Στην κλασσική και ιδιαίτερα στη σύγχρονη δυτική οικονομική βιβλιογραφία πολύ λίγη προσοχή δίνεται στο ζήτημα, τι είναι εμπορευματική παραγωγή και γιατί αυτή υπάρχει (η εμπορευματική παραγωγή εκλαμβάνεται ως δεδομένο, ως ένα σύστημα οικονομικών σχέσεων, που παρά την πολυπλοκότητά του, την αντιφατικότητά του είναι μη ιστορικό, αιώνιο και το πλέον αποτελεσματικό σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο οικονομικό σύστημα). Επιπλέον, όπως είναι γνωστό, το αντικείμενο της προσοχής των δυτικών επιστημόνων δεν είναι τόσο η διαδικασία παραγωγής εμπορευμάτων, όσο η σφαίρα της ανταλλαγής τους, η αγορά, η συμπεριφορά του πωλητή και του αγοραστή, οι τιμές και οι μηχανισμοί της δυναμικής τους.
Η μαρξιστική πολιτική οικονομία δίνει πρωτεύουσα σημασία στην ποιοτική ανάλυση των οικονομικών φαινομένων, στην αποσαφήνιση της κοινωνικής φύσης τους, καθώς -όπως είναι γνωστό- πίσω από κάθε οικονομική κατηγορία ή πολύ περισσότερο οικονομικό νόμο, ο μαρξισμός αποκαλύπτει το συγκεκριμένο φάσμα των σχέσεων παραγωγής. Αυτή η προσέγγιση είναι απολύτως χαρακτηριστική και για την ανάλυση των προβλημάτων της εμπορευματικής παραγωγής, τόσο στον καπιταλισμό όσο και στο σοσιαλισμό. Τα τελευταία αποδείχτηκαν ιδιαίτερα επίμοχθα, ήδη από τις δεκαετίες του ’20 -’30, αν και τότε δεν ήταν κεντρικά, καθώς θεωρούνταν ότι ο σοσιαλισμός δεν έχει τίποτα κοινό με την εμπορευματική παραγωγή. Ενώ από τις δεκαετίες του ’40 -’50 και τα επόμενα χρόνια ήταν αντικείμενο οξέων και παρατεταμένων συζητήσεων, πράγματι σε αυτά εστιάζονταν οι αναζητήσεις και οι λύσεις άλλων βασικών προβλημάτων της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού. Ακριβώς επειδή οι Σοβιετικοί οικονομολόγοι δεν ήταν σε θέση να λύσουν έγκαιρα και επαρκώς το ζήτημα της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό, υπέφεραν σοβαρά τόσο το κύρος της θεωρητικής πολιτικής οικονομίας όσο και η ίδια η ιδέα και η πρακτική του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Πώς όμως εξηγείται η τόσο μεγάλη προσοχή της πλειοψηφίας των συμπατριωτών επιστημόνων, όπως και των μαρξιστών επιστημόνων άλλων χωρών, στα προβλήματα της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό; Φαίνεται πρώτα απ’ όλα από το γεγονός ότι από τη μια πλευρά, σύμφωνα με τη θεωρία του Κ. Μαρξ, η εμπορευματική παραγωγή έχει ιστορικό χαρακτήρα, συνδέεται άμεσα με την ατομική ιδιοκτησία και μαζί με την εξαφάνισή της ήδη στο στάδιο του σοσιαλισμού πρέπει να απονεκρωθεί και αυτή (σ.μ. η εμπορευματική παραγωγή). Από την άλλη πλευρά, και στην ΕΣΣΔ, και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου θεωρήθηκε ότι είχε οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός και παρά τις προσπάθειες να παραμεριστούν από την οικονομική ζωή οι εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις, αυτό δεν έγινε πλήρως κατορθωτό.
Από εδώ προκύπτει μια σειρά νέων για το μαρξισμό ερωτημάτων. Ποια η φύση της παραγωγής στο σοσιαλισμό; Εμπορευματική ή όχι; Ποια η σχέση μεταξύ σχεδίου και η αγοράς; Ποια η ουσία και οι λειτουργίες των χρημάτων, της τιμής και άλλων κατηγοριών της εμπορευματικής παραγωγής στη σοσιαλιστική οικονομία; Αυτές οι ερωτήσεις έγιναν στην ουσία κεντρικές στη μακρόχρονη συζήτηση των οικονομικών προβλημάτων του σοσιαλισμού στη σοβιετική οικονομική βιβλιογραφία (και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα).
Οι αναζητήσεις απάντησης σε αυτά τα ερωτήματα έδωσαν σε διαφορετικό χρόνο διαφορετικά αποτελέσματα. Από τις θεωρητικές προβλέψεις των θεμελιωτών του μαρξισμού και του Β. Ι. Λένιν, από τα πρακτικά βήματά του στα χρόνια του «πολεμικού κομμουνισμού» και της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής», από την πρακτική των δεκαετιών του ’30 - ’40 και της διατύπωσης του Ι. Β. Στάλιν για «μεταμορφωμένο» και μετά «περιορισμένο» νόμο της αξίας ως τον ανασχηματισμό της οικονομίας στην κατεύθυνση της πιο ενεργού χρησιμοποίησης των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της οικονομίας στα μέσα της δεκαετία του ’60, ως τον ισχυρισμό στη δεκαετία του ’80 για το ότι ο σοσιαλισμός είναι εμπορευματική παραγωγή και η αγορά, η αντιστοιχούσα στο σοσιαλισμό, είναι μορφή οικονομικής σχέσης μεταξύ των παραγωγών.
