«Η σκιώδης οικονομία της ΕΣΣΔ και ο λοιπός της υπόκοσμος -καταχρήσεις, διαφθορά, οργανωμένο έγκλημα- συνέβαλαν εν τέλει στην κατάρρευση του συστήματος… κατέληξε στο χρηματισμό μεγάλου μέρους του επίσημου μηχανισμού εξουσίας και ελέγχου στα πλαίσια της κομματικής - κρατικής ιεραρχίας και στο σπάσιμο ή τη φθορά των κάθετων γραμμών επικοινωνίας και εξουσίας, καθώς αναπροσανατόλισε τα ιδιωτικά (ή ομαδικά) συμφέροντα και συμμαχίες της νομενκλατούρας προς την κατεύθυνση των νέων, ανεπίσημων πηγών πλούτου και εξουσίας - με ολέθριες συνέπειες για την “αυτοκρατορία”, την ένωση, το σύστημα και την οικονομία»[1].
«Η εμφάνιση και ραγδαία ανάπτυξη της δεύτερης οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 συνέβαλε στην οξυνόμενη οικονομική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στην τελική αποσύνθεση της Σοβιετικής οικονομίας»[2].
«Η σκιώδης οικονομία μετριάζει τις ελλείψεις στις καταναλωτικές αγορές και ταυτόχρονα προκαλεί τη διόγκωσή τους… Η ύπαρξη ελλείψεων προκαλεί την ανάπτυξη οργανωμένων εγκληματικών οικονομικών ομάδων και οι τελευταίες οδηγούν στην κοινωνικοοικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση της κοινωνίας»[3].
Τι ευθύνεται για τη διατήρηση δύο πολιτικών τάσεων μέσα στο ΚΚΣΕ; Σε ένα βαθμό βεβαίως οι ιδέες έχουν δική τους ζωή και εξαιτίας των παραδόσεων και των συναισθημάτων παραμένουν και πέραν της εξάλειψης του αρχικού σκοπού τους. Πιο συγκεκριμένα, όσο ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός συνυπήρχαν δίπλα-δίπλα, ήταν αναπόφευκτο να παρεισφρέουν ιδέες από το ένα σύστημα στο άλλο. Κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980 οι ακραίες ιδέες της ελεύθερης αγοράς του Μίλτον Φρίντμαν του πανεπιστημίου του Σικάγο και του Τζέφρεϋ Σάκς του Χάρβαρντ παρουσίασαν έξαρση παγκοσμίως και ηγέτες πολύ διαφορετικών κρατών, όπως της Χιλής, της Βολιβίας, της Αργεντινής, της Βρετανίας και της Πολωνίας τις υιοθέτησαν ως μια πανάκεια για τον πληθωρισμό και τη στασιμότητα. Την ίδια περίοδο, οι ιδέες αυτές άρχισαν να ελκύουν και ορισμένους στη Σοβιετική Ενωση. Τέτοιες σκέψεις περί ελεύθερης αγοράς μέσα στη Σοβιετική Ενωση ήρθαν σε αρμονία και συμβάδισαν με τη σοσιαλδημοκρατική τάση που προϋπήρχε προ πολλού.
Προκειμένου τέτοιες ιδέες να συνεχίζουν να υπάρχουν στη Σοβιετική κοινωνία και μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, θα πρέπει να λειτούργησαν και άλλοι παράγοντες πέραν της παράδοσης, των αντιλήψεων και των εξωγενών δυνάμεων. Ενα τμήμα ή στρώμα της Σοβιετικής κοινωνίας είχε κάτι παραπάνω από ένα απλά πνευματικό διακύβευμα σε αυτές τις ιδέες. Κατά τις πρώιμες δεκαετίες της Σοβιετικής Ιστορίας η τάξη με ένα τέτοιο διακύβευμα ήταν η αγροτιά, με την προσθήκη εκείνων που είχαν αγροτική καταγωγή ή ήταν πρώην κεφαλαιοκράτες, των λεγόμενων ΝΕΠμεν, οι οποίοι ήλπιζαν σε μια ανάκτηση της προεπαναστατικής τους θέσης. Καθώς η Σοβιετική Ενωση μετέτρεψε τους αγρότες σε εργάτες γης, σε κρατικά και συλλογικά αγροκτήματα και δημιούργησε μια τεράστια εργατική τάξη μέσω της εκβιομηχάνισης, η αγροτική βάση για τις μισο-καπιταλιστικές αυτές ιδέες υποχώρησε. Τα ακόλουθα στοιχεία αντικατοπτρίζουν αυτές τις αλλαγές: η αγροτιά αντιπροσώπευε το 83% του πληθυσμού το 1926, αλλά μόνο το 20% το 1975. Οι εργάτες στη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις μεταφορές ήταν 5 εκατομμύρια το 1926 και 62 εκατομμύρια το 1975.[4]
