Η επιστημονική γνώση εμβαθύνει στους νόμους κίνησης της ύλης ανακαλύπτοντας ολοένα καινούργιες ιδιότητες και δομές της. Ο Λένιν διατύπωσε τη μεγαλοφυή σκέψη για το ανεξάντλητο του ηλεκτρονίου[11] και στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» απόδειξε ότι με τις νεότερες ανακαλύψεις της φυσιογνωσίας δεν εξαφανίζεται η ύλη, αλλά ότι ξεπεράστηκαν τα όρια μέχρι τα οποία τη γνωρίζαμε τότε.
Πολλοί όμως αστοί επιστήμονες εφοδιάζουν σήμερα οι ίδιοι τον Ιδεαλισμό με ψευτοεπιστημονικά επιχειρήματα, ορισμένοι επιχειρούν να βρουν στις ανακαλύψεις της σύγχρονης φυσικής την απόδειξη ότι δήθεν εξαφανίστηκε η ύλη και ότι δήθεν μετατράπηκε σε ενέργεια.
Ακόμη πολλοί αστοί φυσικοί, όπως οι εκπρόσωποι της σχολής της Κοπεγχάγης (Μπορ, Χάιζενμπεργκ, Νόυμαν κ.ά.) διακήρυξαν την παραίτησή τους από την αιτιατή ερμηνεία των φαινομένων, ανοίγοντας -ανεξάρτητα από προθέσεις- το δρόμο σε ιδεαλιστικά συμπεράσματα.
Η σύγχρονη αστική φιλοσοφία στη βάση των απόψεων αυτών προσπαθεί με όλα τα μέσα να θεμελιώσει την ανασκευή της διδασκαλίας της αντικειμενικής αναγκαιότητας. Στην πραγματικότητα όμως όλα τα φαινόμενα στη φύση είναι αιτιωδώς καθορισμένα.
Η κβαντική μηχανική διατυπώθηκε την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα, δηλαδή στην εποχή του Μεσοπολέμου, όπου στο χώρο των επιστημών κυριαρχούσε ο εμπειρισμός και ο θετικισμός της Σχολής της Βιέννης, νεότερες μορφές τους, όπως η αναλυτική φιλοσοφία και η φαινομενολογία, καθώς και διάφορα μυστικιστικά και ιδεαλιστικά ρεύματα (χριστιανικός υπαρξισμός, νεοθωμισμός, νεοπλατωνισμός κλπ.). Η ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης εκφράζει κυρίως τη θετικιστική αντίληψη της γνώσης, με αφετηρία τα προβλήματα της αιτιοκρατίας και της αντικειμενικότητας. Στις ακραίες περιπτώσεις της συγκροτεί, με αντιφάσεις, μια ιδεαλιστική αντίληψη για τη φύση.
Σύμφωνα με την κλασική αντίληψη της αιτιοκρατίας, από τις ίδιες αρχικές συνθήκες προκύπτει πάντοτε το ίδιο αποτέλεσμα. Η κλασσική φυσική δέχεται ότι η ταυτόχρονη και ακριβής γνώση της θέσης και της ορμής ενός σωματιδίου είναι δυνατή. Γνωρίζοντας τις δυναμικές παραμέτρους ενός συστήματος, μπορούμε να προβλέψουμε την εξέλιξή του και να επαληθεύσουμε την κλασσική φυσική αιτιοκρατία. Αλλά στο μικρόκοσμο, σύμφωνα με τις σχέσεις του Χάιζενμπεργκ, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ακριβής μέτρηση της θέσης και της ορμής ενός σωματιδίου. Μια όλο και περισσότερο ακριβής γνώση της μιας από τις δύο παραμέτρους συνεπάγεται μια όλο και μεγαλύτερη αβεβαιότητα της άλλης. Το προηγούμενο γεγονός αποτελεί -κατά τη Σχολή της Κοπεγχάγης- απόδειξη ότι η αιτιότητα δεν ισχύει στο μικρόκοσμο. Το γεγονός ότι κατά τη μέτρηση το μικροσύστημα πραγματοποιεί μία από τις δυνατές καταστάσεις, θεωρήθηκε ένδειξη αυταρχίας. Στις ακραίες περιπτώσεις, απόδειξη ότι τα μικροσωμάτια διαθέτουν ελεύθερη βούληση. Το φυσικό αυτό γεγονός υπήρξε η αφετηρία για ένα κύμα ιντερτερμινισμού (αντι-αιτιοκρατικών αντιλήψεων) που επεκτάθηκε πέρα από τη Φυσική, στην Ψυχολογία, στην Ηθική που από ορισμένους θεωρήθηκε απόδειξη της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου και της ύπαρξης του Θεού.