Η κατάσταση της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης στις αρχές της δεκαετίας του ’50 καθορίστηκε από εκείνα τα επιστημονικά αποτελέσματα στην κατανόηση των οικονομικών προβλημάτων του σοσιαλισμού, τα οποία έγινε δυνατό να επιτευχθούν κατά τη διάρκεια της ευρείας και παρατεταμένης συζήτησης το Νοέμβριο - Δεκέμβριο του 1951, που ήταν αφιερωμένη στη συζήτηση του σχεδίου του εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας. Ιδιαίτερα ισχυρή επιρροή στην κατάσταση της οικονομικής σκέψης των αρχών της δεκαετίας του ’50 άσκησε η εργασία του Ι. Β. Στάλιν «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», η οποία γράφτηκε με βάση τα υλικά αυτής της συζήτησης. Οι Σοβιετικοί επιστήμονες αφομοίωσαν εξ ολοκλήρου (όπως φάνηκε από μεταγενέστερα γεγονότα - πολλοί από αυτούς κατ’ επίφαση) όλες τις βασικές θέσεις που παρουσιάστηκαν σε αυτή την μπροσούρα. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που έγιναν μέσα από τις σελίδες οικονομικών εκδόσεων στα έτη 1954-1955 και αργότερα για τα προβλήματα της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό, στο τέλος της δεκαετίας του ’50, έγιναν μετατοπίσεις που είχαν ως κατεύθυνση το ξεπέρασμα αυτής της αντίληψης.
Στη διαδικασία των επιστημονικών αναζητήσεων στο πρώτο και ειδικότερα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 εκφράστηκαν από τους επιστήμονες οικονομολόγους πολλές διαφορετικές -μεταξύ των οποίων και καρποφόρες- ιδέες από την άποψη της πρακτικής της οικονομικής διαχείρισης. Πολλοί οικονομολόγοι μάλιστα, αποδεικνύοντας την ανάγκη ανάπτυξης των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων στη σοβιετική οικονομία, επικαλέστηκαν άμεσα την πραγματική ιστορική εμπειρία. Παραδείγματος χάριν ο Α. Ι. Πάσκοφ σημείωνε: «Ολόκληρη η πρακτική της ΕΣΣΔ και των χωρών της λαϊκής δημοκρατίας αποδεικνύουν πειστικά και αδιάσειστα ότι χωρίς εμπορευματική παραγωγή, χωρίς τη σύνδεση μέσω αγοράς της πόλης και του χωριού, της βιομηχανίας και της γεωργίας, των άλλων κλάδων της λαϊκής οικονομίας δεν μπορεί να γίνει επιτυχής διαχείριση ούτε στη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ούτε στη σοσιαλιστική κοινωνία. Η ανάγκη εμπορευματικής παραγωγής για τη μεταβατική περίοδο αποδείχτηκε πρακτικά και θεωρητικά πολύ καιρό πριν, ήδη από το 1921 στις εργασίες του Β. Ι. Λένιν και του Ι. Β. Στάλιν “Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ”, Μόσχα, 1952».
Ο γενικός χαρακτήρας και η κατεύθυνση της ανάπτυξης της οικονομικής θεωρίας οδηγούσαν σε εκείνη την περίοδο στην πληρέστερη γνώση της φύσης της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό. Ομως και στη δεκαετία του ’50 και ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ’60 - ’80 υπήρξε και μια άλλη άποψη, η οποία συνίστατο στο ότι η σοσιαλιστική παραγωγή δεν είναι σύστημα εμπορευματικής παραγωγής, ότι ως προς το χαρακτήρα της (δηλαδή σύμφωνα με τις ριζικές οικονομικές σχέσεις που ορίζουν τη φύση της) δεν είναι εμπορευματική παραγωγή. Ιδιαίτερα αδιάλλακτη θέση όσον αφορά την εμπορευματική παραγωγή ως ουσιαστικό φαινόμενο στο σοσιαλισμό κατείχε η ομάδα των επιστημόνων του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας με επικεφαλής των Ν. Α. Τσαγκόλοφ, που διεύθυνε την έδρα της πολιτικής οικονομίας της Οικονομικής Σχολής του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας. Η επιρροή αυτής της ομάδας επιστημόνων ήταν αρκετά μεγάλη - δίδασκαν στο πρωτοπόρο πανεπιστήμιο της χώρας, προπαγάνδιζαν ενεργά τις ιδέες τους με πολυάριθμα άρθρα και μονογραφίες, με ομιλίες σε επιστημονικές συνδιασκέψεις. Μεγάλο ρόλο στη διάδοση των απόψεων των επιστημόνων - οικονομολόγων του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας έπαιξε το διδακτικό εγχειρίδιο «Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας» που ετοίμασαν υπό τη σύνταξη του καθηγητή Ν. Α. Τσαγκόλοφ, το οποίο εκδόθηκε δύο φορές: το 1963 και το 1970. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι συντάκτες αυτού του εγχειριδίου δεν αμφισβήτησαν το γεγονός της ύπαρξης στη σοβιετική οικονομία των εμπορευματικών σχέσεων. Εδιναν έμφαση στους συλλογισμούς τους για αυτές τις σχέσεις, στην απόδειξη του γεγονότος ότι δεν είναι και δεν μπορούν να είναι από τη φύση τους σοσιαλιστικές, αποτελούν υπόλειμμα του καπιταλισμού και επομένως δεν έχουν προοπτική και δεν χρειάζεται η ανάπτυξή τους και η σοβαρή προσοχή προς αυτές από την άποψη της πρακτικής της διαχείρισης.