Μετά το 1953 μια νέα οικονομική βάση για τις αστικές ιδέες άρχισε να αναπτύσσεται μέσα στο σοσιαλισμό. Αυτή τη βάση αποτέλεσε ο πληθυσμός που ασχολούνταν με ιδιωτικές οικονομικές δραστηριότητες για προσωπικό όφελος, σε μια λεγόμενη δεύτερη οικονομία, η οποία υπήρξε δίπλα στην πρώτη, σοσιαλιστική οικονομία. Στην αρχή η ίδια η ύπαρξη μιας δεύτερης οικονομίας ήταν καμουφλαρισμένη από την αλληλοδιασύνδεσή της με την πρώτη, την κοινωνικοποιημένη οικονομία. Η δεύτερη οικονομία συνήθως δεν αφορούσε μια ιδιαίτερη τάξη ανθρώπων, αλλά μάλλον εργάτες και αγρότες στην κυρίαρχη οικονομία που έβγαζαν χρήματα από παράπλευρες νόμιμες ή παράνομες ιδιωτικές δραστηριότητες. Με αυξητικούς ρυθμούς όμως, κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, η δεύτερη οικονομία αγκάλιαζε όλο και περισσότερους ανθρώπους και αποτελούσε ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εισοδήματός τους, επαναδημιουργώντας συνεπώς ένα μικροαστικό στρώμα. Το πιο διαβρωτικό προϊόν των περιόδων Χρουστσιόφ και Μπρέζνιεφ υπήρξε ακριβώς αυτή η δεύτερη, ιδιωτική οικονομία και το στρώμα που επωφελήθηκε από αυτή. Η Ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα ουδέποτε εξαλείφθηκε πλήρως στο σοσιαλισμό, όμως αφού περιορίστηκε επί Στάλιν, αναβίωσε με μια νέα ζωτικότητα επί Χρουστσιόφ, γνώρισε άνθηση επί Μπρέζνιεφ και από πολλές απόψεις αντικατέστησε την κυρίαρχη σοσιαλιστική οικονομία επί Γκορμπατσόφ και Γέλτσιν. Η δεύτερη οικονομία είχε σημαντικές και εκτενείς αρνητικές συνέπειες στο σοβιετικό σοσιαλισμό. Δημιούργησε -ή ξανα-δημιούργησε- ιδιωτικές πηγές εισοδήματος και συστήματα διανομής και παραγωγής. Οδήγησε σε εκτεταμένη διαφθορά και παρανομία. Καλλιέργησε ιδέες και αντιλήψεις που δικαιολογούσαν την ύπαρξη ιδιωτικών επιχειρήσεων. Εγινε πηγή χρηματοδότησης για επικριτές και αντιπάλους του συστήματος. Προσέφερε την υλική βάση για σοσιαλδημοκρατικές ιδέες.
Προτού παρουσιάσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες τις συνέπειες της δεύτερης οικονομίας, θα πρέπει πρώτα να την ορίσουμε, να συζητήσουμε την αντιμετώπισή της από τη σοσιαλιστική βιβλιογραφία, να περιγράψουμε τις διάφορες μορφές της, να αφηγηθούμε την ιστορία της και να προσδιορίσουμε το μέγεθός της.
Με τον όρο δεύτερη οικονομία εννοούμε την οικονομική δραστηριότητα για ιδιωτικό όφελος, είτε νόμιμη είτε παράνομη. Υπάρχουν δύο καλοί λόγοι για να συμπεριλάβουμε τόσο τη νόμιμη όσο και την παράνομη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα. Πρώτα απ’ όλα, αυτός είναι ο ορισμός που χρησιμοποιείται από τον Γκρέγκορι Γκρόσμαν και άλλους ερευνητές της δεύτερης οικονομίας και επομένως η χρήση ενός κοινού ορισμού θα περιορίσει τυχόν συγχύσεις όταν αναφερόμαστε στις μελέτες τους.[5] Κατά δεύτερον, η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα εκκολάπτει σχέσεις, αξίες και ιδέες διαφορετικές από τη συλλογική οικονομική δραστηριότητα. Ως τέτοια δύναται να αποτελέσει απειλή για το σοσιαλισμό. Οι Σοβιετικοί αναγνώρισαν αυτό τον κίνδυνο κατά τη διάρκεια της περιόδου της ΝΕΠ, όπως συνέβη και με τους Κουβανούς αναφορικά με τις ξένες επενδύσεις και την ιδιωτική δραστηριότητα που επετράπη κατά τη λεγόμενη Ειδική Περίοδο. Γι’ αυτό το λόγο η εκτενής ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα, είτε νόμιμη είτε παράνομη, μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στο σοσιαλισμό.
