητημάτων σε σχέση με τη δικτατορία του προλεταριάτου, ενώ ταυτόχρονα τροφοδοτεί και τη διαπάλη στο εσωτερικό του ΚΚ (Μπολσεβίκων). Ο Λένιν στα έργα εκείνης της εποχής προτρέπει τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλες τις χώρες να αγκαλιάσουν αυτό που ονόμαζε σοβιετικό κίνημα, δηλαδή τις αντίστοιχες μορφές αυτοοργάνωσης της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης. Προβάλλει το παράδειγμα του σοβιετικού συστήματος ως απτό παράδειγμα εργατικής δημοκρατίας, σε αντίθεση με τις αστικές δημοκρατικές αυταπάτες που συνέχιζαν να είναι κυρίαρχες σε τμήματα του κομμουνιστικού κινήματος. Σε αντιπαράθεση με την αστική δημοκρατία έγραφε ο Λένιν το 1919: «Η Σοβιετική εξουσία δηλαδή η δικτατορία του προλεταριάτου είναι οργανωμένη έτσι που να προσεγγίσει τις μάζες των εργαζομένων στο μηχανισμό διακυβέρνησης. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί η συνένωση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στα πλαίσια της σοβιετικής οργάνωσης και της αντικατάστασης των εδαφικών εκλογικών περιφερειών με τις παραγωγικές όπως είναι το εργοστάσιο και η φάμπρικα»[20].

Εκείνη την περίοδο ο Λένιν αντιπαρατέθηκε με διάφορες απόψεις που είχαν εμφανιστεί μέσα στο ΚΚ σε σχέση με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Πολέμησε τις θέσεις του Τρότσκι για συνδικάτα τα οποία ουσιαστικά θα λειτουργούσαν ως κρατικές οργανώσεις. Ανέδειξε την ανάγκη αξιοποίησης των συνδικάτων και των άλλων μαζικών οργανώσεων που κληρονομούνται από τον καπιταλισμό στην κατεύθυνση της πραγματοποίησης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν υλοποιείται μόνο από τις κρατικές οργανώσεις και τα σοβιέτ, αλλά και τις μαζικές οργανώσεις και ιδιαίτερα τα συνδικάτα που με την καθοδήγηση των κομμουνιστών μπορούν να διαπαιδαγωγήσουν τις πλατιές μάζες στην αναγκαία για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση πειθαρχία, στην καλλιέργεια της κομμουνιστικής αντίληψης για την εργασία, στην εκπαίδευση των εργαζόμενων μαζών στα ζητήματα διεύθυνσης-διοίκησης και σχεδιασμού της παραγωγής, δηλαδή στην ανάδειξή τους σε «σχολεία του κομμουνισμού». Στα πλαίσια αυτής της αντιπαράθεσης σημείωνε: «Τα συνδικάτα από την άποψη της θέσης τους στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, βρίσκονται -αν μπορεί κανείς να εκφραστεί έτσι- ανάμεσα στο Κόμμα και στην κρατική εξουσία…»[21] […]. «Ο κομμουνισμός λέει: η πρωτοπορία του προλεταριάτου, το κομμουνιστικό κόμμα, καθοδηγεί την εξωκομματική μάζα των εργατών, διαφωτίζοντας, καταρτίζοντας, εκπαιδεύοντας, διαπαιδαγωγώντας αυτή τη μάζα (“σχολείο” κομμουνισμού), πρώτα των εργατών κι έπειτα και των αγροτών, για να μπορέσει η μάζα αυτή να φτάσει και να έφτανε στο να συγκεντρώσει στα χέρια της τη διεύθυνση όλης της λαϊκής οικονομίας»[22]. Εξηγώντας την ουσία της αντιπαράθεσης με τον Τρότσκι σημείωνε ότι αυτή αφορούσε τα ζητήματα της προσέγγισης, της κατάκτησης και της σύνδεσης με τη μάζα και συμπλήρωνε: «Σ’ αυτό βρίσκεται όλη η ουσία. Και σ’ αυτό βρίσκεται η ιδιομορφία των συνδικάτων, σαν θεσμού που δημιουργήθηκε στον καπιταλισμό, που είναι αναπόφευκτος κατά το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, που η ύπαρξη στο απώτερο μέλλον είναι αμφίβολη»[23].

Ο Λένιν σημείωνε ότι ο χαρακτήρας του κράτους ως δικτατορία του προλεταριάτου δε μένει ανεπηρέαστος από το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων που υπάρχουν στην κοινωνία, αναφερόμενος ιδιαίτερα στη Ρωσία της εποχής, όπου η εργατική τάξη αποτελούσε μειοψηφία σε σχέση με τη μεγάλη μικροαστική αγροτική μάζα που και αυτή συμμετείχε στα σοβιέτ. Είναι χαρακτηριστικό το εξής απόσπασμα: «Μιλώντας για τη συζήτηση της 30 του Δεκέμβρη, πρέπει να διορθώσω ένα λάθος μου. Είπα: “Στην πραγματικότητα το κράτος μας δεν είναι εργατικό αλλά εργατοαγροτικό”… Επρεπε να πω: “Το εργατικό κράτος είναι μια αφηρημένη έννοια. Ενώ στην πραγματικότητα έχουμε εργατικό κράτος με την ιδιομορφία ότι στη χώρα μας δεν υπερτερεί ο εργατικός, αλλά ο αγροτικός πληθυσμός και δεύτερο εργατικό κράτος με γραφειοκρατική διαστρέβλωση”»[24].

Γι’ αυτούς τους λόγους έθετε το εξής σύνθετο καθήκον για το Κομμουνιστικό Κόμμα: «Το σημερινό μας κράτος είναι τέτοιο που το καθολικά οργανωμένο προλεταριάτο πρέπει να υπερασπίζει τον εαυτό του κι εμείς πρέπει να χρησιμοποιούμε αυτές τις οργανώσεις για να υπερασπίζουμε τους εργάτες από το κράτος τους και για να υπερασπίζουν οι εργάτες το κράτος μας. Και η μία και η άλλη υπεράσπιση πραγματοποιείται μέσω της ιδιόμορφης συνύφανσης των κρατικών μας μέτρων και της συμφωνίας, της “σύμφυσης” με τα συνδικάτα μας»[25].

O Λένιν θεωρούσε την καταγραφή και τον έλεγχο της παραγωγής, της κατανομής και κατανάλωσης ως βασικούς όρους λειτουργίας της σοσιαλιστικής κοινωνίας και κύρια καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το γεγονός αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία, ειδικά στις συνθήκες της Ρωσίας εκείνης της εποχής όπου το προλεταριάτο δεν κληρονόμησε από τον καπιταλισμό ένα ανεπτυγμένο σύστημα λογιστικού υπολογισμού και καταγραφής του τι παράγεται και τι καταναλώνεται. Η καταγραφή και ο έλεγχος είναι συστατικά στοιχεία του κεντρικού σχεδιασμού της σοσιαλιστικής οικονομίας, της εξασφάλισης της διανομής του προϊόντος με μέτρο την προσφερόμενη εργασία, δηλαδή «στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του». Για την υλοποίηση αυτού του ελέγχου η δικτατορία του προλεταριάτου όφειλε να πάρει συγκεκριμένα διοικητικά και οικονομικά καταναγκαστικά μέτρα.

Ο Λένιν στο «Κράτος και επανάσταση» υπογραμμίζει: «Καταγραφή και έλεγχος, να ποιο είναι το κύριο που χρειάζονται για τη “ρύθμιση”, για τη σωστή λειτουργία της πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Ολοι οι πολίτες γίνονται υπάλληλοι και εργάτες ενός παλλαϊκού κρατικού συνδικάτου»[26].