Η θέση των επιστημόνων που υποστήριζαν την άποψη ότι η σοσιαλιστική παραγωγή είναι τύπος, μορφή εμπορευματικής παραγωγής, χαρακτηρίστηκε κατά τη διάρκεια των συζητήσεων ως υπερβολή της πραγματικής σημασίας των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων στη σοσιαλιστική κοινωνία και υποβλήθηκε σε ευρεία κριτική στις εργασίες και τις ομιλίες, πρώτ’ απ’ όλα, των Μάλισεφ, Σόμπολ, Χέσσιν, Τσαγκόλοφ, Κατς, Γιεριόμιν, Α. Σεργκέεφ, σημαντικών φιλοσόφων: Γ. Ζντάνοφ, Ιλιενκόφ, και αργότερα - Μ. Β. Ποπόφ, Ελμέεφ και πολλών άλλων.
Αυτοί οι επιστήμονες στηρίζουν τα συμπεράσματά τους, καταρχήν, στην πραγματική πρακτική της διαχείρισης, παρουσιάζοντας αρκετά πειστικά τις σχέσεις μεταξύ των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, μεταξύ των επιχειρήσεων και του κράτους, που είναι εμπορευματικές ως προς τη μορφή και που δεν καθορίζουν τη διεύθυνση της παραγωγής. Οι υποστηρικτές αυτής της αντίληψης είχαν δίκιο και στο γεγονός, λόγου χάρη, ότι οι τιμές των προϊόντων παραγωγής τόσο στον κρατικό όσο και στον κολχόζνικο-συνεταιριστικό τομέα υποβάλλονταν λιγότερο απ’ όλα στην επιρροή του νόμου της αξίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαίωναν, εδραίωναν, την ισχύουσα πρακτική, το λειτουργούντα οικονομικό μηχανισμό. Οι θεωρητικές επεξεργασίες τους κατευθύνονταν προς την αναζήτηση των δρόμων βελτίωσης και ανάπτυξης του οικονομικού συστήματος του σοσιαλισμού, προς την ενίσχυση του κομμουνιστικού προσανατολισμού της.
Οι οικονομολόγοι, οι οποίοι υποστήριζαν τη θέση για τον εμπορευματικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής, δεν έκαναν κατά κανόνα συγκεκριμένες προτάσεις για την πραγματική χρησιμοποίησή τους.
Το βασικό αξίωμα του μαρξισμού για τη σοσιαλιστική οικονομία ως καθ’ όλα σχεδιασμένη και κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία, ως άμεσα κοινωνική παραγωγή, παρέμεινε για πολύ καιρό κυρίαρχο στη σοβιετική πολιτική οικονομία. Συνάμα επιτρεπόταν η ασυνέπεια πολλών υποστηρικτών αυτής της θέσης: αναγνωριζόταν ότι ακόμη και με ύπαρξη εμπορευματικής παραγωγής η σοσιαλιστική οικονομία είναι άμεσα κοινωνική και αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρξιστικο-λενινιστική θεωρία. Ως εκ τούτου προέκυπταν οι επίμονες αναζητήσεις εκδοχών συνδυασμού των εμπορευματικο-χρηματικών και των σχέσεων που βασίζονται στο σχέδιο και όχι η επίτευξη οργανικής αλληλεπίδρασης και αλληλοσυμπλήρωσής τους, ο χωρισμός των επιπέδων δράσης και λειτουργιών, μα η υποταγή των εμπορευματικών σχέσεων στις σχεδιασμένες.
Επομένως η ιδέα για τη «σοσιαλιστική εμπορευματική παραγωγή», παρά την προσπάθεια τέτοιων επιστημόνων οικονομολόγων όπως οι Μ. Σ. Ατλας, Β. Μ. Μπάτιρεφ, Α. Β. Μπατσούριν, Δ. Β. Βαλαβόι, Ν. Δ. Κόλεσοφ, Ι. Ι. Κουζμίνοφ, Γ. Σ. Λισίτσκιν, Β. Γ. Λοπάτκιν, Μ. Φ. Μακάροφ, Α. Ν. Μαλαφέεφ, Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ, Α. Ι. Πάσκοφ, Β. Α. Πεσεχόνοφ, Α. Δ. Σμυρνόφ, Τ. Σ. Χατσατούροφ και πολλών άλλων να αποδείξουν τη συμβατότητα της εμπορευματικής παραγωγής και του σοσιαλισμού και την αναγκαιότητα για την πληρέστερη χρησιμοποίηση του νόμου της αξίας, δεν είχε ως μια ορισμένη περίοδο σοβαρή επίδραση στην οικονομική πολιτική. Δυνάμει της εμφανισθείσας θεωρητικής αντίφασης στην ερμηνεία της ουσίας της σοσιαλιστικής παραγωγής οι διαφωνίες και οι συζητήσεις ήταν λίγο αποτελεσματικές. Οι διαφωνίες συχνά οδηγούνταν στο ζήτημα της ορολογίας και των εννοιών, στις προσπάθειες να σχεδιαστεί ένα λογικά διαταγμένο σύστημα των οικονομικών νόμων και κατηγοριών του σοσιαλισμού.
