Η κυβέρνηση της ΝΔ με μεθοδικό τρόπο προωθεί τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις (κοινωνική ασφάλιση, υγεία, απελευθέρωση αγορών κλπ.), εξασφαλίζοντας στους μονοπωλιακούς ομίλους νέες προϋποθέσεις κερδοφορίας. Τα ελληνικά μονοπώλια, που ήδη έχουν συγκεντρώσει τεράστιο πλούτο στα χέρια τους με τη βοήθεια όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, διεκδικούν ακόμα φτηνότερη εργατική δύναμη, διεκδικούν νέες θέσεις μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις, καλύτερους όρους στον ανταγωνισμό τους με τα μονοπώλια άλλων χωρών. Την ίδια στιγμή οξύνονται οι αντιθέσεις ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης για το μερίδιο που θα εξασφαλίσει το καθένα σε νέες αγορές που απελευθερώνονται, στις δυνατότητες κερδοφορίας που διευρύνονται. Ταυτόχρονα οξύνονται και οι αντιθέσεις ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην περιοχή των Βαλκανίων, του Καυκάσου, της Ανατολικής Μεσογείου και αλλού, αντιθέσεις με τις οποίες συνδέονται άμεσα και οι στόχοι της ελληνικής αστικής τάξης. Ολα αυτά οξύνουν τις εσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις, εκδηλώνονται και ως τάση ανακατατάξεων στο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα.
Σε αυτές τις συνθήκες συσσωρεύονται νέα προβλήματα -στα ήδη οξυμένα- στη ζωή των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ο κύκλος λαϊκών μαζών που συνειδητοποιούν ότι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχουν ίδια πολιτική, που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στη δικομματική εναλλαγή, αντικειμενικά διευρύνεται.
Στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 έγινε φανερό ότι το ΠΑΣΟΚ δυσκολεύεται να παίξει το ρόλο του ως κόμμα της κυβερνητικής εναλλαγής, δυσκολεύεται να «καρπωθεί» τη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ, ότι γενικά ο δικομματισμός συναντά δυσκολίες. Ταυτόχρονα, σ’ αυτές τις εκλογές σημειώθηκε μια ακόμα σημαντική εξέλιξη. Το ΚΚΕ αύξησε την πολιτική επιρροή του, όπως αυτή καταγράφηκε με άνοδο σε ψήφους και ποσοστό, άνοδο μεγαλύτερη της γενικής σε αστικά κέντρα, σε περιοχές που συγκεντρώνεται η εργατική τάξη. Ακόμη περισσότερο που η επιρροή του επεκτείνεται και σε εργαζόμενους που δε συμμερίζονται πλήρως την πολιτική του, που δεν το ψήφισαν στις προηγούμενες εκλογές, που όμως αναγνωρίζουν τις επιβεβαιωμένες θέσεις του, τη συνέπειά του, τη συμβολή του στην ανάπτυξη της εργατικής και λαϊκής πάλης.
Αυτή η τάση προκάλεσε ανησυχία και προβληματισμό στα εγχώρια και διεθνή επιτελεία του καπιταλισμού.
Ο προβληματισμός τους αφορά το πώς, σε συνθήκες προώθησης στρατηγικών επιλογών για την αστική τάξη και εντεινόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας, θα διασφαλιστεί η αστική διακυβέρνηση, με εναλλακτικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και κυβερνητικές συμμαχίες.
Γι’ αυτό αναζωπυρώθηκαν οι συζητήσεις και οι μεθοδεύσεις περί «νέου μοντέλου διακυβέρνησης», «ανανέωσης του πολιτικού σκηνικού», «για κυβερνήσεις συνεργασίας», «διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης», «επανακαθορισμού των όρων μιας νέας κοινωνικής συμφωνίας», «επαναδιατύπωση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών» κ.ά. Το ζητούμενο είναι να μην αμφισβητηθεί από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ο ταξικός χαρακτήρας της σημερινής εξουσίας. Δηλαδή να μη συνειδητοποιηθεί ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν να αλλάξουν το χαρακτήρα τους ως κόμματα του κεφαλαίου, αλλά και ότι οποιαδήποτε αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος δεν μπορεί να αποτελέσει προοπτική για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Ο στόχος αυτών των ανακατατάξεων είναι να διαμορφωθούν ψεύτικες προσδοκίες στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα για θετικές εξελίξεις μέσα από τις μεταμφιέσεις των αστικών πολιτικών δυνάμεων.
Η πραγματική επιλογή για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα είναι η αναδιάταξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος που θα στρέφεται ενάντια στην πολιτική εξουσία του κεφαλαίου, σε οποιαδήποτε μορφή της.
Το ΚΚΕ σε αυτές τις συνθήκες υπογραμμίζει: Ο λαός δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στις ξεδιπλούμενες πολιτικές μανούβρες της αστικής τάξης, αλλά να αξιοποιήσει αυτό που η δική του πείρα αναδεικνύει. Να εγκαταλείψει μαζικά τα αστικά κόμματα, να αμφισβητήσει συνολικά την πολιτική του κεφαλαίου. Να οργανώσει την πάλη του μέσα από το ταξικό κίνημα για την απόκρουση της επίθεσης του κεφαλαίου και τη διεκδίκηση της ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών του.
Ο λαός και ειδικά οι εργάτες να βγάλουν συμπεράσματα με ταξικό κριτήριο, να αποδυναμώσουν αποφασιστικά τα αστικά πολιτικά κόμματα (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ), χωρίς όμως να παγιδευτούν στα δολώματα του συστήματος. Να εντείνουν την πάλη για ρήξη και ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής, του «ευρωμονόδρομου», να επιλέξουν το δρόμο της συγκρότησης του δικού τους κοινωνικοπολιτικού Μετώπου για τη Λαϊκή Εξουσία και Οικονομία.
Η δρομολόγηση και διαμόρφωση κεντροαριστερών σεναρίων, δήθεν «εναλλακτικών» κυβερνητικών λύσεων, που έχουν αξιοποιηθεί σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γαλλία, Ιταλία), αποδείχτηκαν οδυνηρές για τους λαούς, χρήσιμες όμως για το μεγάλο κεφάλαιο1.
Η πολιτική παρέμβαση του ΚΚΕ αποσκοπεί στη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Γι’ αυτό η άρχουσα τάξη, οι διάφοροι μηχανισμοί της, τα ΜΜΕ που διαθέτει, συγκεντρώνουν όλα τους τα πυρά ενάντια στο ΚΚΕ και την πολιτική του. Δε διστάζουν σε τίποτα, συκοφαντούν την ηγεσία του, τα στελέχη του, λασπώνουν την ιστορία του, κατασκευάζουν φανταστικά σενάρια.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμος για τη μεθόδευση των αναγκαίων «προσαρμογών» του πολιτικού συστήματος της άρχουσας τάξης ως στήριγμα της αντιλαϊκής στρατηγικής των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων2.
Ο ΣΥΝ ήδη από το 4ο Συνέδριό του (2004), με τη λεγόμενη «αριστερή στροφή»3, επεχείρησε να διανθίσει με αριστερή συνθηματολογία το περιεχόμενο της σοσιαλδημοκρατικής του πολιτικής, δηλαδή της μη ουσιαστικής αμφισβήτησης της οικονομικής κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, της στρατηγικής του στην ΕΕ και στην απελευθέρωση των αγορών. Υποχρεώθηκε να ενσωματώσει στις θέσεις του τις αρνητικές συνέπειες για τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις. Είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του οπορτουνισμού ο καιροσκοπισμός. Ετσι ο ΣΥΝ κατ’ αρχήν αποδέχτηκε όλες τις στρατηγικές κατευθύνσεις της ελληνικής αστικής τάξης, δεν πήγε ποτέ κόντρα στο ρεύμα (π.χ. Συνθήκη Μάαστριχτ, θέση του για το όνομα της ΠΓΔΜ κλπ.) και εκ των υστέρων, όταν έγιναν φανερές οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών, εμφανίζεται ως διαμαρτυρόμενος.
Η πραγματικότητα διέψευσε όλες τις εξαγγελίες και θέσεις του των αρχών της δεκαετίας του 1990 για τη «νέα εποχή» ενός καπιταλισμού χωρίς ταξική πάλη και πολέμους που -δήθεν- ανέτειλε μετά την αντεπανάσταση. Η προσαρμογή αυτή ήταν αναγκαία για να μπορέσει ο ΣΥΝ να συνεχίσει να εμφανίζεται ως «σύγχρονο αριστερό» και «ριζοσπαστικό» κόμμα. Ο μικροαστισμός που χαρακτηρίζει τον οπορτουνισμό οδηγεί σε άτακτη υποχώρηση σε συνθήκες ήττας, σε αμαχητί παράδοση στον ταξικό αντίπαλο, σε υπόκλιση στην «ιδεολογική του ανωτερότητα». Ο ίδιος μικροαστισμός, σε συνθήκες ανάπτυξης της εργατικής και λαϊκής αντίδρασης, οδηγεί σε «αποθέωση» του «αυθόρμητου» κινήματος, σπέρνοντας επικίνδυνες και αποπροσανατολιστικές αυταπάτες ότι υπάρχει διέξοδος προς όφελος του λαού στο πλαίσιο του καπιταλισμού, χωρίς μεγάλες συγκρούσεις, χωρίς πάλη για την ανατροπή του χαρακτήρα της εξουσίας. Ταυτόχρονα, «κολακεύοντας» τμήματα της νεολαίας με χαμηλή κοινωνική και πολιτική πείρα, βάζει εμπόδια στο ριζοσπαστικό προσανατολισμό του νεολαιίστικου κινήματος. Σε κάθε φάση ο οπορτουνισμός εκφράζει την μικροαστική επίδραση και ανυπομονησία που επηρεάζει και τα πιο ευάλωτα τμήματα των μισθωτών, π.χ. νέων τμημάτων μισθωτών επιστημόνων ή μισθωτών σε πρώην ΔΕΚΟ, σε φάση απώλειας κατακτήσεων. Εκφράζει επίσης ανώτερα τμήματα μεσαίων στρωμάτων που θίγονται από αστικούς εκσυγχρονισμούς σε φάση που δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί η νέα γραμμή συμμαχίας του κεφαλαίου με αυτά, π.χ. αλλαγές στα ΑΕΙ, στον τρόπο χρηματοδότησης της έρευνας, αλλαγές στη διοικητική δομή, στον τρόπο συμμετοχής σε επιδοτούμενα προγράμματα, κοινοτικά κλπ.
Οι προσυνεδριακές θέσεις του, η «προγραμματική εναλλακτική λύση», η Απόφαση του 5ου Συνεδρίου για «κυβέρνηση της αριστεράς» επιβεβαιώνουν αυτές τις κατευθύνσεις.