Μόνο με την προσπάθεια να εκπαιδευτούν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στην καταγραφή και τον έλεγχο, μόνο μαθαίνοντας στην πράξη να συμμετέχουν στη διοίκηση των παραγωγικών μονάδων, μόνο τότε η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, και η οργάνωση της κοινωνίας σε κομμουνιστική βάση δε θα μένει στα διατάγματα, αλλά θα παίρνει πρακτικό και ουσιαστικό χαρακτήρα.

Επίσης ο Λένιν επισήμανε τον ιδιαίτερο καθοδηγητικό ρόλο που θα πρέπει να παίζει το Κόμμα στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου υπενθυμίζοντας ότι «…Κατά το πέρασμα στο σοσιαλισμό η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αναπόφευκτη, η δικτατορία όμως αυτή δεν πραγματοποιείται από την καθολική οργάνωση των εργατών της βιομηχανίας»[27]. Η δικτατορία του προλεταριάτου ουσιαστικά πραγματοποιείται με την αποφασιστική συμβολή και ρόλο του Κόμματος της πρωτοπορίας, δηλαδή της εργατικής τάξης. Καμιά απόφαση, από τα σοβιέτ μέχρι τα ανώτατα κρατικά όργανα, δεν μπορεί να παίρνεται χωρίς τις υποδείξεις και τις θέσεις του Κόμματος. «Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η πιο αποφασιστική και επαναστατική μορφή ταξικής πάλης του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη. Η πάλη αυτή μπορεί να επιτύχει μόνο, όταν η πιο επαναστατική πρωτοπορία του προλεταριάτου τραβάει πίσω της τη συντριπτική πλειοψηφία του »[28].

Αυτή η καθοδηγητική θέση του Κόμματος δεν είναι δοσμένη, καταχτιέται μέσα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και τη λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου. Εξαρτάται από το θεωρητικό επίπεδο που έχει το Κόμμα, την επιβεβαίωση της ορθότητας της πολιτικής του στην πράξη, τη σύνδεσή του με τη μάζα της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι θα πρέπει το Κόμμα να ταυτίζεται με το κράτος. Αντίθετα το Κόμμα πρέπει να καθοδηγεί το κράτος αλλά και όλες τις μαζικές οργανώσεις του προλεταριάτου και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, να διατηρεί την αυτοτέλειά του απέναντι στην κρατική λειτουργία για να μπορεί να την καθοδηγεί και να την ελέγχει. Ο Λένιν επεσήμαινε την περίοδο της εξέγερσης στην Κροστάνδη ότι η υλοποίηση του συνθήματος σοβιέτ χωρίς τους Μπολσεβίκους[29]θα σήμαινε πρακτικά το πέρασμα της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη στη μικροαστική μάζα που βέβαια δε θα μπορούσε να την κρατήσει για τον εαυτό της αλλά θα την παρέδιδε στην αστική τάξη. Ο Λένιν σημείωνε αναφορικά με το ρόλο που θα πρέπει να παίζει το Κόμμα στη δικτατορία του προλεταριάτου: «Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας επίμονος αγώνας, αιματηρός και αναίμακτος, βίαιος και ειρηνικός, πολεμικός και οικονομικός, διαπαιδαγωγικός και διοικητικός, ενάντια στις δυνάμεις και τις παραδόσεις της παλιάς κοινωνίας. Η δύναμη της συνήθειας εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων είναι η πιο φοβερή δύναμη. Χωρίς Κόμμα σιδερένιο και ατσαλωμένο στην πάλη, χωρίς Κόμμα που να απολαβαίνει την εμπιστοσύνη κάθε τίμιου στοιχείου της τάξης του, χωρίς Κόμμα που να ξέρει να παρακολουθεί τις διαθέσεις των μαζών και να τις επηρεάζει είναι αδύνατο να διεξαχθεί μια τέτοια πάλη με επιτυχία»[30].

Αλλωστε: «Η δικτατορία του προλεταριάτου… σημαίνει τούτο δω: μόνο μια καθορισμένη τάξη και ακριβώς οι εργάτες της πόλης […] είναι σε θέση να καθοδηγήσουν όλη τη μάζα των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων στον αγώνα για την ανατροπή του ζυγού του κεφαλαίου, στην πορεία της ίδιας της ανατροπής, στον αγώνα για τη διατήρηση και τη στερέωση της νίκης, στο έργο της δημιουργίας ενός νέου σοσιαλιστικού κοινωνικού καθεστώτος, σε όλο τον αγώνα για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων»[31].

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Το 1922 σχηματίστηκε η Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών[32] και το 1924 ψηφίστηκε το πρώτο Σύνταγμά της. Η βάση του Συντάγματος της ΕΣΣΔ ήταν το σύνταγμα της ΣΟΣΔΡ του 1918. Ως ανώτατο όργανο κρατικής εξουσίας καθορίσθηκε το Πανενωσιακό Συνέδριο των Σοβιέτ, μεταξύ των συνόδων του συνεδρίου ρόλο ανώτατου οργάνου εξουσίας είχε η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή (ΚΕΕ) της ΕΣΣΔ. Ανώτερα κρατικά όργανα στις ενωσιακές και αυτόνομες δημοκρατίες ήταν αντίστοιχα τα συνέδρια των σοβιέτ και ανάμεσα σε αυτά οι ΚΕΕ που εκλέγονταν από αυτά. Τοπικά όργανα εξουσίας ήταν τα συνέδρια των σοβιέτ των διαφόρων διοικητικών περιφερειών, (μεθοριακών περιοχών, κυβερνείων, νομών και επαρχιών) και αντίστοιχα ανάμεσα στις συνόδους οι Εκτελεστικές Επιτροπές τους.

Τη δεκαετία του 1920, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η ηγεσία του ΠΚΚ (μπ) με επικεφαλής το Στάλιν ήρθε αντιμέτωπη με νέα προβλήματα. Επρεπε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), να ξεμπερδέψει με τις εκμεταλλευτικές σχέσεις που συνέχιζαν να υπάρχουν ιδιαίτερα στην αγροτική παραγωγή και επίσης να προχωρήσει την εκβιομηχάνηση της χώρας. Το 1926 ο Στάλιν στο έργο του «Για τα ζητήματα Λενινισμού» υπενθύμιζε ότι: «Η δικτατορία του προλεταριάτου έχει τις δικές της περιόδους, τις δικές της ιδιαίτερες μορφές, διάφορες μεθόδους δουλειάς. Στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου χτυπά ιδιαίτερα στα μάτια η βίαιη πλευρά της δικτατορίας. Απ’ αυτό όμως δεν βγαίνει καθόλου ότι την περίοδο του εμφυλίου πολέμου δεν γίνεται ανοικοδομητική δουλειά. Χωρίς ανοικοδομητική δουλειά είναι αδύνατο να διεξαχθεί ο εμφύλιος πόλεμος. Αντίθετα στην περίοδο της ανοικοδόμησης του σοσιαλισμού χτυπά ιδιαίτερα στα μάτια η ειρηνική, οργανωτική, εκπολιτιστική δουλειά της διχτατορίας, η επαναστατική νομιμότητα κλπ. Απ’ αυτό όμως πάλι δε βγαίνει καθόλου ότι έλειψε ή ότι μπορεί να λείπει στην περίοδο της ανοικοδόμησης η βίαιη πλευρά της διχτατορίας»[33].