Οι ιδέες τους άρχισαν να ριζώνουν στη ζωή στα μέσα της δεκαετίας του ’50, αρχές της δεκαετίας του ’60, μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Αυτή η δεκαετία καταλαμβάνει, όπως είναι γνωστό, ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ΕΣΣΔ. Αποτέλεσε την αρχή της βαθμιαίας παραμόρφωσης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, που συνδεόταν εν μέρει με πλήθος βολουνταριστικών αποφάσεων για αρκετά σοβαρές αλλαγές στο σύστημα του οικονομικού μηχανισμού και στο σύστημα της διαχείρισης της λαϊκής οικονομίας, αλλαγές που ήταν πολλές στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Μαζί με τις ιδέες για την ευρύτερη χρησιμοποίηση στην οικονομία της χώρας των εργαλείων της εμπορευματικής παραγωγής, την υιοθέτηση της εμπειρίας του «σοσιαλισμού της αγοράς» κατά το γιουγκοσλαβικό πρότυπο (αν και από την επίσημη προπαγάνδα τού ασκούνταν κριτική) σηματοδότησε την αρχή σοβαρών μετατροπών στη διεύθυνση της λαϊκής οικονομίας. Η κοινή κατεύθυνση, που καθορίστηκε ήδη στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60, ήταν η απάρνηση της «περιττής» συγκέντρωσης, η επέκταση της οικονομικής ανεξαρτησίας των επιχειρήσεων και των κλάδων, η χρησιμοποίηση της τιμής, του κέρδους, της πίστωσης και άλλων μοχλών, οι οποίοι συνθέτουν τις εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις, τη μετάβαση σε σχέσεις των επιχειρήσεων μέσω των μεταξύ τους οικονομικών συμβάσεων, η πληρέστερη χρησιμοποίηση της ιδιοσυντήρησης.
Ετσι βαθμιαία διαμορφώθηκαν οι κατευθύνσεις της οικονομικής μεταρρύθμισης, η οποία ανακοινώθηκε με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του ΚΚΣΕ το Σεπτέμβριο του 1965. Η δυνατότητα της ευρύτερης χρήσης στην πρακτική της διαχείρισης των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων συνδέθηκε από πολλές απόψεις με το γεγονός ότι στο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ, που ψηφίστηκε το 1961 από το 22ο Συνέδριο του Κόμματος, ήχησε η θέση για την αναγκαιότητα της χρησιμοποίησής τους «σύμφωνα με το νέο περιεχόμενο», το οποίο έχουν στο σοσιαλισμό. Σε αυτό το συνέδριο στις ομιλίες πολλών αντιπροσώπων και ιδιαίτερα στην ομιλία του Α. Ι. Μικογιάν ασκήθηκε κριτική στην αρνητική προσέγγιση στις εμπορευματικές σχέσεις. «Και τώρα -έλεγε τότε ο Α. Ι. Μικογιάν- υπάρχουν μερικοί σύντροφοι, οι οποίοι προτείνουν να καταργήσουμε χωρίς καθυστέρηση τις εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις. Τέτοια γράμματα έφθασαν στην ΚΕ του ΚΚΣΕ σε σχέση με τη συζήτηση του σχεδίου Προγράμματος. Η πείρα από την οικοδόμηση μας δείχνει ότι σε ολόκληρη την περίοδο μετάβασης στον κομμουνισμό θα διατηρηθούν οι έμφυτες στο σοσιαλισμό εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις» (υπογράμμιση της Τ. Γ.).
Αλλά, σύμφωνα με μαρτυρία του Α. Ι. Πάσκοφ, στην ΚΕ του ΚΚΣΕ και στην Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ έφταναν πολυάριθμες επιστολές άλλου περιεχομένου. Ιδιαίτερα πολλές ήταν οι επιστολές μετά την ανακοίνωση της οικονομικής μεταρρύθμισης του 1965. Οι συντάκτες τους, μεταξύ των οποίων ήταν συχνά και οικονομολόγοι, διαμαρτυρήθηκαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ενάντια στην εισαγωγή των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων στη σοβιετική οικονομία. Να μια από αυτές: «Η αγοραπωλησία των μέσων παραγωγής είναι χτύπημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, του σοσιαλισμού…».
Θεωρείται πως πραγματικό βήμα στη θεμελίωση της οικονομικής μεταρρύθμισης του 1965 αποτέλεσε η δημοσίευση στην εφημερίδα «Πράβντα», το Σεπτέμβριο του 1962, άρθρου του Ε. Γ. Λίμπερμαν «Σχέδιο, κέρδος, πριμ». Αυτό το άρθρο προοριζόταν να ανοίξει συζήτηση σχετικά με τα θέματα της βελτίωσης της οικονομικής διεύθυνσης. Στο άρθρο υπογραμμιζόταν η ανάγκη για πιο ενεργή χρησιμοποίηση των οικονομικών μοχλών στην καθοδήγηση της λαϊκής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του ρόλου του κέρδους ως βασικού δείκτη της αποτελεσματικότητας της παραγωγής.