Ωστόσο, συμπεριλαμβάνοντας τη νόμιμη με την παράνομη δραστηριότητα σε αυτό τον ορισμό, δεν υπονοείται πως είναι το ίδιο επικίνδυνες. Επειδή ο κοινωνικοποιημένος τομέας δε θα μπορούσε ρεαλιστικά ν’ αναλάβει την ευθύνη για κάθε μικρή επισκευή, υπηρεσία και μικρή ανταλλαγή αγαθών, η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα έλαβε χώρα σε όλες τις σοσιαλιστικές χώρες. Περιοριζόμενη και οριοθετημένη, η ιδιωτική δραστηριότητα καταλάμβανε μια φυσική και μη-απειλητική θέση. Αυτός ήταν και ο κανόνας για το μεγαλύτερο μέρος της νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας στη Σοβιετική Ενωση. Μεταξύ 1950 και 1985 η νόμιμη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα παρουσίασε στην πραγματικότητα μείωση σε σχέση με τον κοινωνικοποιημένο τομέα. Το αντίθετο όμως συνέβη με την παράνομη δραστηριότητα. Οπως θα δούμε, διέβρωσε το σοσιαλισμό με διάφορους τρόπους, ένας από τους οποίους -όχι ο λιγότερο σημαντικός- ήταν ότι συχνά δυσφήμιζε τη νόμιμη δραστηριότητα. Την περίοδο από το 1950 ως το 1980 η παράνομη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα επεκτάθηκε σημαντικά.
Η παράνομη πλευρά της δεύτερης οικονομίας -ή μαύρη αγορά- δεν υπήρξε βέβαια αποκλειστικά φαινόμενο που έλαβε χώρα στις σοσιαλιστικές χώρες. Στον καπιταλισμό η παράνομη οικονομική δραστηριότητα πήρε τέτοιες μορφές, όπως η πορνεία, η φοροδιαφυγή μέσω της παραποιημένης λογιστικής καταγραφής, το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών και αλκοόλ. Κατά τη διάρκεια της Ποτοαπαγόρευσης η αμερικάνικη μαύρη αγορά έλαβε τεράστιες διαστάσεις με την παράνομη πώληση αλκοόλ και στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την παράνομη πώληση ελαστικών, ζάχαρης και άλλων προϊόντων που αγοράζονταν με δελτίο. Επειδή ο σοσιαλισμός απαγόρευσε ένα ευρύτερο φάσμα ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με τον καπιταλισμό, η μαυραγορίτικη δραστηριότητα αντιπροσώπευε ένα μεγαλύτερο ενδεχόμενο πρόβλημα. Ακόμα, εφόσον οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις πραγματοποιήθηκαν σε οικονομικά αναπτυσσόμενες χώρες, όπου οι ανάγκες για επενδύσεις κεφαλαίων και εθνικής ασφάλειας απαιτούσαν τον περιορισμό επενδύσεων σε καταναλωτικά αγαθά, η ζήτηση για κάποια καταναλωτικά αγαθά αντικειμενικά ξεπερνούσε την προσφορά. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε ένα σύστημα διανομής που απαιτούσε ουρές ή και κουπόνια. Οσο μεγαλύτερος ο αριθμός των απαγορευμένων οικονομικών δραστηριοτήτων και όσο μεγαλύτερες οι ελλείψεις σε καταναλωτικά αγαθά, τόσο μεγαλύτερος και ο πειρασμός να παρακαμφθεί ο νόμος. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτός ο πειρασμός, οι σοσιαλιστικές κοινωνίες χρησιμοποίησαν δραστήριες εκπαιδευτικές καμπάνιες και αυστηρή εφαρμογή των νόμων.