Στο τέλος της δεκαετίας του 1920 και τις αρχές του 1930 η ταξική πάλη οξύνθηκε με επίκεντρο την πάλη ενάντια στους κουλάκους, την αστική τάξη του χωριού. Η διαπάλη αυτή είχε την αντανάκλασή της και στο εσωτερικό του Κόμματος. Ο Μπουχάριν μπήκε επικεφαλής ομάδας που θεωρούσε ότι οι πλούσιοι αγρότες και οι ΝΕΠμεν μπορούν να ενσωματωθούν αρμονικά στο σοσιαλισμό χωρίς σύγκρουση μαζί τους. Το 1928 ο Στάλιν επισημαίνοντας τους κινδύνους αυτής της δεξιάς παρέκκλισης μέσα στο Κόμμα σημείωνε: «Υπάρχουν σε μας στη Σοβιετική μας χώρα προϋποθέσεις που κάνουν δυνατή την αποκατάσταση παλινόρθωσης του καπιταλισμού; Ναι υπάρχουν. Ισως σύντροφοι αυτό να φανεί παράξενο όμως είναι γεγονός. Ανατρέψαμε τον καπιταλισμό, εγκαθιδρύσαμε τη δικτατορία του προλεταριάτου και αναπτύσσουμε με εντατικούς ρυθμούς την σοσιαλιστική βιομηχανία μας συνδέοντας με το αγροτικό νοικοκυριό. Δεν βγάλαμε όμως ακόμα τις ρίζες του καπιταλισμού. Πού όμως φωλιάζουν οι ρίζες αυτές; Φωλιάζουν στην εμπορευματική παραγωγή, στη μικρή παραγωγή της πόλης και ιδιαίτερα του χωριού»[34]. Επίσης το 1930 ο Στάλιν στην Πολιτική Λογοδοσία της ΚΕ στο 16ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ) ανάφερε: «Ο Λένιν δεν είχε καθόλου τη γνώμη ότι αποκλείεται ο κίνδυνος διάσπασης ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αγροτιά. Ο Λένιν είπε ότι “στο κοινωνικό μας καθεστώς δεν υπάρχει με αναγκαιότητα η βάση για τέτοια διάσπαση”, όμως “αν γεννηθούν σοβαρές ταξικές διαφωνίες ανάμεσα σ’ αυτές τις τάξεις, τότε η διάσπαση θα είναι αναπόφευκτη” … Συνεπώς η διάσπαση ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αγροτιά δεν αποκλείεται, δεν είναι όμως υποχρεωτική, γιατί στο καθεστώς μας υπάρχει η δυνατότητα να προληφθεί αυτή η διάσπαση…»[35].

Η περίοδος από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 μέχρι το 1936 χαρακτηρίζεται από σημαντικές κοινωνικοοικονομικές αλλαγές. Κυρίαρχη θέση σε αυτές έχει η πραγματοποίηση της κολλεκτιβοποίησης στον αγροτικό τομέα και η εκμηδένιση της τάξης των κουλάκων. Υλοποιήθηκαν οι στόχοι του πρώτου πεντάχρονου πλάνου της οικονομίας και ξεκίνησε η υλοποίηση του δεύτερου, πάρθηκαν μέτρα στην κατεύθυνση της εξάλειψης των ωφελημένων κοινωνικών δυνάμεων από τη ΝΕΠ, προχώρησε με σημαντικά βήματα η εκβιομηχάνιση και ο εξηλεκτρισμός της χώρας, δίνοντας τη δυνατότητα για διεύρυνση λαϊκών δικαιωμάτων και καταγράφοντας σημαντικές επιτυχίες στην αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η πείνα. Την ίδια περίοδο έγινε ακόμα πιο φανερή η προετοιμασία ενός νέου πολέμου από τα ιμπεριαλιστικά κράτη που μέσα στους στόχους του ιεραρχούνταν η συντριβή της ΕΣΣΔ. Παράλληλα εκδηλώθηκαν με μια σειρά γεγονότα, όπως π.χ. το βιομηχανικό σαμποτάζ, η δολοφονία του μέλος του ΠΓ του ΠΚΚ(μπ) Σ. Κίροφ το 1934, σημάδια οργανωμένων σχεδίων υπονόμευσης του σοσιαλισμού.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το 1936 έγιναν σημαντικές συνταγματικές αλλαγές και εγκρίθηκε νέο Σύνταγμα στο 8ο Πανενωσιακό Συνέδριο των σοβιέτ. Οι πιο σημαντικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν ήταν οι εξής:

€ Καθιερώθηκε η άμεση ταυτόχρονη εκλογή για όλες τις βαθμίδες των σοβιέτ από τα τοπικά μέχρι το Ανώτατο σοβιέτ. Μέχρι το 1936 εκτός από τα τοπικά σοβιέτ όλα τα άλλα επάλληλα όργανα μέχρι το Συνέδριο εκλέγονταν από συνέδρια αντιπροσώπων των άμεσα κατώτερων οργάνων. Στις εκλογές αυτές, εκλογικές μονάδες έγιναν οι διοικητικές περιφέρειες και όχι οι παραγωγικές μονάδες όπως ίσχυε μέχρι τότε. Επίσης οι εκλογές άρχισαν να γίνονται σε εκλογικά τμήματα με μυστική ψηφοφορία και όχι στις εκλογικές συνελεύσεις.

€ Καταργήθηκε η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων σε τμήματα του πληθυσμού όπως προέβλεπε το παλιότερο Σύνταγμα και το δικαίωμα για εκλογή και ψήφο διευρύνθηκε σε όλους τους πολίτες της ΕΣΣΔ από 18 χρονών και άνω.

€ Καταργήθηκε η διαφορά στην αντιπροσώπευση στο Ανώτατο σοβιέτ που υπήρχε ανάμεσα στις πόλεις και τις αγροτικές περιοχές (1/25.000 και 1/125.000 αντίστοιχα). Το Σύνταγμα του 1936 καθιέρωσε ενιαία βάση σε όλες τις περιφέρειες 1 βουλευτής ανά 300.000 κατοίκους.

€ Σημειώθηκαν μια σειρά αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1924 στη δομή και λειτουργία του ανώτατου οργάνου εξουσίας της ΕΣΣΔ. Το Σοβιετικό Σύνταγμα του 1936 καταργεί το «Συνέδριο των Σοβιέτ» και την «Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή»και στη θέση τους βάζει το «Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ». Το Ανώτατο Σοβιέτ χωριζόταν σε δύο σώματα: σε σοβιέτ των εθνοτήτων και σοβιέτ της ένωσης. Τα δύο σώματα ήταν ισάριθμα και ισότιμα όσον αφορά τη δυνατότητα να νομοθετούν και εκλέγονταν με άμεση μυστική ψηφοφορία. Στο «Ανώτατο Σοβιέτ» δόθηκε η αποκλειστική ευθύνη για συντακτική αρμοδιότητα, νομοθετική εξουσία και πρωτοβουλία, για το σχηματισμό κυβέρνησης, την εκλογή του Προεδρείου κλπ. Στο Σοβιετικό Σύνταγμα του 1924η κυβέρνηση, «Το Συμβούλιο Επιτρόπων του Λαού», ήταν το εκτελεστικό διοικητικό όργανο της ΚΕΕ, εκλεγόταν από την ΚΕΕ και είχε 10 μέλη, όσα τα επιτροπάτα. Στο Σοβιετικό Σύνταγμα του 1936«Το Συμβούλιο Επιτρόπων του Λαού» έγινε πολυμελές. Καθορίστηκαν με λεπτομέρεια οι αρμοδιότητές του και εντάχθηκαν σε αυτό όλα τα επιτροπάτα που ανήκαν στις ομόσπονδες δημοκρατίες. Αναγνωρίστηκε ως εκτελεστικό και διοικητικό όργανο της κρατικής εξουσίας της ΕΣΣΔ.