Ο Ε. Γ. Λίμπερμαν προωθούσε μια νέα για την επιστήμη μας και την πρακτική εκείνης της περιόδου θέση: «Αυτό που είναι προσοδοφόρο για την κοινωνία, πρέπει να είναι προσοδοφόρο για κάθε επιχείρηση. Και αντίθετα, αυτό που είναι ασύμφορο για την κοινωνία, αυτό πρέπει να είναι εξαιρετικά ασύμφορο για τις κολεκτίβες οποιασδήποτε επιχείρησης»1. Ο συγγραφέας πρότεινε να καταργηθεί η πριμοδότηση για την υλοποίηση του σχεδίου και να συνδεθεί με το επίπεδο αποδοτικότητας που επιτεύχθηκε, υπολογίζοντάς το ως αναλογία του κέρδους προς την αξία του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου. Χωρίς να θέτει άμεσα ζήτημα για κατάργηση του κεντρικού σχεδιασμού, ο Ε. Γ. Λίμπερμαν ήταν υπέρ της μείωσης του αριθμού των κεντρικά καθορισμένων δεικτών δραστηριότητας των επιχειρήσεων. Θεωρούσε αναγκαίο, πρώτα απ’ όλα, τον όγκο του παραγόμενου προϊόντος, την ονοματολογία του και την ημερομηνία παράδοσης.
Με βάση τα υλικά του άρθρου αυτού, το φθινόπωρο του 1962 η Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ πραγματοποίησε συζήτηση με θέμα «Τα προβλήματα των οικονομικών κινήτρων των επιχειρήσεων». Οι συμμετέχοντες συνέκλιναν στην άποψη ότι πραγματικά είναι απαραίτητο να ανιχνευθούν οι δρόμοι ανάπτυξης του ενδιαφέροντος των εργατικών κολεκτίβων για τα αποτελέσματα της εργασίας τους. Ομως οι βασικές αρχές λειτουργίας του υπάρχοντος τότε οικονομικού μηχανισμού δεν αμφισβητήθηκαν. Επιπλέον, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη συζήτηση τοποθετήθηκε, προς τιμήν της, ενάντια στις βασικές προτάσεις του Ε. Γ. Λίμπερμαν, βλέποντας σε αυτές καταπάτηση του πρώτου ρόλου του κεντρικού σχεδιασμού στη διεύθυνση της λαϊκής οικονομίας.
Απόλυτη εξαίρεση αποτέλεσε η ομιλία του ακαδημαϊκού Β. Σ. Νεμτσίνοφ, ο οποίος πρότεινε να αποποιηθούμε όλους τους κεντρικούς δείκτες. Θεωρούσε πιο σωστό, όσον αφορά στις αμοιβαίες σχέσεις του κράτους με τις επιχειρήσεις, το πέρασμα στο σύστημα σχέδιο-παραγγελία. «Είναι απαραίτητο, έλεγε ο Β. Σ. Νεμτσίνοφ, τα όργανα του σχεδίου να μετατραπούν σε όργανα, τα οποία διανέμουν παραγγελίες και οι επιχειρήσεις να ψάχνουν αυτές τις παραγγελίες». Πρώτος στη σοβιετική οικονομική επιστήμη ο Β. Σ. Νεμτσίνοφ εξέφρασε την άποψη, η οποία ήδη γεννιόταν στους επιστημονικούς και παραγωγικούς κύκλους, ότι ο σχεδιασμός μέσω οδηγιών «έφαγε τα ψωμιά του», εξάντλησε τις δυνατότητές του. Σε αυτή την ομιλία εμφανίστηκε η στενότητα του επιστήμονα στην προσέγγιση των στρατηγικών θεμάτων ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας, μη κατανόηση των κομμουνιστικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, κοινών και για τα δυο στάδια αυτού του σχηματισμού και των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, των οικονομικών μορφών που είναι παροδικές, που εξαλείφονται στη διαδικασία της μετάβασης από το σοσιαλισμό στον πλήρη κομμουνισμό.
Ομως, για τους συμμετέχοντες στη συζήτηση, η ομιλία του Β. Σ. Νεμτσίνοφ ήταν, όπως φαίνεται, υπερβολικά απροσδόκητη και εν πολλοίς «επαναστατική», δεδομένου ότι κανένας από αυτούς δεν τη σχολίασε. Μετά από δυο χρόνια, χωρίς να αποχωριστεί τις ιδέες του, ο Β. Σ. Νεμτσίνοφ τις παρουσίασε σε εκτεταμένη μορφή σε ένα μεγάλο άρθρο2. Το ίδιο διάστημα δημοσιεύθηκε και το άρθρο του Β. Α. Τραπέζνικοφ, στο οποίο επίσης προτείνονταν να αποποιηθούμε το σχεδιασμό με οδηγίες και να περάσουμε στο σύστημα της κρατικής επενέργειας στην οικονομία μέσω των τιμών, των φόρων, των πιστώσεων κλπ.3
Υπερασπιζόμενοι την ιδέα της μεταρρύθμισης, προσπαθώντας να την ενισχύσουν με ανθεκτικότερη επιστημονική τεκμηρίωση, μερικοί Σοβιετικοί οικονομολόγοι εκείνης της περιόδου προσπάθησαν να γκρεμίσουν το εμπόδιο μεταξύ της εμπορευματικής παραγωγής ως μορφής της οικονομίας και της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό. Για παράδειγμα, οι Γ. Σ. Λισίτσκιν και Λ. Α. Λεόντιεφ έβαζαν σημείο εξίσωσης μεταξύ της σοσιαλιστικής οικονομίας και της εμπορευματικής παραγωγής, χρησιμοποιώντας τέτοια ορολογία, όπως «σοσιαλιστικά σχεδιασμένος νόμος της αξίας», «σοσιαλιστική τιμή παραγωγής», υπεράσπιζαν την περισσότερη ελευθερία της λειτουργίας του νόμου της αξίας ως ρυθμιστή της σοσιαλιστικής οικονομίας.