Παρότι οι μαύρες αγορές υπήρξαν ενδημικές στο μη-ανεπτυγμένο σοσιαλισμό, η ύπαρξη και διόγκωση μιας δεύτερης οικονομίας στη Σοβιετική Ενωση μπορεί να αποτελεί έκπληξη για μαρξιστές και άλλους. Στην περίπτωση αυτή, η έκπληξη μπορεί να οφείλεται στην αποτυχία των οικονομολόγων να προσδώσουν στη δεύτερη οικονομία την πρέπουσα αναγνώριση. Δημοφιλείς επεξεργασίες σχετικά με τη Σοβιετική οικονομία από πλευράς μαρξιστών δεν περιλάμβαναν σχεδόν καμία συζήτηση για τη δεύτερη οικονομία. Στο έργο «Σοβιετική Οικονομική Ανάπτυξη από το 1917», που δημοσιεύτηκε το 1948 και ξαναδημοσιεύτηκε εκτενέστερο και αναθεωρημένο το 1966, ο Βρετανός μαρξιστής Μορίς Ντομπ δεν ανέφερε τίποτε σχετικά με τη νόμιμη ή παράνομη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα, πλην δύο αναφορών για τη μαύρη αγορά κατά τη δεκαετία του 1920.[6] Ως το 1980, με την εξαίρεση της Σοβιετικής οικονομολόγου, Τ. Ι. Κοριάγκινα, οι περισσότεροι Σοβιετικοί οικονομολόγοι παρέβλεπαν τη δεύτερη οικονομία.[7]
Καμιά συζήτηση γύρω από αυτή δεν περιλαμβανόταν σε βασικά έργα, όπως του Λ. Λεόντιεφ «Πολιτική Οικονομία: Μια συμπυκνωμένη διδασκαλία», του Γκ. A. Kοζλόφ (επ.) «Πολιτική Οικονομία: Σοσιαλισμός», του Γκ. Σ. Σάρκισιαντς (επ.) «Σοβιετική Οικονομία: αποτελέσματα και προοπτικές», του Π. Ι. Νικίτιν «Οι Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας» και του Γιούρι Ποπόφ «Δοκίμια στην Πολιτική Οικονομία».[8]Στην τελευταία του μελέτη πάνω στα οικονομικά προβλήματα της ΕΣΣΔ, που δημοσιεύτηκε το 1952, ο Ιωσήφ Στάλιν αναφέρθηκε στην επιμονή της ιδιωτικής εμπορευματικής παραγωγής στην ύπαιθρο, αλλά δε μίλησε για τον κίνδυνο της παράνομης, ιδιωτικής δραστηριότητας (ενδεχομένως λόγω του ασήμαντου μεγέθους της κατά την εν λόγω περίοδο).[9] Ομοίως, σε μια μπροσούρα για τη Σοβιετική οικονομία που δημοσιεύτηκε το 1961, ο Αμερικανός μαρξιστής οικονομολόγος Βίκτορ Πέρλο αφιέρωσε ένα μικρό τμήμα στη μαύρη αγορά ξένου συναλλάγματος, αλλά σαφώς το είδε ως ένα προσωρινό και περιορισμένο φαινόμενο. Ο Πέρλο παρέθεσε τα λόγια του Αναστάς Μικογιάν, πρώτου αναπληρωτή Πρωθυπουργού, ο οποίος χαρακτήρισε τη μαύρη αγορά «μια χούφτα αθλίων στην επιφάνεια της κοινωνίας μας», οι οποίοι δεν αντιπροσώπευαν «κάποια τάση ανάμεσα στον πληθυσμό μας».[10]
Ακόμα και το 1980, σε ένα βιβλίο για τη Σοβιετική οικονομία με ειλικρινή και κατατοπιστική συζήτηση των προβλημάτων της, ο Βίκτορ και η Ελεν Πέρλο δεν έθιξαν το ζήτημα μιας δεύτερης οικονομίας.[11]
Παρότι οι περισσότεροι Μαρξιστές οικονομολόγοι, καθώς και οι περισσότεροι αστοί οικονομολόγοι, αγνοούσαν την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα μέσα στο σοσιαλισμό, κάποιοι Αμερικανοί, Δυτικοευρωπαίοι και Σοβιετικοί επιστήμονες, όπως και η CIA, πρόσεξαν αυτό το φαινόμενο κατά τη δεκαετία του 1970 και το μελέτησαν από τότε. Πράγματι, η σοβιετική δεύτερη οικονομία προκάλεσε μια βιομηχανία ακαδημαϊκής δουλειάς στις ΗΠΑ. Το 1985 ο Γκρέγκορι Γκρόσμαν του πανεπιστημίου Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας και ο Βλαντιμίρ Τρεμλ του πανεπιστημίου του Ντιούκ άρχισαν να εκδίδουν μια σειρά μελετών σχετικά με τη δεύτερη οικονομία της ΕΣΣΔ. Μεταξύ 1985 και 1993 το πρόγραμμα αυτό των δύο πανεπιστημίων δημοσίευσε 51 εργασίες από 26 συγγραφείς γι’ αυτό το θέμα. Πάνω από τις μισές εξ αυτών ασχολήθηκαν με την περίοδο Μπρέζνιεφ και πολλές βασίστηκαν σε έρευνες που διενεργήθηκαν σε 1.061 νοικοκυριά που είχαν φύγει από τη Σοβιετική Ενωση μεταξύ 1971 και 1982.[12] Επίσης, το πρόγραμμα των Μπέρκλεϋ και Ντιούκ συγκέντρωσε μια βιβλιογραφία 269 μελετών στις βασικές δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες πάνω στη δεύτερη οικονομία στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη.[13] Για κάποιους επιστήμονες η δεύτερη οικονομία φαινόταν να έχει τεράστιες διαστάσεις.