Ταυτόχρονα έγιναν και μια σειρά επί μέρους αλλαγές, όπως η μετονομασία των σοβιέτ αντιπροσώπων των εργατών, αγροτών και μαχητών του Κόκκινου Στρατού σε σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργαζομένων[36].

Με εισήγηση του Στάλιν στο 8ο Πανενωσιακό Συνέδριο των σοβιέτ στις 25 Νοεμβρίου 1936[37], επιχειρηματολογήθηκε η ανάγκη αυτών των αλλαγών στο Σύνταγμα με βάση τις εξής εκτιμήσεις:

α. Οι αλλαγές που έγιναν στην οικονομία από το 1924-1936 (κυρίως αφορούσαν το ξεπέρασμα της ΝΕΠ και την κολεκτιβοποίηση) σήμαιναν και αντίστοιχες αλλαγές στην ταξική σύνθεση της σοβιετικής κοινωνίας. Οι οικονομικές αυτές αλλαγές εκτιμήθηκε ότι συνέβαλαν στην κατάργηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, κατάργησης της τάξης των εκμεταλλευτών. Αυτό θεωρήθηκε ότι οδήγησε στην άμβλυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στην εργατική τάξη, την αγροτιά και τη διανόηση.

β. Στη βάση των οικονομικών αλλαγών εκτιμήθηκε η άμβλυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στα διάφορα έθνη και τις λαότητες της ΕΣΣΔ.

γ. Υποστηρίχτηκε ότι το Σύνταγμα θα έπρεπε να εκφράζει την κατάσταση που είχε κατακτηθεί ως τότε στην ΕΣΣΔ και ότι δεν ήταν δυνατό να στηρίζεται σε αυτό που ακόμα δεν είχε καταχτηθεί, δεν αποτελούσε Πρόγραμμα.

Στην εισήγηση αυτή σημείωνε ο Στάλιν: «Τι δείχνουν αυτές οι αλλαγές;

Πρώτον, δείχνουν ότι σβήνουν τα όρια ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αγροτιά, όπως και ανάμεσα σ’ αυτές τις τάξεις και τη διανόηση εξαλείφεται η παλιά ταξική αποκλειστικότητα. Αυτό σημαίνει ότι η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτές τις ομάδες μειώνεται όλο και περισσότερο.

Δεύτερον, δείχνουν ότι χάνονται, σβήνουν οι οικονομικές αντιθέσεις ανάμεσα σ’ αυτές τις κοινωνικές ομάδες.

Δείχνουν, τέλος, ότι χάνονται και σβήνουν και οι μεταξύ τους πολιτικές αντιθέσεις.

Ετσι έχουν τα πράγματα σε σχέση με τις αλλαγές στον τομέα της ταξικής διάρθρωσης της ΕΣΣΔ»[38].

Οι αλλαγές που σημειώθηκαν στο Σύνταγμα το 1936 προφανώς αποσκοπούσαν στο να απαντήσουν σε σύνθετα προβλήματα. Η διεύρυνση της ΕΣΣΔ με νέες δημοκρατίες επέδρασε στη σύνθεση της σοβιετικής κοινωνίας, αντικειμενικά έκανε πιο πολύπλοκο το μηχανισμό λειτουργίας του συστήματος των σοβιέτ και απαιτούσε το ξεκαθάρισμα στη σύγχυση αρμοδιοτήτων των οργάνων που επικρατούσε πολλές φορές[39]. Επίσης οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την κολεκτιβοποίηση και κυρίως η προετοιμασία του νέου πολέμου και η αντιμετώπιση σχεδίων υπονόμευσης και ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας απαιτούσαν την εξασφάλιση της ενότητας στο λαό και της σταθερότητας στη σοβιετική εξουσία.

Παρόλα αυτά είναι εύλογος ο προβληματισμός για τις επιδράσεις ορισμένων από αυτά τα μέτρα στη λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ποια ήταν για παράδειγμα η επίπτωση στην ταξική σύνθεση των ανώτερων κρατικών οργάνων λόγω της κατάργησης της διαφοράς εκπροσώπησης ανάμεσα στις πόλεις και τα χωριά;[40]. Επίσης η άμεση εκλογή και η κατάργηση της έμμεσης -μέσω συνεδρίων και συνελεύσεων- καθώς και η κατάργηση της παραγωγικής βάσης εκλογής των οργάνων δε δυσκόλεψε την εφαρμογή του μέτρου της ανάκλησης, που σύμφωνα με το Λένιν αποτελεί βασικό στοιχείο του δημοκρατισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου; Δε συνέβαλε στο να απομακρυνθεί η διαδικασία εκλογής των αντιπροσώπων από την παραγωγική μονάδα, από το εργοστάσιο όπου εξασφαλιζόταν η αμεσότερη συμμετοχή της εργατικής τάξης; Δεν αδυνάτισε την παραγωγική μονάδα ως βασικό πυρήνα της εργατικής εξουσίας;

Από τα ίδια τα ντοκουμέντα φαίνεται ότι οι αλλαγές αυτές δεν προχώρησαν χωρίς διαπάλη. Στο έργο του Β.Ι. Στάλιν για το «Σχέδιο Προγράμματος της ΕΣΣΔ»,τόσο στο τέταρτο μέρος με τίτλο «Αστική κριτική του σχεδίου Συντάγματος»όσο και στο πέμπτο μέρος που έχει τίτλο «Τροπολογίες για το σχέδιο συντάγματος» είναι φανερό ότι εκδηλώνονται μια σειρά διαφωνίες. Δεν έχουμε τα επαρκή στοιχεία για τις ολοκληρωμένες απόψεις καθώς και τους φορείς των διαφωνιών για να μπορέσουμε να τις κωδικοποιήσουμε. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι εκδηλώνονται τάσεις από ορισμένες πλευρές που επιδίωκαν την άμβλυνση του ταξικού χαρακτήρα της δικτατορίας του προλεταριάτου (π.χ. πρόταση που απορρίφθηκε αντί για χαρακτηρισμό της ΕΣΣΔ ως κράτος των εργατών και αγροτών να αναφέρεται ως κράτος των εργαζομένων ή κράτος όλων των εθνών και φυλών της ΕΣΣΔ κλπ.)[41], προτάσεις που διεκδικούσαν μεγαλύτερο ρόλο στις ενωσιακές και αυτόνομες δημοκρατίες (π.χ. πρόταση να έχει δικαίωμα η αυτόνομη δημοκρατία να μετατρέπεται σε Ενωσιακή κλπ.)[42]. Ταυτόχρονα εκδηλώνονται και διαφωνίες στην κατάργηση των περιορισμών στο εκλογικό δικαίωμα, για παράδειγμα ο Στάλιν αναφέρεται συγκεκριμένα σε πρόταση τροπολογίας που επέμενε να παραμείνουν περιορισμένα τα εκλογικά δικαιώματα των κληρικών, των παλιών λευκοφρουρών κλπ.