Ετσι ο Λ. Α. Λεόντιεφ υπογράμμιζε ότι δεν έχουμε να κάνουμε «απλά με την εμπορευματική παραγωγή και τις εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις, αλλά με τη σοσιαλιστική εμπορευματική παραγωγή και τις σοσιαλιστικές εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις»4. Πολύ περισσότερο που αυτοί οι επιστήμονες εξέταζαν τις εμπορευματικές σχέσεις μέσω του πρίσματος της αγοράς, θεωρούσαν το νόμο της αξίας οικονομικό ρυθμιστή της σοσιαλιστικής παραγωγής και πλέον σημαντικό αντικειμενικό νόμο της σοσιαλιστικής οικονομίας. Ετσι ο Γ. Σ. Λισίτσκιν έγραφε: «Ολοι οι υπόλοιποι νόμοι δεν μπορούν στις συνθήκες μας να εκφραστούν από μόνοι τους, χωρίς το νόμο της αξίας και των βασισμένων σε αυτόν κατηγοριών, τέτοιων όπως η τιμή, το κέρδος, η ιδιοσυντήρηση κλπ., καθώς από μόνοι τους δε δίνουν απάντηση στο ζήτημα του συσχετισμού των δαπανών και των αποτελεσμάτων της παραγωγής… Η άρνηση στο νόμο της αξίας του ρυθμιστικού του ρόλου σημαίνει στην ουσία άρνηση της προσπάθειας οικονομικής διεύθυνσης της οικονομίας, μετατροπή των αξιακών κατηγοριών σε υπολογιστικές».
Σε τελευταία ανάλυση δεν πραγματοποιήθηκε καμία πραγματική οικονομική μεταρρύθμιση στη δεκαετία του ’60 στη χώρα, καθώς δεν πραγματοποιήθηκαν σοβαρές αλλαγές στον υπάρχοντα οικονομικό μηχανισμό. Ολα οδηγήθηκαν στις προσπάθειες βελτίωσης του συστήματος των δεικτών και της μείωσης του αριθμού τους. Ούτε η οικονομική επιστήμη ούτε η κοινωνία συνολικά ούτε οι καθοδηγητικοί κύκλοι του κόμματος και του κράτους ήταν έτοιμοι για τέτοιες βασικές μετατροπές στην οικονομία, όπως η απόρριψη του σχεδιασμού μέσω οδηγιών, της αλλαγής στις σχέσεις ιδιοκτησίας, της παραχώρησης οικονομικής ελευθερίας στις παραγωγικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των κρατικών, της μετάβασης σε ευρύ σύστημα εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων, καθώς τέτοιου είδους μετατροπές επηρεάζουν τις βαθιές βάσεις όχι μόνο του οικονομικού μηχανισμού, αλλά και της κυρίαρχης ιδεολογίας και του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος στο σύνολό του. Συνεπώς, ο βασικός στόχος περιορίστηκε, όπως σημειώνεται στο κύριο άρθρο του περιοδικού «Κομμουνίστ», στο να στραφεί η προσοχή στη σύνθετη ανάπτυξη, τη διόρθωση και βελτίωση του συστήματος σχεδιασμού και διεύθυνσης της σοσιαλιστικής οικονομίας, χωρίς την πραγματοποίηση ριζικής αναδιάρθρωσης του συστήματος της διαχείρισης5.
Καθορίζοντας το βαθμό των οικονομικών μετατροπών η Μπρεζνιεφική ηγεσία της χώρας, που αντικατέστησε το Χρουστσόφ, είδε τον πραγματικό κίνδυνο για την ύπαρξη του πολιτικού συστήματος, τον οποίο περιείχε το ριζικό σπάσιμο της οικονομίας. Αυτό γινόταν ολοφάνερο από ότι επακολούθησε, με την εισαγωγή θεμελιωδών αλλαγών στους λειτουργούντες κατά το σοβιετικό πρότυπο οικονομικούς μηχανισμούς, που προσανατολίζονταν κατά κύριο λόγο στην αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας, των οικονομικών λειτουργιών του κράτους, στη διεύρυνση του ρόλου της αγοράς στην οικονομική ζωή - δηλαδή η εισαγωγή του «σοσιαλισμού της αγοράς», στην οποία αντιπαρατέθηκαν ενεργά οι αντιπρόσωποι της οικονομικής επιστήμης τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και σε άλλες χώρες του σοσιαλισμού. Ως κλασσική εκπρόσωπος της ιδεολογίας του «σοσιαλισμού της αγοράς» αναγνωρίστηκε η Ο. Σικ, στους υποστηρικτές της στη χώρα μας κατατάσσονταν οι Γ. Σ. Λισίτσκιν, Β. Π. Κορνιένκο, Γ. Ν. Παχόμοφ, Λ. Α. Λεόντιεφ.