Από τη σκοπιά του νόμου, ο σοβιετικός σοσιαλισμός απαγόρευε το μεγαλύτερο μέρος της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας. Ο νόμος απαγόρευε την απασχόληση προσωπικού (με εξαίρεση για βοήθεια στο σπίτι), την πώληση ή επαναπώληση αγαθών για κέρδος, το εμπόριο με ξένους, την κατοχή ξένου συναλλάγματος και την εξάσκηση οποιασδήποτε τέχνης και εμπορικής συναλλαγής με σκοπό το ιδιωτικό κέρδος. Επομένως δεν υπήρχε νόμιμη εκμετάλλευση εργασίας. Ωστόσο, μέσα σε πολύ αυστηρά νομικά πλαίσια, ο Σοβιετικός σοσιαλισμός επέτρεπε ορισμένες μορφές ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας. Ενα σημαντικό τμήμα της ιδιωτικής κερδοφόρας εργασίας παρέμενε νόμιμη, παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις εκτεινόταν και σε παράνομες δραστηριότητες. Ο Σοβιετικός νόμος επέτρεπε ιδιωτικά αγροτεμάχια περιοριζόμενα σε τρία τέταρτα του εκταρίου γι’ αυτούς που εργάζονταν σε συλλογικά ή κρατικά αγροκτήματα, ακόμα και για ορισμένους ανθρώπους που δεν εργάζονταν με αυτό τον τρόπο. Το 1974, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, τα ιδιωτικά αγροτεμάχια απορροφούσαν σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου των εργατοωρών στην αγροτική οικονομία και περίπου το ένα δέκατο του συνόλου των εργατοωρών σε ολόκληρη την οικονομία. Από τα ιδιωτικά αγροτεμάχια προέρχονταν επίσης περισσότερο από το ένα τέταρτο της Σοβιετικής αγροτικής παραγωγής. Για να πωλούνται τα προϊόντα των ιδιωτικών αγροτεμαχίων, δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες κολχόζνικες αγορές. Παρότι νόμιμη, αυτή η διογκούμενη αγοραπωλησία προκάλεσε παράνομες καταχρήσεις, όπως τη διοχέτευση - εκτροπή κοινωνικοποιημένης περιουσίας (σπόροι, λιπάσματα, νερό, ζωοτροφές, εξοπλισμός και μεταφορικά μέσα) στη στήριξη των ιδιωτικών αγροτεμαχίων και στη μεταφορά του προϊόντος τους στην αγορά.[14]
Ο σοβιετικός νόμος επέτρεπε επίσης την ιδιωτική κατοικία. Σύμφωνα με τον Γκρόσμαν, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο μισός σοβιετικός πληθυσμός -και ένα τέταρτο του αστικού πληθυσμού- έμενε ακόμα σε ιδιωτικές κατοικίες. Η νόμιμη ιδιωτική κατοικία περιλάμβανε συχνά ένα βαθμό παρανομίας, με την επινοικίαση για παράνομο νοίκι, τη μίσθωση παράνομων κατασκευαστικών ή επιδιορθωτικών υπηρεσιών, την εκτροπή κατασκευαστικών υλικών από τον κοινωνικοποιημένο τομέα, το χρηματισμό αξιωματούχων κλπ. Σε άλλους τομείς, επαγγελματίες, όπως γιατροί, οδοντίατροι, δάσκαλοι, μπορούσαν να πουλήσουν τις υπηρεσίες τους νόμιμα. Τεχνίτες μπορούσαν να κάνουν επιδιορθώσεις σπιτιών σε περιοχές της υπαίθρου και ορισμένοι τεχνίτες μπορούσαν να εργαστούν σε περιορισμένα και επουσιώδη επαγγέλματα. Ιδιώτες είχαν τη δυνατότητα να κάνουν εξόρυξη, αρκεί να πωλούσαν το μετάλλευμα που παρήγαν στο κράτος. Ο νόμος επίσης επέτρεπε την πώληση μεταχειρισμένων προσωπικών αντικειμένων.[15] Αυτή καθαυτή η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα δεν αποτελούσε ένα σημαντικό πρόβλημα. Μειωνόταν σταθερά ως ποσοστό επί του ΑΕΠ μέχρι και την περίοδο Γκορμπατσόφ. Ο Γκρόσμαν εκτιμά ότι αντιπροσώπευε το 22% του ΑΕΠ το 1950 και το 10% το 1977. Φυσικά το σοβιετικό ΑΕΠ είχε αυξηθεί σημαντικά μεταξύ του 1950 και του 1977, οπότε η νόμιμη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα παρέμενε σημαντική.[16]
Μετά το 1953 η παράνομη κερδοσκοπία αναδείχτηκε σε πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ ό,τι η νόμιμη δραστηριότητα. Η παράνομη δραστηριότητα εν τέλει εξέλαβε μια εκπληκτική ποικιλία μορφών, παρεισφρέοντας εν τέλει σε όλες τις πλευρές της σοβιετικής ζωής, περιοριζόμενη μόνο από τα όρια της ανθρώπινης εφευρετικότητας. Η πιο κοινή μορφή εγκληματικής οικονομικής δραστηριότητας υπήρξε η υπεξαίρεση σε βάρος του κράτους, δηλαδή από τους χώρους εργασίας και τους δημόσιους οργανισμούς. Ο Γκρόσμαν αναφέρει ότι «Ο αγρότης κλέβει ζωοτροφή από το κολχόζ για να συντηρεί τα ζώα του, ο εργάτης κλέβει υλικά και εργαλεία για το επάγγελμα που εξασκεί “στο πλάι”, ο γιατρός κλέβει φάρμακα, ο οδηγός κλέβει βενζίνη και χρησιμοποιεί το επίσημο αυτοκίνητο για να λειτουργήσει ένα ανεπίσημο ταξί»[17]. Παραλλαγή αυτού του σκηνικού υπήρξε η διοχέτευση αγαθών προς την ιδιωτική αγορά από οδηγούς φορτηγών και η χρήση κρατικών μέσων για την οικοδόμηση μιας θερινής κατοικίας, ανακαίνιση ενός διαμερίσματος ή την επιδιόρθωση ενός αυτοκινήτου.
Σε κάποιες περιπτώσεις η υπεξαίρεση σε βάρος του κράτους συνέβαινε κατά γενικευμένο και συστηματικό τρόπο. Αυτό περιλάμβανε «καλά οργανωμένες συμμορίες εγκληματιών ικανών να διεκπεραιώνουν τολμηρά και μεγάλης έκτασης σχέδια». Περιλάμβανε πρακτικές όπως το να αναφέρουν οι διευθυντές απώλεια ή καταστροφή αγαθών προκειμένου να τα προωθήσουν στη μαύρη αγορά. Περιέκλειε μια διαδεδομένη πρακτική στα κρατικά καταστήματα, κατά την οποία πωλητές και διευθυντές έβαζαν στην άκρη αγαθά σε έλλειψη, ώστε να εξασφαλίσουν φιλοδωρήματα από ευνοούμενους πελάτες ή για να τα πουλήσουν στη μαύρη αγορά. Καταναλωτικά αγαθά όπως τα αυτοκίνητα, για τα οποία υπήρχαν λίστες αναμονής, παρουσίαζαν «σημαντικές ευκαιρίες για χρηματισμό», καθώς και για «κερδοσκοπία», δηλαδή για επαναπώληση σε υψηλότερες τιμές.[18]
Επιδιορθώσεις, υπηρεσίες, ακόμα και η παραγωγή, αποτελούσαν επιπρόσθετες οδούς παράνομου κέρδους. Αυτό περιλάμβανε επιδιορθώσεις νοικοκυριών, αυτοκινήτων, τις εργασίες ραπτικής, μεταφορές επίπλων και τη κατασκευή ιδιωτικών κατοικιών. Αυτή η εργασία, παράνομη η ίδια, περιλάμβανε συχνά υλικά και χρόνο που υπεξαιρούνταν από την κανονική εργασία. Η ιδιωτική παραγωγή πήρε ακόμα και τη μορφή πλήρως ανεπτυγμένων παράνομων καπιταλιστών με το πλήρες νόημα της λέξης - επένδυση κεφαλαίου, οργάνωση παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα, μίσθωση και εκμετάλλευση εργατών, και πώληση εμπορευμάτων στη μαύρη αγορά. Σύμφωνα με τον Γκρόσμαν, τα προϊόντα ήταν συνήθως καταναλωτικά αγαθά - «είδη ρουχισμού, υπόδησης, οικιακά είδη, άλλα αντικείμενα κλπ.». Ακόμα, «μεγάλης κλίμακας ιδιωτικές δραστηριότητες σαν και αυτές συνήθως λάμβαναν χώρα πίσω από την προστατευτική βιτρίνα ενός κρατικού εργοστασίου ή ενός συλλογικού αγροκτήματος - φυσικά, με τις απαραίτητες δωροδοκίες προς εκείνους που προσέφεραν τη βιτρίνα»[19]. Ο Κονσταντίν Σίμις, ένας εξέχων Σοβιετικός δικηγόρος, ο οποίος υπεράσπισε πολλούς παράνομους επιχειρηματίες τη δεκαετία του 1970, περιέγραψε αργότερα την εμπειρία του σε ένα βιβλίο με τίτλο: «Ο Μυστικός κόσμος του Σοβιετικού Καπιταλισμού». Ο Σίμις ανέφερε πως «ένα δίκτυο ιδιωτικών εργοστασίων εκτείνεται απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας», δεκάδες χιλιάδες απ’ αυτά, που κατασκευάζουν «μάλλινα, υποδήματα, γυαλιά ηλίου, ηχογραφήσεις Δυτικής δημοφιλούς μουσικής, τσάντες και πολλά άλλα αγαθά». Οι ιδιοκτήτες ποίκιλαν από ιδιοκτήτες «ενός και μόνο εργαστηρίου» μέχρι «πολυεκατομμυριούχες οικογενειακές φατρίες με ντουζίνες εργοστάσια».[20]
Συνολικά, μια σειρά μονογραφιών προσέφεραν μια καλειδοσκοπική ματιά στη δεύτερη οικονομία κατά την περίοδο Μπρέζνιεφ. Ιδιωτικοί πωλητές τροφίμων πωλούσαν αγαθά αξίας 35,5 δισ. ρουβλιών το χρόνο.[21] Οι Σοβιετικοί κουρείς σε κρατικά κουρεία ελάμβαναν παραδοσιακά «πολύ υψηλά» φιλοδωρήματα «στην ουσία μεταφέροντας τη συναλλαγή αυτή στη δεύτερη οικονομία»[22]. Η οικιακή παραγωγή κρασιού και μπύρας, η παράνομη επαναπώληση κρατικών ποτών και η πώληση κλεμμένης αιθανόλης υπολογιζόταν ότι φτάνει μέχρι και το 2,2% του ΑΕΠ το 1979.[23]
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η πώληση βενζίνης στη μαύρη αγορά από οδηγούς κρατικών οχημάτων και φορτηγών υπολογιζόταν μεταξύ του 33% έως 65% του συνόλου της βενζίνης που πωλούνταν στα αστικά κέντρα.[24] Η ιδιωτική ενοικίαση οικιών απέδιδε στους παράνομους ιδιοκτήτες περίπου 1,5 εκατομμύρια ρούβλια το 1977.[25] Τα φιλοδωρήματα, οι δωροδοκίες και οι πληρωμές για ιδιωτικές υπηρεσίες (όπως θρησκευτικές τελετές) που σχετίζονταν με κηδείες αποτελούσαν πάνω από το τετραπλάσιο των χρημάτων που ξοδεύονταν σε επίσημες κηδείες.[26] Η πορνεία και η παράνομη πώληση ναρκωτικών αποτέλεσαν επίσης μέρος της δεύτερης οικονομίας.[27]
Η ερευνήτρια Μαρίνα Κούρκτσιγιαν προσέφερε μια λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η δεύτερη οικονομία λειτουργούσε στο σύστημα μεταφορών στη Σοβιετική Αρμενία, τον οποίο χαρακτήρισε ως «τυπικό». Παρότι ένας οδηγός λεωφορείου ελάμβανε πάνω από το μέσο μισθό, έβγαζε περισσότερα από τους πελάτες του απ’ ό,τι από τον κρατικό μισθό του. Ο οδηγός έκοβε απευθείας τα εισιτήρια στους πελάτες, αλλά επέστρεφε μόνο μέρος των αποδείξεων στο κράτος. Ο οδηγός πλήρωνε για τον