Προβληματισμό δημιουργούν και άλλες τοποθετήσεις εκείνης της περιόδου, όπως οι υπερβολές για την άμβλυνση των αντιθέσεων που τείνουν να εξαφανιστούν ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους αγρότες. Οι τοποθετήσεις αυτές φαίνεται να υποτιμούν την ταξική διαφοροποίηση στο χωριό, η οποία δεν εξαφανίζεται με τη διάλυση των κουλάκων, αφού ένα μεγάλο μέρος των αγροτών δεν είχε ενταχθεί στα κολχόζ (ο Στάλιν αναφέρει ότι υπήρχαν πάνω από 1.000.000 αγροτικά νοικοκυριά εκτός κολχόζ)[43], ενώ θέλουν μελέτη και οι διαφοροποιήσεις μέσα στα πλαίσια των κολχόζνικων. Αλλωστε στο μεταγενέστερο έργο του «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (1953) ο Στάλιν στέκεται στις αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στην αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, θεωρώντας ως βασική πηγή τους τις διαφορετικές σχέσεις ιδιοκτησίας. Ετσι αναφέρει: «Αν πάρουμε, π.χ. τη διαφορά ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και τη βιομηχανία, τότε θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως στη χώρα μας όχι μόνο οι συνθήκες εργασίας στην αγροτική οικονομία διαφέρουν από τις συνθήκες εργασίας στη βιομηχανία, αλλά πριν απ’ όλα και κατά κύριο λόγο πως στη βιομηχανία έχουμε κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στο προϊόν της παραγωγής, τη στιγμή που στην αγροτική οικονομία έχουμε όχι κοινωνική αλλά ομαδική, κολχόζνικη ιδιοκτησία»[44]. Αν και αυτή την αντίθεση τη θεωρεί ως μη ανταγωνιστική παρόλα αυτά επισημαίνει τους κινδύνους που υπάρχουν από την υποτίμηση αυτής της αντίθεσης και δείχνει ότι μόνος δρόμος είναι η σταδιακή μετατροπή της κολχόζνικης ιδιοκτησίας σε κοινωνική.

Στο ίδιο έργο ο Στάλιν αναγνωρίζει την ύπαρξη αντίθεσης ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις στο σοσιαλισμό και επισημαίνει ότι παρόλο που στη δεδομένη φάση βρίσκονται σε αντιστοιχία «θα ήταν λάθος να επαναπαυόμαστε σ’ αυτό και να νομίζουμε πως δεν υπάρχουν καθόλου αντιθέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής»[45].

Στο 18ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ) διατυπώθηκε το εξής ερώτημα: «Θα διατηρηθεί άραγε στη χώρα μας το κράτος μας και στην περίοδο του κομμουνισμού;» το οποίο απαντήθηκε ως εξής: «Ναι, θα διατηρηθεί, αν δεν θα έχει εξαλειφθεί η καπιταλιστική περικύκλωση, αν δεν θα έχει εξαλειφθεί ο κίνδυνος στρατιωτικών επιθέσεων από τα έξω»[46]. Μελετώντας τις εξελίξεις που ακολούθησαν και αποκρυσταλλώθηκαν σε μακρόχρονη πορεία μπορεί να αναπτυχθεί ένας πιο ουσιαστικός προβληματισμός σε σχέση με την παραπάνω τοποθέτηση. Το πρόβλημα που ανακύπτει από αυτή την τοποθέτηση είναι ότι θεωρεί δυνατή την ολοκληρωτική νίκη των κομμουνιστικών σχέσεων σε συνθήκες καπιταλιστικής περικύκλωσης, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό έχει παγκόσμια διάσταση[47]. Η τοποθέτηση αυτή αποτέλεσε απάντηση σε επικίνδυνες απόψεις που διατυπώνονταν από δυνάμεις στη Σοβιετική Ενωση, ότι αφού δεν υπάρχουν εκμεταλλευτικές τάξεις η ταξική πάλη φθίνει και ότι θα έπρεπε να προχωρήσει η απονέκρωση του κράτους. Δεν έχουμε ολοκληρωμένα στοιχεία από ντοκουμέντα για το αν γύρω από αυτή τη θέση αναπτύχθηκε διαπάλη, από ορισμένες όμως πηγές φαίνεται ότι ακόμα και ηγετικά στελέχη του ΠΚΚ(μπ) εκείνης της περιόδου εξέφρασαν τις διαφωνίες τους γι’ αυτή τη θέση[48].

Χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι εκείνη την περίοδο, παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ιεραρχούνταν ο κίνδυνος της εξωτερικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης ως ο υπ’ αριθμόν ένας κίνδυνος, παρόλα αυτά είναι χρήσιμο και διαχρονικό δίδαγμα ότι η ταξική πάλη δεν περιορίζεται μόνο στην αντιπαράθεση με την υπονομευτική δράση και με τα σχέδια επέμβασης των ιμπεριαλιστών. Οι Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν αναγνώριζαν ως πηγή της ταξικής πάλης μια σειρά από υπαρκτές κοινωνικές αντιθέσεις που η λύση τους σημαίνει και πέρασμα στην κομμουνιστική - αταξική κοινωνία.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΠΕΡΕΣΤΡΟΪΚΑ

Οι ηγεσίες του ΚΚΣΕ από το 1956 μέχρι την «περεστρόικα» απέρριψαν τη θέση της δυνατότητας όξυνσης της ταξικής πάλης στα πλαίσια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Απολυτοποιήθηκε ο μη ανταγωνιστικός χαρακτήρας στις αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις και τις κοινωνικές ομάδες στο σοσιαλισμό, υποτιμήθηκε η δυνατότητα εξέλιξης των αντιθέσεων σε ανταγωνισμούς. Απολυτοποιήθηκε η «ενότητα» της σοβιετικής κοινωνίας του σοβιετικού «λαού». Σε αυτά τα πλαίσια προετοιμάστηκε ιδεολογικά η εγκατάλειψη του ταξικού χαρακτήρα του κράτους ως δικτατορίας του προλεταριάτου και η μετατροπή του σε «παλλαϊκό κράτος».

Η οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ είχε την επίδρασή της και στην αντίληψη για το ρόλο και το χαρακτήρα του σοβιετικού συστήματος. Το κοινό στοιχείο σε όλα τα συνέδρια εκείνης της περιόδου είναι η επισήμανση της ανάγκης για μεγαλύτερη ενίσχυση και διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των τοπικών σοβιέτ και των αρμόδιων οργάνων εξουσίας των δημοκρατιών, ιδιαίτερα στα ζητήματα οικονομικού σχεδιασμού και διαχείρισης. Παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 αναφέρεται: «Το Συνέδριο επιδοκιμάζει απολύτως τα μέτρα που έλαβε η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ για τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των κυβερνητικών οργάνων των Δημοκρατιών στην οικονομική και πολιτιστική ανοικοδόμηση… Ορίζεται η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των υπουργείων των Δημοκρατιών σε ό,τι αφορά την διεύθυνση των επιχειρήσεων»[49]. Στο 21ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1959 τέθηκε το εξής ζήτημα: «Είναι απαραίτητο να μεγαλώσει ο ρόλος των σοβιέτ σαν μαζικών οργανώσεων των εργαζομένων. Πολλές λειτουργίες που εκπληρώνουν σήμερα τα κρατικά όργανα πρέπει να περνούν βαθμιαία στη δικαιοδοσία των κοινωνικών οργανώσεων..»[50]. Στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1962 αναφέρεται ότι: «Στις σημερινές συνθήκες οι ταξικές αμοιβαίες σχέσεις στη χώρα μας μπήκαν σ’ ένα νέο στάδιο ανάπτυξής τους. Η προλεταριακή δημοκρατία μετατρέπεται σε παλλαϊκή σοσιαλιστική δημοκρατία»[51]. Η θέση αυτή επέδρασε αντικειμενικά στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του εργατικού επαναστατικού κράτους, στην υποβάθμιση του ρόλου της εργατικής τάξης. Η θέση για παλλαϊκό κράτος στηρίχτηκε θεωρητικά στην άποψη ότι το κράτος απονεκρώνεται αφού δεν υπάρχουν ανταγωνίστριες τάξεις, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι. Η απονέκρωση του κράτους είναι μια μακροχρόνια διαδικασία που σύμφωνα με το Λένιν ολοκληρώνεται μόνο όταν πραγματοποιηθεί η ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Σημείωνε χαρακτηριστικά ο Λένιν: «Επομένως έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε μόνο για την αναπόφευκτη απονέκρωση του κράτους, υπογραμμίζοντας τη διάρκεια αυτού του προτσές, την εξάρτησή του από την ταχύτητα ανάπτυξης της ανώτερης φάσης του κομμουνισμού και αφήνοντας εντελώς ανοιχτό το ζήτημα των χρονικών περιόδων και των συγκεκριμένων μορφών που θα πάρει η απονέκρωση, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία για να λύσουμε τα ζητήματα αυτά. Το κράτος θα μπορέσει να απονεκρωθεί ολοκληρωτικά όταν η κοινωνία εφαρμόσει τον κανόνα: “ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του” δηλαδή όταν οι άνθρωποι θα έχουν σε τέτοιον βαθμό συνηθίσει να τηρούν τους βασικούς κανόνες συμβίωσης και η εργασία τους θα έχει γίνει τόσο παραγωγική που προαιρετικά θα εργάζονται ανάλογα με τις ικανότητες τους»[52]. Είναι σαφής η τοποθέτηση του Λένιν ότι ανάμεσα στη δικτατορία του προλεταριάτου και την απονέκρωση του κράτους, δε μεσολαβεί άλλη μορφή πολιτικής εξουσίας που αντανακλά άλλο κοινωνικό περιεχόμενο (της ταξικά ομογενοποιημένης κοινωνίας), σε αντίθεση με τη θέση για παλλαϊκό κράτος. Το κράτος που απονεκρώνεται είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, μόνο όταν εκλείψουν οι ανάγκες ύπαρξης ταξικής πολιτικής κυριαρχίας (δικτατορίας) τότε και οι λειτουργίες που αφορούν την οργάνωση της κοινωνίας και συντελούνταν από το κράτος θα πάψουν να έχουν πολιτικό, ταξικό χαρακτήρα.

Στο 23ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1966 έμπαινε ως στόχος: «Η βελτίωση στη λειτουργία των σοβιέτ πρέπει να γίνεται στη βάση του παραπέρα δημοκρατισμού τους. Πρέπει να ανέβει πιο υψηλά η σημασία των συνόδων των σοβιέτ των βουλευτών των εργαζομένων, να παρασχεθεί στα τοπικά σοβιέτ μεγαλύτερη αυτοτέλεια στη λύση των οικονομικών, των δημοσιονομικών ζητημάτων και των ζητημάτων γης, στην καθοδήγηση των επιχειρήσεων της τοπικής βιομηχανίας, της βιοτικής και της κοινωνικής - πολιτιστικής εξυπηρέτησης του πληθυσμού…»[53]. Στο 24ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1971, στην έκθεση δράσης του Λ. Μπρέζνιεφ, έγινε η εξής εκτίμηση: «Για την άνοδο του ρόλου των οργάνων λαϊκής εξουσίας διευρύνθηκαν τα δικαιώματα των σοβιέτ στις περιφέρειες, τις πόλεις, τα χωριά τους συνοικισμούς καθώς και σε ένα τόσο βασικό τομέα, όπως είναι ο συντονισμός στα πλαίσια της αρμοδιότητας τους της εργασίας των επιχειρήσεων και των οικονομικών οργανώσεων που υπάρχουν στις αντίστοιχες περιοχές»[54]. Το 1976 στο 25ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ επισημαίνεται:«…ψηφίστηκαν με πρωτοβουλία του Πολιτικού Γραφείου νόμοι που διεύρυναν τα δικαιώματα και τις υλικές δυνατότητες των σοβιέτ του χωριού και της κωμόπολης της συνοικίας και της πόλης»[55].

Το 26ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1981 πραγματοποιείται μετά την ψήφιση του νέου Συντάγματος (1977) όπου κατοχυρώνεται και συνταγματικά ο χαρακτήρας του σοβιετικού κράτους ως «παλλαϊκό κράτος»[56]. Στο Σύνταγμα του 1977 τα σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργαζομένων μετονομάστηκαν σε σοβιέτ των λαϊκών αντιπροσώπων. Παρόλο που διευρύνθηκε ο κύκλος των οργανώσεων που είχαν δικαίωμα να προτείνουν υποψήφιους βουλευτές για το Ανώτατο Σοβιέτ, όπως οι εργατικές κολεκτίβες και οι συνελεύσεις των στρατιωτικών, στην πράξη ενισχύθηκαν τάσεις μεγαλύτερης απόσπασης των αντιπροσώπων των σοβιέτ από τον άμεσο εργατικό έλεγχο και τη λογοδοσία. Τέτοια μέτρα ήταν π.χ. η αύξηση του χρόνου της θητείας των οργάνων με επιχείρημα το συντονισμό με τη θητεία των κομματικών οργάνων, το Ανώτατο στα 5 χρόνια και τα τοπικά στα 2,5 χρόνια. Παρόλα αυτά παρέμενε η διάταξη ότι οι βουλευτές των σοβιέτ και του Ανωτάτου συνέχιζαν -σύμφωνα με το Σύνταγμα- να εργάζονται κανονικά στην παραγωγή ή την υπηρεσία τους, δεν ήταν δηλαδή επαγγελματίες βουλευτές[57].

Στο 26ο Συνέδριο εκτιμήθηκε ότι ως αποτέλεσμα της ψήφισης του Συντάγματος και αντίστοιχων νόμων υπάρχει βελτίωση στη λειτουργία των σοβιέτ: «Τα σοβιέτ συντονίζουν και ελέγχουν όλο και πιο δραστήρια τη δουλειά των επιχειρήσεων και οργανώσεων που βρίσκονται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας τους, γεγονός που είναι, σύντροφοι, πολύ σημαντικό και γι’ αυτό με κάθε τρόπο η ΚΕ του ΚΚΣΕ υποστηρίζει την κατεύθυνση αυτή στη δραστηριότητα των σοβιέτ»[58].

Η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων προς τα τοπικά σοβιέτ, ειδικά στον οικονομικό τομέα, δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί ανεξάρτητα από τις αντίστοιχες οικονομικές μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν εκείνη την περίοδο και οι οποίες χαλάρωσαν τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας στο όνομα της λεγόμενης ιδιοσυντήρησης και αυτοδιεύθυνσης των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων και ανέθρεψαν τη δυνατότητα πλουτισμού και κερδοσκοπίας. Τα μέτρα αυτά προωθούνταν στο όνομα της μετατροπής του παλλαϊκού κράτους σε σοσιαλιστική αυτοδιεύθυνση.[59] Εκτός των άλλων, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ενθαρρύνθηκαν τοπικιστικές και εθνικιστικές τάσεις που βεβαίως στο τέλος εκδηλώθηκαν και ανοιχτά.

Εκφράζοντας ίσως και τη διαπάλη που εξελισσόταν στις γραμμές του ΚΚΣΕ, ταυτόχρονα με τα παραπάνω διακηρύσσονταν και μέτρα που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση του ρόλου και της δράσης των μαζικών οργανώσεων και των εργατικών κολεκτίβων. Χρειάζεται περισσότερη έρευνα σε σχέση με συγκεκριμένα στοιχεία για το πώς αυτές οι κατευθύνσεις υλοποιήθηκαν στην πράξη. Ιδιαίτερο αντικείμενο έρευνας για εκείνη την περίοδο είναι ο ρόλος και η λειτουργία των σοβιέτ των κολχόζ[60] που δημιουργήθηκαν το 1969 με απόφαση του 3ου Πανενωσιακού συνεδρίου των κολχόζνικων. Είναι πάντως γεγονός ότι όχι μόνο λόγω των αλλαγών στο σύστημα λειτουργίας των σοβιέτ, αλλά κυρίως λόγω των οικονομικών αλλαγών που είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αντίθεσης ανάμεσα στα ιδιαίτερα ατομικά και ομαδικά συμφέροντα από τη μία και το κοινωνικό-συλλογικό συμφέρον από την άλλη, ενισχύθηκαν οι τάσεις τυπικής συμμετοχής και απομάκρυνσης των μαζών από την ουσιαστική συμμετοχή στις κολεκτίβες και τις μαζικές οργανώσεις.

Στο 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1986 επιβεβαιώθηκε ο ίδιος προσανατολισμός είναι χαρακτηριστική η διατύπωση ότι: «Θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο ο ρόλος και η ευθύνη των τοπικών σοβιέτ στην εξασφάλιση της ολόπλευρης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των περιοχών στην αυτοτελή εκπλήρωση των καθηκόντων τοπικής σημασίας, στο συντονισμό και έλεγχο της δράσης των οργανισμών που λειτουργούν στην περιοχή τους»[61].

Στην εισήγηση του Μ. Γκορμπατσόφ στο 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ διαφάνηκε η νέα στροφή που προετοιμαζόταν στο πνεύμα της πολιτικής της «περεστρόικα» που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια και σήμανε ακόμα μεγαλύτερη χαλάρωση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Να γιατί πρέπει να ακολουθούμε αποφασιστικά τη γραμμή ενίσχυσης της αυτοτέλειας και της δραστηριότητας των τοπικών οργάνων εξουσίας. […] Να κάνουν το κάθε σοβιέτ πλήρη και υπεύθυνο νοικοκύρη σε όλα τα ζητήματα που έχουν σχέση με την ικανοποίηση των καθημερινών απαιτήσεων και αναγκών των ανθρώπων…»[62]. Το ζήτημα της αναγκαίας για τη δικτατορία του προλεταριάτου συμμετοχή και κινητοποίηση των εργαζομένων συνδέθηκε με την ενεργητική προώθηση των στοιχείων της αγοράς στα πλαίσια της σοσιαλιστικής οικονομίας: «…η διεύρυνση των δικαιωμάτων των επιχειρήσεων, η εφαρμογή της οικονομικής ιδιοσυντήρησης και η ανάπτυξη του σοσιαλιστικού επιχειρηματικού πνεύματος αποκτούν πραγματικό περιεχόμενο μόνο στην περίπτωση που αυξάνεται η ενεργητικότητα του ίδιου του εργαζομένου»[63]. Ετσι η συμμετοχή των εργαζομένων στα σοβιέτ, τις μαζικές οργανώσεις κλπ. έχασε το χαρακτήρα που είχε στη δικτατορία του προλεταριάτου, ως έκφραση στην πράξη του ταξικού χαρακτήρα της εξουσίας, ως συλλογική δράση για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας και ως διαπαιδαγώγηση των μαζών στο σχεδιασμό, οργάνωση και διοίκηση. Εκφυλίστηκε σε μια διαδικασία όπου μέσω της συμμετοχής προωθήθηκαν συμφέροντα ατομικού ή ομαδικού πλουτισμού και απόσπασης για ιδιωτικό όφελος μέρους του κοινωνικού προϊόντος.

Την περίοδο της πολιτικής της περεστρόικα προβλήθηκε έντονα το σύνθημα του «εκδημοκρατισμού της σοβιετικής κοινωνίας». Στη 19η Συνδιάσκεψη του ΚΚΣΕ στις 28 Ιουνίου 1988 μπήκαν συγκεκριμένες κατευθύνσεις σε σχέση με τη λεγόμενη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος, οι οποίες οδηγούσαν σε αστική φιλελεύθερη διαστρέβλωση του συστήματος των σοβιέτ. Οι κατευθύνσεις αυτές σε σχέση με τη λειτουργία των σοβιέτ θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής σημεία:

€ Χαλάρωση του συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης, ενίσχυση της αυτοδιοίκησης με αποκέντρωση αρμοδιοτήτων στα τοπικά σοβιέτ: «Η συνδιάσκεψη θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι νομοθετικές, διευθυντικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες των σοβιέτ, να μεταβιβαστεί σε αυτά η εξέταση και λύση όλων των σημαντικών ζητημάτων της κρατικής, οικονομικής και κοινωνικοπολιτιστικής ζωής…», «Η διεύθυνση των τοπικών υποθέσεων επιβάλλεται να αναδιοργανωθεί πάνω στις αρχές της αυτοδιοίκησης και αυτοχρηματοδότησης, εναρμόνισης των περιφερειακών συμφερόντων με τα γενικά κρατικά…».

€ Μετατροπή των σοβιέτ σε αστικά κοινοβουλευτικά όργανα με τη γενίκευση μέτρων όπως: Η διεύρυνση της δυνατότητας απαλλαγής των βουλευτών των σοβιέτ από επαγγελματικές και υπηρεσιακές υποχρεώσεις, η διεύρυνση των θεμάτων με τα οποία ασχολούνταν και λύνονταν αποκλειστικά στις συνόδους των σοβιέτ, η συγκρότηση μόνιμων προεδρείων σε όλα τα σοβιέτ με εξαίρεση αυτών των χωριών και κωμοπόλεων.[64] Επίσης σε αυτή τη κατεύθυνση αποφασίστηκε ότι «Τα σοβιέτ θα πρέπει να έχουν σταθερές, βασισμένες στους μακροπρόθεσμους ρυθμιστικούς κανόνες, πηγές εσόδων, συμπεριλαμβανομένης και της εισφοράς από τα κέρδη επιχειρήσεων που λειτουργούν στο έδαφος τους»[65]. Η πρόταση να κατέχεται η θέση του προέδρου των σοβιέτ κατά κανόνα από τον πρώτο γραμματέα της αντίστοιχης κομματικής οργάνωσης, πέρα από μεγαλύτερη σύγχυση αρμοδιοτήτων προφανώς εξυπηρετούσε και την τακτική για πιο γρήγορη προώθηση της πολιτικής της περεστρόικα.

€ Καταργήθηκαν οι περιορισμοί στην υποβολή των υποψηφιοτήτων. Οι υποψηφιότητες μπορούσαν να υποβληθούν ανεξάρτητα από τις προτάσεις των κοινωνικών οργανώσεων, των συνδικάτων κλπ. Καθιερώθηκε προεκλογική εκστρατεία στα πλαίσια της επιλογής των υποψηφιοτήτων από πλατιές προεκλογικές συνελεύσεις.[66]

€ Συγκροτήθηκε ως ανώτατο όργανο εξουσίας το Συνέδριο των Λαϊκών Βουλευτών της ΕΣΣΔ, το οποίο δεν αποτελούνταν μόνο από βουλευτές εκλεγμένους από εδαφικές και εθνικές περιφέρειες, δηλαδή εκλεγμένους μέσα από τα σοβιέτ, αλλά και από βουλευτές που εκπροσωπούσαν το Κόμμα, τα συνδικάτα, την Κομσομόλ, συνεταιριστικές οργανώσεις, οι οποίοι ουσιαστικά ορίζονταν από τα συνέδρια των αντίστοιχων φορέων που δε θα εκλέγονται δηλαδή μέσα από τα σοβιέτ.[67]

Στην Προγραμματική Διακήρυξη που εγκρίθηκε στο 28ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ ουσιαστικά υιοθετούνται ανοιχτά οι σοσιαλδημοκρατικές θεωρίες περί «κοινωνίας των πολιτών» και «κράτους δικαίου». Τότε εγκαταλείπεται ανοιχτά κάθε αναφορά στον ταξικό χαρακτήρα της κρατικής εξουσίας, χάνεται ακόμα και αυτός ο «παλλαϊκός» χαρακτήρας του κράτους. Υπάρχει το κράτος και οι «πολίτες». Αντίθετα το κείμενο διατυπώνει με σαφήνεια ότι στόχος του είναι η «εδραίωση του κράτους δικαίου, που θα αποκλείει τη δικτατορία κάποιας τάξης, κόμματος ή ομάδας καθώς και της διευθυντικής γραφειοκρατίας»[68]. Στο ίδιο συνέδριο, στο Καταστατικό του ΚΚΣΕ αναφέρεται ότι: «Το ΚΚΣΕ αγωνίζεται να κατακτήσει την πολιτική ηγεσία της κοινωνίας με ελεύθερες εκλογές για τα Σοβιέτ Λαϊκών Βουλευτών και μέσω άλλων μορφών έκφρασης και βούλησης των σοβιετικών πολιτών»[69]. Με αυτά τα μέτρα εκφράζεται στο επίπεδο της εξουσίας η αντεπαναστατική στροφή, που στο επίπεδο της οικονομίας σηματοδοτήθηκε από την υιοθέτηση των «πολλών μορφών ιδιοκτησίας», ανοίγοντας το δρόμο για την πλήρη ανατροπή των σοσιαλιστικών σχέσεων, την ήττα των κομμουνιστικών δυνάμεων που υπήρχαν στο Κόμμα και στην κρατική δομή του σοσιαλισμού και την πλήρη επικράτηση των αστικών δυνάμεων για την παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η μελέτη της συγκρότησης και λειτουργίας της δικτατορίας του προλεταριάτου μέσα από την πείρα της ΕΣΣΔ δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ανεξάρτητα από τις αλλαγές που συντελούνταν σε όλη την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην οικονομία, τις πολιτικές επιλογές που υιοθετήθηκαν, αλλά και την αντίστοιχη επίδρασή τους στη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων της ΕΣΣΔ, την εξέλιξη της πορείας της ταξικής πάλης.

Τα βαρίδια της κληρονομιάς του καπιταλισμού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη νεοσύστατη ΕΣΣΔ, όπως η μεγάλη σε έκταση εμπορευματική παραγωγή ειδικά στον αγροτικό τομέα, οι μεγάλες αντιθέσεις ανάμεσα στα βιομηχανικά αστικά κέντρα και τις αχανείς ευρωπαϊκές και ασιατικές Ρωσικές εκτάσεις, επέδρασαν προφανώς και στη λειτουργία του συστήματος των σοβιέτ. Ας σκεφτούμε ότι στην επαναστατική περίοδο είχαμε το σοβιέτ της βιομηχανικής Πετρούπολης αλλά και τα σοβιέτ ασιατικών λαών που ζούσαν σε συνθήκες βαθιάς καθυστέρησης. Η λειτουργία του νέου κράτους προφανώς ήρθε αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες δυσκολίες, οι οποίες πίεζαν σε υποχώρηση από βασικές αρχές συγκρότησης και λειτουργίας του συστήματος των σοβιέτ. Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και της ταξικής πάλης που κατέληξε στην υποχώρηση των σοσιαλιστικών σχέσεων, του κεντρικού σχεδιασμού της κοινωνικής ιδιοκτησίας οπωσδήποτε αποκρυσταλλώθηκε και στο εποικοδόμημα. Προς διερεύνηση είναι αν ορισμένες αλλαγές στο εποικοδόμημα που προηγήθηκαν, συνέβαλαν στην αναζωογόνηση εχθρικών ή ταλαντευόμενων δυνάμεων στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Υπάρχουν ζητήματα που επισημάνθηκαν και στο κείμενο, για τα οποία απαιτείται περισσότερη έρευνα και μελέτη ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Πλάι σε αυτά θα πρέπει να θέσουμε και άλλα ζητήματα, όπως είναι αυτά που αφορούν το νομικό εποικοδόμημα, τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, του στρατού, των δυνάμεων ασφαλείας, καθώς και άλλων τμημάτων του κρατικού μηχανισμού. Επίσης θα πρέπει να συσχετιστεί το ζήτημα της λειτουργίας των σοβιετικών οργάνων με τη λειτουργία και δράση των οργάνων οικονομικής διεύθυνσης που συγκροτήθηκαν την περίοδο των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Θέμα διερεύνησης είναι επίσης πώς υλοποιήθηκε στη δομή της σοβιετικής εξουσίας η άρση του τυπικού αστικού διαχωρισμού ανάμεσα στη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία, χωρίς βέβαια αυτή η άρση να σημαίνει και κατάργηση του αναγκαίου καταμερισμού εργασίας στα όργανα εξουσίας. Χρειάζεται ακόμα η αναζήτηση πρωτότυπων πηγών που να φωτίζουν τη συζήτηση και τη διαπάλη στις γραμμές του ΚΚ και του κράτους για τα ζητήματα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Επίσης θα πρέπει να μελετηθούν και ορισμένα θεωρητικά ζητήματα που συνδέονται με την ιδιομορφία του εργατικού κράτους σε σχέση με τα κράτη των εκμεταλλευτικών κοινωνιών. Το γεγονός ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι το εργαλείο οικοδόμησης του σοσιαλισμού, υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης και τη συμμαχία άλλων στρωμάτων, αφορά λοιπόν τον υποκειμενικό παράγοντα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αφορά μεγάλο μέρος της εξωκομματικής μάζας και τη σύνδεσή της με το ΚΚ, αφορά το ίδιο το ρόλο του ΚΚ ως καθοδηγητική δύναμη αυτής της δικτατορίας.

Παρόλες τις δυσκολίες τις ελλείψεις και τις αδυναμίες η σοβιετική δημοκρατία αποδείχτηκε ανώτερος τύπος δημοκρατίας από κάθε εκδοχή του αστικού κοινοβουλίου. Για πρώτη φορά στην Ιστορία οι εργαζόμενες μάζες οργάνωσαν τη δική τους εξουσία, «τραβήχτηκαν» στην ενεργή συμμετοχή στη διοίκηση της κοινωνίας, στο σχεδιασμό και έλεγχο της παραγωγής. Η πείρα της σοβιετικής δημοκρατίας διδάσκει πολλά και χρήσιμα συμπεράσματα σε σχέση με το σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, τις αρχές συγκρότησης των πυρήνων της λαϊκής εξουσίας, το ρόλο του κομμουνιστικού κόμματος τη διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων, το ρόλο των συνδικάτων και των μαζικών οργανώσεων. Η διδασκαλία αυτή αποτελεί άλλωστε και τη βάση για την κατανόηση του χαρακτήρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, καθώς και για τη θεωρητική προσέγγιση των καθηκόντων της μελλοντικής σοσιαλιστικής οικοδόμησης.