Οι βασικές αξιώσεις των πολυάριθμων κριτικών ενάντια στον Β. Π. Κορνιένκο και τον Γ. Ν. Παχόμοφ αφορούσαν το γεγονός ότι αυτοί άφηναν περιθώρια για την παρουσία στο σοσιαλισμό του εμπορεύματος - εργατική δύναμη. Οσον αφορά τον Γ. Σ. Λισίτσκιν, κατά την άποψη του Α. Ι. Πάσκοφ, «στις εργασίες του η αντίληψη “του σοσιαλισμού της αγοράς” έλαβε την πληρέστερη και πλέον φωτεινή έκφραση»6.
Ο Λισίτσκιν διαβεβαίωνε ότι ο «ατομικός χαρακτήρας της εργασίας»7 παραμένει και στις συνθήκες του σοσιαλισμού και πρότεινε να παραχωρηθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να λύνουν από μόνες τους τα προβλήματα της παραγωγικο-οικονομικής δραστηριότητάς τους. Θεωρούσε ότι «κάθε επιχείρηση ή ένωση, όπου αυτή ανήκει, πρέπει σε τελευταία ανάλυση να καθορίζει από μόνη της τον όγκο της παραγωγής και τα είδη των προϊόντων, προσανατολισμένη στην επίτευξη των βέλτιστων οικονομικών δεικτών και εξασφαλίζοντας με τα μέσα που λαμβάνονται από την πώληση των προϊόντων της παραγωγής, την απλή και διευρυμένη αναπαραγωγή»8. Μιλώντας για το ρόλο της αγοράς, τη θεωρούσε «κριτήριο της σωστής, βέλτιστης επιλογής της παραγωγικής άσκησης».
Υπό την επίδραση -κατά βάση- των πολιτικών γεγονότων στην Τσεχοσλοβακία, η οικονομική μεταρρύθμιση άρχισε βαθμιαία να αναδιπλώνεται. Στην οικονομική βιβλιογραφία σίγασαν οι συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση, μειώθηκαν, αλλά δεν εξαφανίστηκαν εντελώς οι συζητήσεις για το ρόλο και θέση των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων στη σοσιαλιστική οικονομία. Στις από μακράν υφιστάμενες διαφωνίες το πάνω χέρι πήραν προσωρινά οι εχθροί της ταύτισης της εμπορευματικής παραγωγής και της αγοράς με το σοσιαλισμό.
Οι συζητήσεις σχετικά με τα προβλήματα της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό συνεχίστηκαν υποτονικά στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Αυτό εξηγείται καθώς ήδη από τη δεκαετία του ’70 άρχισε να γίνεται αισθητή η μείωση των ρυθμών αύξησης της παραγωγής όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό. Οι κρατικά σχεδιασμένοι στόχοι δεν υλοποιούνταν, τόσο σε μεμονωμένες επιχειρήσεις όσο και σε ολόκληρους κλάδους. Ολα αυτά τα προβλήματα στη λειτουργία του οικονομικού μηχανισμού εξηγήθηκαν, κατά κανόνα, με συγκεκριμένες αντικειμενικές και υποκειμενικές αιτίες και δυσκολίες, έγιναν προσπάθειες να διορθωθεί το σύστημα της διαχείρισης της οικονομίας στους χωριστούς κλάδους της παραγωγής και στην κλίμακα ολόκληρης της λαϊκής οικονομίας.
Παράδειγμα του ανωτέρω μπορεί θεωρηθεί η γνωστή απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ, της 12ης Ιουλίου 1979 «Για τη βελτίωση στο σχεδιασμό και την ενίσχυση της επίδρασης του οικονομικού μηχανισμού στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της παραγωγής και της ποιότητας της εργασίας». Ομως τα σύνθετα μέτρα, στην ουσία, δεν πραγματοποιούνταν, κάτι το οποίο συνέχισε να περιπλέκει την οικονομική κατάσταση στη χώρα. Από την επιστημονική κυκλοφορία δεν εξαφανίστηκε μόνο η έννοια «σοσιαλιστική εμπορευματική παραγωγή», αλλά και η έννοια «εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό». Στο βιβλίο του Ρουμιάντσεφ, που εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, γινόταν λόγος μόνο για εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις στο σοσιαλισμό9. Αυτή η εσωτερικά αντιφατική μορφή, παράλογη στην ουσία της, ήταν αναμφίβολα υποχώρηση ενώπιον των εχθρών της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό.