καθαρισμό, τα ανταλλακτικά, τη συντήρηση και τα καύσιμα από την τσέπη του. Τελικά, το συνολικό εισόδημα ενός οδηγού λεωφορείου, μετά τα έξοδα, υπολογιζόταν σε δύο με τρεις φορές τον επίσημο μισθό που έπαιρνε από το κράτος. Η Κούρκτσιγιαν συμπεραίνει πως ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, εν μέρει ως αποτέλεσμα των πολιτικών του Γκορμπατσόφ και των οικονομικών δυσκολιών, «όλοι» δραστηριοποιούνταν στη δεύτερη οικονομία, η οποία είχε γίνει «η κυρίαρχη δύναμη στην κατανομή αγαθών και υπηρεσιών».[28]
Πόσο μεγάλη ήταν η δεύτερη οικονομία; Ολων των ειδών τα μεθοδολογικά προβλήματα περιπλέκουν μια προσπάθεια να μετρηθεί το μέγεθος και η ανάπτυξή της. Οι ειδικοί έχουν αμφισβητήσει τα ευρήματα ο ένας του άλλου, όπως επίσης και τα επίσημα σοβιετικά στοιχεία που εκδόθηκαν μετά το 1989. Ωστόσο όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι για πάνω από 30 χρόνια η δεύτερη οικονομία αναπτυσσόταν με αυξανόμενο ρυθμό. Οι Βλαντιμίρ Γκ. Τρεμλ και Μίχαελ Αλεξέεφ ανέλυσαν τη σχέση μεταξύ του νόμιμου εισοδήματος από τη μία και των χρημάτων που ξοδεύτηκαν σε αγαθά και υπηρεσίες ή αποταμιεύθηκαν από την άλλη, σε μια σειρά περιοχών της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Ανακάλυψαν ότι μεταξύ του 1965 και 1989 η αντιστοιχία εισοδήματος και εξόδων - αποταμιεύσεων αδυνάτιζε όλο και περισσότερο μέχρι που εξαφανίστηκε. Με άλλα λόγια, το σύνολο των χρημάτων που ξοδεύτηκαν ή αποταμιεύθηκαν σταδιακά ξεπέρασε το νόμιμα κερδισμένο εισόδημα. Υπέθεσαν ότι το παράνομο εισόδημα ήταν υπεύθυνο για τη διαφορά. Δεν έδωσαν στοιχεία για το μέγεθος και την ανάπτυξη της δεύτερης οικονομίας, αλλά συμπέραναν πως «η δεύτερη οικονομία αναπτύσσονταν ραγδαία μεταξύ του 1965 και 1985»[29]. Ενας άλλος ερευνητής, ο Μπιουνγκ Γεόν Κιμ, βάσει των σοβιετικών στατιστικών που έγιναν προσβάσιμες μετά το 1991, κατέληξε παρομοίως πως «Το απόλυτο μέγεθος της ανεπίσημης οικονομίας πράγματι αυξήθηκε από το 1969 ως το 1990»[30].
Η κορυφαία Σοβιετική ειδικός πάνω στη δεύτερη οικονομία, Τ. Ι. Κοριάγκινα, του Οικονομικού Ερευνητικού Ινστιτούτου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού της ΕΣΣΔ (που ήταν υπέρ της νομιμοποίησης τουλάχιστον ενός μέρους της δεύτερης οικονομίας), επίσης επιχείρησε να μετρήσει την ανάπτυξη της δεύτερης οικονομίας. Σε μια μελέτη της η Κοριάγκινα χρησιμοποίησε μια μεθοδολογία παρόμοια με εκείνη των Τρεμλ και Αλεξέεφ. Συνέκρινε το μέγεθος του νόμιμα κερδισμένου μηνιαίου εισοδήματος με το συνολικό ποσό που ξοδευόταν και αποταμιεύονταν. Τα στοιχεία της φανέρωναν όχι μόνο το μεγάλο μέγεθος της δεύτερης οικονομίας, αλλά και τη σταθερή της επέκταση. Στον Πίνακα 1 καταγράφεται η αύξηση των μηνιαίων μισθών των εργατών σε σύγκριση με την αύξηση του συνολικού όγκου των χρημάτων που ξοδεύτηκαν σε αγαθά και υπηρεσίες και αποταμιεύθηκαν σε Τράπεζες αποταμίευσης.