Σε αυτά τα συμπεράσματα οδήγησε η φιλοσοφική ερμηνεία των ανισοτήτων του Χάιζενμπεργκ, οι οποίες θεωρήθηκαν ασυμβίβαστες με την αρχή της αιτιότητας. Αλλά τα όρια ισχύος αυτών των ανισοτήτων αμφισβητήθηκαν και αμφισβητούνται. Ετσι στο κυρίαρχο θετικιστικό και ιδεαλιστικό κλίμα του Μεσοπολέμου κυριάρχησε η αντιαιτιοκρατική ερμηνεία.
Η θετικιστική ερμηνεία δεν περιορίζεται στο πρόβλημα της αιτιοκρατίας. Στην κλασική Φυσική γινόταν δεκτή η διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου (ερευνητή και φυσικού συστήματος). Κατά τον Μπορ -και γενικότερα κατά τη Σχολή της Κοπεγχάγης- μια τέτοια διάκριση δεν είναι δυνατή στη Μικροφυσική, όπου η επέμβαση του παρατηρητή επηρεάζει το φυσικό σύστημα. Αλλά είναι γνωστό ότι ο παρατηρητής δε μετέχει άμεσα στα πειράματα της Μικροφυσικής. Ωστόσο το ιδεολόγημα της αδιάσπαστης ενότητας υποκειμένου και φυσικού συστήματος κυριάρχησε στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής, με συνέπεια μια οριακά σολιψιστική αντίληψη της πραγματικότητας. Μάλιστα, κατά τη λεγόμενη «αρχή της ανυπαρξίας των μη παρατηρήσιμων μεγεθών», ό,τι δεν παρατηρείται, δεν υπάρχει. Ετσι, σύμφωνα με την αρχή αυτή, η οποία αποτελεί επαναδιατύπωση του παλαιού θετικιστικού αξιώματος, η παρατήρηση είναι αυτή που δημιουργεί το αντικείμενο, το οποίο δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τον παρατηρητή ή έστω τη συσκευή και το οποίο ταυτίζεται με το σύνολο των παρατηρήσιμων μεγεθών. Σε ακραίες εκδοχές αυτής της προσέγγισης το υποκείμενο θεωρήθηκε δημιουργός, κέντρο της πραγματικότητας και ο σολιψισμός βρήκε μια νέα έκφραση στο χώρο της Μικροφυσικής.
Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι ιδεαλιστές και θετικιστές στην προσπάθειά τους να θεμελιώσουν την άρνηση της ύλης σαν αντικειμενικής πραγματικότητας είναι τα παρακάτω:
«Ας υποθέσουμε ότι ένας φυσικός θέλει να καθορίσει με μεγάλη ακρίβεια τη θέση και την ταχύτητα ενός μικροαντικειμένου σε μια δοσμένη στιγμή.
Για να το κάνει αυτό ο φυσικός πρέπει να χρησιμοποιήσει τις αντίστοιχες πειραματικές συσκευές. Για τον ακριβή υπολογισμό της θέσης (των συντεταγμένων) χρειάζεται ένας τύπος συσκευών, ενώ για τον υπολογισμό της ταχύτητας χρειάζεται άλλος. Η χρησιμοποίηση της συσκευής του πρώτου τύπου φέρνει το μικροαντικείμενο σε μια κατάσταση όπου η ταχύτητα δεν μπορεί να προσδιοριστεί αυστηρά, ενώ η χρησιμοποίηση της συσκευής του δεύτερου τύπου το φέρνει σε μια άλλη κατάσταση όπου δεν μπορεί να προσδιοριστεί η θέση του. Από ’δω βγάζουν το ιδεαλιστικό συμπέρασμα: Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μικροαντικείμενο «καθεαυτό», αλλά μπορούμε να μιλούμε γι’ αυτό μόνο σε αδιάρρηκτη σύνδεση με ορισμένους όρους παρατήρησής του σε σύνδεση με τον παρατηρητή και ότι, επομένως, το αντικείμενο δεν υπάρχει δίχως υποκείμενο. Η αναγνώριση όμως της ύπαρξης του αντικειμένου «σε αδιάρρηκτη σύνδεση» με το υποκείμενο σημαίνει άρνηση της ύλης σαν αντικειμενικής πραγματικότητας»[12].
Στην ουσία όλες αυτές οι σκέψεις είναι απόπειρες να ξαναφέρουν στη ζωή με άλλη μορφή την υποκειμενική ιδεαλιστική θεωρία ότι το αντικείμενο (η φύση) δεν μπορεί να υπάρχει δίχως υποκείμενο.
Αν η «αδιάρρηκτη σύνδεση» ανάμεσα στο αντικείμενο και το υποκείμενο υπήρχε πραγματικά, αυτό θα οδηγούσε στο παράλογο συμπέρασμα ότι το αντικείμενο δεν μπορεί να υπάρχει δίχως τη συνείδηση που το αντιλαμβάνεται, δίχως τα αισθήματα. Στην περίπτωση που εξετάζουμε εδώ, η πειραματική συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μελέτη του μικροαντικειμένου ασκεί μια ορισμένη επίδραση πάνω στο μικροαντικείμενο. Η πειραματική όμως συσκευή, αν και χρησιμοποιείται από τον παρατηρητή, δεν είναι ο ίδιος ο παρατηρητής και ακόμα περισσότερο δεν είναι η συνείδησή του ή τα αισθήματά του. Η πειραματική συσκευή είναι ένα πραγματικό φυσικό σώμα (ή ένα σύμπλεγμα φυσικών σωμάτων) που υπάρχει αντικειμενικά και που η αλληλεπίδρασή του με το μικροαντικείμενο είναι υλική, υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματική αυτή σύνδεση ανάμεσα στα υλικά πράγματα -σύνδεση που, όπως και τα πράγματα, υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συνείδηση- είναι κάθε άλλο παρά η πλασματική «αδιάρρηκτη σύνδεση» ανάμεσα στα πράγματα και τη συνείδηση.
Εδώ γίνεται, με κατάφωρη παραβίαση των νόμων της λογικής, η υποκατάσταση μιας θέσης με μιαν άλλη, η υποκατάσταση της θέσης ότι «η κατάσταση του μικροαντικειμένου, το οποίο υπάρχει στις συνθήκες της πειραματικής συσκευής, καθορίζεται από αυτή την πειραματική συσκευή», με μια εντελώς άλλη θέση που δεν είναι ταυτόσημη με την προηγούμενη θέση ούτε απορρέει από αυτή: «το μικροαντικείμενο υπάρχει μόνο σε σύνδεση με την πειραματική συσκευή, μόνο χάρη στην παρατήρηση».
Ο ισχυρισμός ότι το αντικείμενο υπάρχει καταρχήν μόνο στην πειραματική συσκευή, ότι πρέπει τάχα να εξετάζεται πάντα μόνο σε σύνδεση με τη συσκευή, ότι υπάρχει μόνο χάρη στην παρατήρηση που γίνεται με τη βοήθεια της συσκευής, αποδίδει στη συσκευή μια φανταστική δύναμη, η οποία αποσπά τη συσκευή από όλο τον υπόλοιπο κόσμο των πραγματικών αντικειμένων.
Στην πραγματικότητα αυτό σημαίνει παραίτηση από την αναγνώριση της πραγματικής ύπαρξης όλων των σωμάτων του υλικού κόσμου. Η ιδεαλιστική αυτή αντίληψη, αν και διατείνεται ότι στηρίζεται στη σύγχρονη κβαντική μηχανική, στην πραγματικότητα παρουσιάζει με τρόπο δογματικό το επιθυμητό σαν κάτι το αποδειγμένο. Η αντικειμενική ύπαρξη των σωματιδίων του μικρόκοσμου δε συνδέεται ούτε μπορεί να συνδέεται με την πειραματική εγκατάσταση, με τη συσκευή, με την πράξη της παρατήρησης και τα αποτελέσματα της μέτρησης.
Χαρακτηριστικό της κινούμενης ύλης είναι η ανεξάντλητη πολυμορφία της. Η Φυσική δεν ανακάλυψε μόνο ένα πλήθος από σωματίδια του ατόμου, αλλά επισημαίνοντας την πολυμορφία τους απόδειξε ότι και αυτά όπως το άτομο είναι επίσης ανεξάντλητα, το ηλεκτρόνιο π.χ. δεν είναι αμετάβλητο, έχει τις ιδιότητες τόσο της συνέχειας (περιορισμός δηλαδή στο χώρο) όσο και της ασυνέχειας (μη περιορισμός στο χώρο). Εχει δηλαδή τις ιδιότητες του σωματιδίου και του κύματος.
Η πιο διαδεδομένη κατάσταση της ύλης στο σύμπαν είναι το πλάσμα που είναι αεριώδης κατάσταση που απαρτίζεται από ηλεκτρικώς φορτισμένα σωματίδια, ηλεκτρόνια και ιόντα.
Αλλο γνωστό στη σημερινή επιστήμη βασικό είδος της ύλης είναι το πεδίο. Το φυσικό πεδίο είναι υλικός σχηματισμός, ο οποίος συνδέει μεταξύ τους τα σώματα και μεταβιβάζει την ενέργεια από το ένα στο άλλο. Ηδη από το 19ο αιώνα ήταν γνωστό το πεδίο βαρύτητας (έλξης) και το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο (μια από τις παραλλαγές του οποίου είναι το φως). Υπάρχουν ακόμη το πυρηνικό, το μεσονικό και το ηλεκτρο-ποζιτρονικό πεδίο. Η επιστήμη πιστεύει σήμερα ότι στη βάση τους υπάρχει ενωτική αρχή και γι’ αυτό επεξεργάζονται την καθολική θεωρία του πεδίου.
Απαντώντας ο Λένιν στις ιδεαλιστικές ερμηνείες των αστών επιστημόνων πάνω στις νέες ανακαλύψεις της σύγχρονης φυσικής στις αρχές του 20ού αιώνα τόνιζε: «Ο διαλεχτικός όμως υλισμός επιμένει στην κατά προσέγγιση, στο σχετικό χαρακτήρα κάθε επιστημονικής θέσης για τη δομή της ύλης και τις ιδιότητές της, στην απουσία απόλυτων ορίων στη φύση, στη μετατροπή της κινούμενης ύλης από μια κατάσταση σε άλλη και τις ιδιότητες της, που από την άποψη μας φαίνεται ασυμβίβαστη με την πρώτη, κλπ. Οσο αλλόκοτη και αν φαίνεται από την άποψη της «κοινής λογικής» η μετατροπή του αβαρούς αιθέρα[13] σε βαριά ύλη και αντίστροφα, όσο «περίεργη» και αν φαίνεται η απουσία από το ηλεκτρόνιο κάθε άλλης μάζας, εκτός από την ηλεκτρομαγνητική, όσο ασυνήθιστος και αν φαίνεται ο περιορισμός των μηχανικών νόμων της κίνησης σε μια μόνο περιοχή των φαινομένων της φύσης και η υπαγωγή τους στους πιο απόλυτους νόμους των ηλεκτρομαγνητικών φαινομένων κλπ., όλα αυτά δεν είναι παρά μια ακόμη επιβεβαίωση του διαλεκτικού υλισμού. Βασικά η νέα φυσική παραστράτησε προς τον ιδεαλισμό ακριβώς επειδή οι φυσικοί δε γνώριζαν τη διαλεκτική. Καταπολεμούσαν το μεταφυσικό υλισμό (μεταφυσικό με την έννοια που του δίνει ο Ενγκελς και όχι με τη θετικιστική, δηλαδή τη χιουμιστική έννοια της λέξης), τη μονόπλευρη «μηχανικότητά» του και συνάμα πετούσαν μαζί με τη μπανιέρα και το μωρό. Με το να αρνούνται το αμετάβλητο των γνωστών ως τα τότε στοιχείων και ιδιοτήτων της ύλης, κατρακυλούσαν στην άρνηση της ύλης, δηλαδή της αντικειμενικής πραγματικότητας του φυσικού κόσμου. Με το να αρνούνται τον απόλυτο χαρακτήρα των σπουδαιότατων και βασικών νόμων, κατρακυλούσαν στην άρνηση κάθε αντικειμενικής νομοτέλειας της φύσης, διακήρυσσαν ότι ο νόμος της φύσης δεν είναι παρά συμβατικότητα, «περιορισμός αναμονής», «λογική αναγκαιότητα» κλπ. Επιμένοντας στον κατά προσέγγιση, το σχετικό χαρακτήρα των γνώσεών μας, κατρακυλούσαν στην άρνηση του ανεξάρτητου από τη γνώση αντικειμένου, του κατά προσέγγιση πιστά, σχετικά σωστά απ’ αυτή τη γνώση»[14].
Βέβαια οι παραστάσεις της φυσικής επιστήμης για τη δομή της ύλης, τις ιδιότητές της, τις πολύμορφες εκδηλώσεις της στο χώρο και το χρόνο, είναι ευμετάβλητες. Αυτό όμως δεν κλονίζει τη θέση του διαλεκτικού υλισμού για την αντικειμενική τους ύπαρξη. Αντίθετα, όλα τα επιτεύγματα της σύγχρονης φυσικής και χημείας, όπως και των άλλων επιστημών, επιβεβαιώνουν τη θέση του διαλεκτικού υλισμού για την αντικειμενικότητα της ύλης και την αιωνιότητά της, την αιτιοκρατική της κίνηση, καθώς και το απεριόριστο της ανθρώπινης γνώσης.