Μερικές από τις τελευταίες προσπάθειες να τεθεί πάλι το ζήτημα για την ανάγκη ενεργοποίησης της χρησιμοποίησης των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων στη λαϊκή οικονομία ήταν τα άρθρα των Α. Ι. Πάσκοφ και Α. Ν. Μαλαφέεφ. Το πρώτο απ’ αυτά ήταν εσωτερικά αντιφατικό κάτι που γίνεται εμφανές ακόμη και από την ονομασία του - «Σοσιαλιστικές εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις ως ιδιαίτερη μορφή των άμεσων κοινωνικών σχέσεων»10. Ο Α. Ι. Πάσκοφ επέμενε να επανασυνδέσει τα ασυμβίβαστα - τις εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις, που είναι έμμεσες οικονομικές συνδέσεις από τη φύση τους, με τον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσίαζε το άρθρο του Α. Ν. Μαλαφέεφ, που δημοσιεύθηκε το 1986. Σε αυτό παρουσιάστηκαν μια σειρά ενδιαφέρουσες ιδέες, οι οποίες δεν έχασαν την επικαιρότητά τους και σήμερα. «Εάν πάρουμε υπόψη μας την τελευταία εικοσαετία, έγραφε ο Α. Ν. Μαλάφεεφ, θα δούμε πως ο ανολοκλήρωτος χαρακτήρας της μεταρρύθμισης του 1965 είχε επιπτώσεις στην ανάπτυξη της θεωρίας των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων, η ασυνέπεια στην υλοποίηση των μέτρων για την πληρέστερη χρησιμοποίηση των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων, οι οποίες προβλέπονταν από τη μεταρρύθμιση και στη συνέχεια από την απόφαση της ΚΕ και του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ της 12ης Ιουλίου 1979. Εκφράζεται και η προτίμηση στις αφηρημένες θεωρητικές κατασκευές, η μονόπλευρη -κατά καιρούς απλά δογματική- ερμηνεία των διατυπώσεων των κλασικών του μαρξισμού-λενινισμού, που δεν υπολογίζει τη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, στην οποία έγιναν αυτές οι διατυπώσεις. Ομως κάθε αναδημιουργία του οικονομικού μηχανισμού αρχίζει από την αναδημιουργία της συνείδησης, από την απόρριψη των επικρατούντων στερεοτύπων της σκέψης. Αυτό το καθήκον είναι σύνθετο, είναι δύσκολο. Δεν αρκούν μονάχα οι προσπάθειες στον τομέα της θεωρίας. Η αναδημιουργία της σκέψης μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την ανάπτυξη της θεωρίας και της πρακτικής της διαχείρισης»11.
Και να, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στην ΕΣΣΔ το κομματικό επιτελείο, η ΚΕ του ΚΚΣΕ, ο Γενικός Γραμματέας της, ο Γκορμπατσόφ, ανακήρυξαν την έναρξη της «περεστρόικα» (συμπεριλαμβανομένης και της νέας πολιτικής σκέψης), η οποία καμουφλαρισμένη κάτω από το σύνθημα «περισσότερο σοσιαλισμό», ήταν στην πραγματικότητα συγκαλυμμένη και από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 - απροκάλυπτη αστική αντεπανάσταση.
Από τις θεωρητικές συζητήσεις για το συσχετισμό της εμπορευματικής παραγωγής και του σοσιαλισμού, οι μέχρι πρότινος πρωτοπόροι Σοβιετικοί οικονομολόγοι, που διαβεβαίωναν για την εμπορευματική ουσία της σοσιαλιστικής παραγωγής, πέρασαν στην πρακτική. Θα φάνταζε πως πραγματοποιήθηκαν οι προσδοκίες πολλών επιστημόνων και επαγγελματιών οικονομολόγων που για δεκαετίες απεδείκνυαν την ανάγκη για την ενεργό χρήση των νόμων της εμπορευματικής παραγωγής, της αποσυναρμολόγησης της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού, της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, της εξάλειψης του συστήματος του κεντρικού σχεδιασμού, όλου του συστήματος των σχέσεων παραγωγής του σοσιαλισμού.
Στην πραγματικότητα αυτό αποδείχτηκε ιστορική παλινδρόμηση, μετάβαση στον καπιταλισμό (δηλ. στην υψηλότερη και καθολική μορφή εμπορευματικής παραγωγής) με όλες τις αντιφάσεις του. Η μετάβαση της οικονομίας της χώρας στις αρχές λειτουργίας της αγοράς οδήγησε σε κολοσσιαίες υλικές και κοινωνικές δαπάνες. Η παραγωγή βρίσκεται σήμερα σε άθλια κατάσταση, η βασική μάζα του λαού ζει σε ακραία φτώχεια. Υπάρχει πράγματι άγρια αγορά, αυθόρμητη, κερδοσκοπική στην ουσία της, αγορά σε συνθήκες μονοπολισμού, επιφορτισμένη με ακραίου ύψους πληθωρισμό.
Ενα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης κατάστασης της εθνικής οικονομίας είναι το γεγονός ότι η μετάβαση στην οικονομία της αγοράς δεν προκαλεί κατά κανόνα αισιοδοξία στους διορατικούς δημιουργούς και υποστηρικτές της. Ερχεται η ώρα της πληρωμής για τα πεπραγμένα.
Περί αυτού έγραψε με ειλικρίνεια ο Γ. Λουζκόφ στα βιβλία του, που γράφτηκαν πρόσφατα: «Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη Ρωσία. Το φάντασμα της επαναστατικής κατάστασης»12.
ΣHMEIΩΣEIΣ: