Η μαρξιστική - λενινιστική θεωρία της δικτατορίας του προλεταριάτου διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε σε σκληρή διαπάλη με τον αναρχισμό και τον αναθεωρητισμό, διαπάλη που έχει την αφετηρία της στο 19ο αιώνα.
Η πρώτη σημαντική ιδεολογική πάλη εκδηλώνεται το 19ο αιώνα, την περίοδο 1840-1870 ενάντια στο μικροαστικό ρεύμα του αναρχισμού. Βασική αρχή του αναρχισμού είναι η άρνηση κάθε κρατικής εξουσίας και το δόγμα της απόλυτης ελευθερίας του ατόμου. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του αναρχισμού στα διάφορα στάδια της εξέλιξής του είναι οι Μάρτινερ (Γερμανία), Μ. Α. Μπακούνιν και Π. Α. Κροπότκιν (Ρωσία) και Π. Ζ. Προυντόν και Ζ. Γκραβ (Γαλλία).
Ο αναρχισμός, αντιστρέφοντας τη σχέση της οικονομικής βάσης με το εποικοδόμημα, θεωρούσε οποιοδήποτε κράτος (και της δικτατορίας του προλεταριάτου) ως πρωταρχική αιτία για την κοινωνική εκμετάλλευση και αδικία και πρότεινε την άμεση κατάργησή του σαν πρώτο βήμα για τη δημιουργία της αταξικής κοινωνίας. Ετσι οι αναρχικοί αρνούνταν κάθε εξουσία, και την εργατική, ήταν αντίθετοι στην κοινωνική πειθαρχία και την αναγκαιότητα της υποταγής της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, ως βασικούς όρους οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας, επίσης εναντιώνονταν στον πολιτικό αγώνα της εργατικής τάξης και στην οργάνωση των εργατών στο κομμουνιστικό κόμμα.
Το 1871 οι διαμάχες στις γραμμές της Α΄ Διεθνούς ανάμεσα στο Μαρξ και τον Ενγκελς από τη μια και το Μιχαήλ Μπακούνιν από την άλλη κορυφώνονται στο εάν η δικτατορία του προλεταριάτου είναι βασικός όρος για την πραγματοποίηση του περάσματος στον κομμουνισμό.
Στην Α΄ Διεθνή τελικά με τη διαγραφή των αναρχικών κυριαρχεί η θέση των μαρξιστών για το τσάκισμα του αστικού κράτους και τη συγκρότηση της εργατικής τάξης ως κυρίαρχης με τη «δικτατορία του προλεταριάτου».
Ο Λένιν διατύπωσε τις εξής βασικές διακρίσεις μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού για το ζήτημα του κράτους:
«…1. Οι μαρξιστές, βάζοντας για σκοπό τους την ολοκληρωτική κατάργηση του κράτους, παραδέχονται πως ο σκοπός αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά την κατάργηση των τάξεων από τη σοσιαλιστική επανάσταση, σαν αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού, που οδηγεί στην απονέκρωση του κράτους.
Οι αναρχικοί θέλουν την ολοκληρωτική κατάργηση του κράτους από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς να καταλαβαίνουν τους όρους κάτω από τους οποίους μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η κατάργηση.
2. Οι μαρξιστές παραδέχονται πως το προλεταριάτο αφού κατακτήσει την πολιτική εξουσία, είναι ανάγκη να καταστρέψει εντελώς την παλιά κρατική μηχανή και να την αντικαταστήσει με μια νέα, που να αποτελείται από την οργάνωση των ένοπλων εργατών, σύμφωνα με το πρότυπο της Κομμούνας.
Οι αναρχικοί υποστηρίζοντας την καταστροφή της κρατικής μηχανής, έχουν πολύ θολή αντίληψη για το ζήτημα: με τι θα την αντικαταστήσει το προλεταριάτο και πως θα χρησιμοποιήσει την επαναστατική εξουσία. Οι αναρχικοί αρνούνται ακόμη και τη χρησιμοποίηση της κρατικής εξουσίας από το επαναστατικό προλεταριάτο, αρνούνται την επαναστατική δικτατορία του»24.
Οι Μαρξ και Ενγκελς στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν πάλευαν μονάχα ενάντια στους αναρχικούς. Ο Μαρξ στο έργο του «Κριτική του προγράμματος της Γκότα»25 άσκησε οξύτατη κριτική στην οπορτουνιστική θέση για «Ελεύθερο λαϊκό κράτος» που στηριζότανε σε ιδεαλιστικές αντιλήψεις για το κράτος, ως ένα όργανο υπεράνω των τάξεων, ένα όργανο αταξικό.
Ο Ενγκελς έγραφε το Μάρτη του 1875, σε γράμμα του στον Μπέμπελ:
«Αν το πάρουμε γραμματικά, ελεύθερο κράτος είναι εκείνο το κράτος που είναι ελεύθερο απέναντι στους πολίτες του, δηλαδή ένα κράτος με δεσποτική κυβέρνηση. Θάπρεπε να παρατήσουν όλη τη φλυαρία για το κράτος, ιδιαίτερα από την Κομμούνα που δεν ήταν πια κράτος στην καθεαυτό έννοιά του. Το “λαϊκό κράτος” μας το χτύπησαν στα μούτρα μέχρι αηδίας οι αναρχικοί, παρ’ όλο που το έργο κιόλας του Μαρξ ενάντια στον Προυντόν (εννοεί την αθλιότητα της φιλοσοφίας) και ύστερα το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” λένε ανοιχτά ότι με την εγκαθίδρυση του σοσιαλιστικού κοινωνικού καθεστώτος, το κράτος αυτό διαλύεται (sichauflöst) και εξαφανίζεται. Μια και είναι, λοιπόν, το κράτος ένας προσωρινός θεσμός, που τον χρησιμοποιεί κανένας στον αγώνα, στην επανάσταση για να καταστέλλει με τη βία τους αντιπάλους του, είναι καθαρή ανοησία να μιλάει κανείς για “ελεύθερο λαϊκό κράτος”. Οσο καιρό το προλεταριάτο χρειάζεται ακόμα το κράτος, το χρειάζεται όχι προς το συμφέρον της ελευθερίας αλλά της καταστολής των αντιπάλων του και από τη στιγμή που θα μπορεί να μιλάει κανείς για ελευθερία, παύει να υπάρχει το κράτος σαν τέτοιο»26.
Οι οπορτουνιστές και οι αναθεωρητές προσπαθούν σε όλες τις εποχές να διαστρεβλώσουν το νόημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, τελικά να την απαλείψουν και να την αντικαταστήσουν με μια αφηρημένη, φιλελεύθερη αντίληψη για τη δημοκρατία. Αναζητούν αντιφάσεις στα έργα των κλασικών, υποστηρίζουν ότι συμπτωματικά και αποσπασματικά χρησιμοποιήθηκε από αυτούς ο όρος δικτατορία του προλεταριάτου.
Στα τέλη του 19ου αιώνα το ρεύμα του αναθεωρητισμού αναπτύχθηκε στις γραμμές του γερμανικού επαναστατικού κινήματος κι επιχείρησε την πρώτη γενική προσπάθεια αναθεώρησης του μαρξισμού.
Ο Εντουαρντ Μπερνστάιν (1850-1932), κύριος εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος στη Γερμανία, δημοσίευσε μετά το θάνατο του Φρ. Ενγκελς (1895) το άρθρο του «Προβλήματα του σοσιαλισμού» (1897) και αργότερα το βιβλίο του «Οι προϋποθέσεις και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας» (1899), με το οποίο κάνει ολομέτωπη επίθεση ενάντια στο μαρξισμό.
Ο Μπερνστάιν και το ρεύμα του οπορτουνισμού απολυτοποιούσαν την αστική δημοκρατία, όπως αυτή διαμορφώθηκε στη λεγόμενη σχετικά «ειρηνική» περίοδο ανάπτυξης του καπιταλισμού (1871-1914), τις παραχωρήσεις και τα πολιτικά δικαιώματα που δόθηκαν τότε στην εργατική τάξη.
Κατά την άποψη του Μπερνστάιν, η σοσιαλιστική επανάσταση όχι μόνο δεν είναι απαραίτητη, αλλά είναι και αδύνατη. Θεωρούσε ότι ο καπιταλισμός είχε αναπτυχθεί σε δημοκρατική κατεύθυνση, ώστε δίνεται η δυνατότητα για «την ειρηνική του ανέλιξη» σε σοσιαλισμό. Υποστήριζε ότι το προλεταριάτο δεν ήταν σε θέση να οργανώσει το σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής κι ότι αν πραγματοποιούταν η σοσιαλιστική επανάσταση κάτω από την καθοδήγηση της εργατικής τάξης, θα κατέληγε στο χάος και την καταστροφή. Για τον Μπερνστάιν ο μόνος δρόμος που απέμενε για το προλεταριάτο ήταν ο ρεφορμισμός, δηλαδή ο δρόμος των βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων που θα μετέτρεπαν με «ειρηνικό τρόπο» τον καπιταλισμό σε σοσιαλιστική κοινωνία. Ο Μπερνστάιν θεμελίωσε αυτό που ο ίδιος ονόμασε «δημοκρατικό σοσιαλισμό», απαλλαγμένο από τη δικτατορία του προλεταριάτου. Θέση που υιοθετήθηκε αρχικά από το οπορτουνιστικό σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα και στη συνέχεια από νεώτερα οπορτουνιστικά ρεύματα μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο οπορτουνισμός των αρχών του 20ού αιώνα είχε ανακηρύξει τον κοινοβουλευτισμό ως κύρια μορφή πάλης της εργατικής τάξης, τις αστικές εκλογικές διαδικασίες ως το δρόμο για την κατάληψη της εξουσίας.
Ο Λένιν, απαντώντας στην αυταπάτη ότι το προλεταριάτο και τα φτωχά λαϊκά στρώματα μπορούν μέσα από τις αστικές εκλογές να συγκροτήσουν πλειοψηφία που να εκφράζει τη διάθεση και να δίνει τη δυνατότητα κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, έγραφε ενάντια στους οπορτουνιστές: «Μόνο η αυταπάτη των μικροαστών δημοκρατών, των “σοσιαλιστών” και των “σοσιαλδημοκρατών”, των κυριότερων σημερινών εκπροσώπων τους, μπορεί να δημιουργεί την αντίληψη ότι στον καπιταλισμό οι εργαζόμενες μάζες μπορούν να αποκτήσουν μια τόσο μεγάλη συνειδητότητα, σταθερότητα χαρακτήρα, διορατικότητα και τόσο ευρύ πολιτικό ορίζοντα, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν μόνο με την ψηφοφορία ή γενικά να αποφασίσουν από τα πριν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δίχως τη μακρόχρονη πείρα της πάλης, ότι θα ακολουθήσουν την τάδε τάξη ή το τάδε κόμμα»27.
Η οπορτουνιστική επίθεση ενάντια στη δικτατορία του προλεταριάτου κλιμακώθηκε μετά την Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση. Οχι μόνο οι προδότες της 2ης Διεθνούς αλλά και ο Καρλ Κάουτσκι (1854-1938), θεωρητικός της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και οι λεγόμενοι «κεντρώοι», όσοι δηλαδή εμφανίζονταν ως επαναστάτες στα λόγια και οπορτουνιστές στην πράξη («2½ Διεθνής»), άσκησαν πολεμική στο νεαρό σύστημα της εξουσίας των Σοβιέτ, εκφράζοντας τη θέση ότι η δικτατορία του προλεταριάτου αποτελούσε βία που επεκτείνεται πάνω στην ίδια την εργατική τάξη.
Ο Κάουτσκι στο έργο του «Η δικτατορία του προλεταριάτου» υποστήριζε ότι από το αστικό κράτος πρέπει «να διαλυθεί μόνο ο πολεμικός και γραφειοκρατικός μηχανισμός» και ότι αν γινόταν αυτό, θα μπορούσε το αστικό κράτος να ολοκληρωθεί σε «καθαρή δημοκρατία», διαμορφώνοντας συνθήκες για ειρηνική μετεξέλιξη του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό.
Ο Λένιν αναπτύσσοντας τη μαρξιστική θέση για τη δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία ενσαρκώθηκε από την εξουσία των Σοβιέτ, υποστήριζε: «Η αστική τάξη είναι αναγκασμένη να υποκρίνεται και να ονομάζει «παλλαϊκή εξουσία» ή δημοκρατία γενικά ή καθαρή δημοκρατία την (αστική) ρεπουμπλικανική δημοκρατία, που στην πραγματικότητα είναι δικτατορία της αστικής τάξης, δικτατορία των εκμεταλλευτών πάνω στις εργαζόμενες μάζες. Οι Σάιντερμαν και οι Κάουτσκι, οι Αουστερλιτς και οι Ρένερ (τώρα, δυστυχώς, με τη βοήθεια του Φρίντριχ Αντλερ) υποστηρίζουν αυτό το ψέμα και αυτή την υποκρισία. Ενώ οι μαρξιστές, οι κομμουνιστές την ξεσκεπάζουν και λένε ανοιχτά στους εργάτες και στις εργαζόμενες μάζες την καθαρή αλήθεια: στην πραγματικότητα, η ρεπουμπλικανική δημοκρατία, η Συντακτική Συνέλευση, οι παλλαϊκές εκλογές κλπ. σημαίνουν δικτατορία της αστικής τάξης και για την απελευθέρωση και για την απελευθέρωση της εργασίας από το ζυγό του κεφαλαίου δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την αντικατάσταση αυτής της δικτατορίας με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Μόνο η δικτατορία του προλεταριάτου είναι σε θέση να απαλλάξει την ανθρωπότητα από το ζυγό του κεφαλαίου, από την ψευτιά, την καλπιά, την υποκρισία της αστικής δημοκρατίας, αυτής της δημοκρατίας για τους πλούσιους, μόνο αυτή είναι σε θέση να εγκαθιδρύσει τη δημοκρατία για τους φτωχούς, δηλαδή να κάνει στην πράξη τα αγαθά της δημοκρατίας προσιτά στους εργάτες και τους φτωχούς αγρότες, ενώ τώρα (ακόμα και στην πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία) τα αγαθά αυτά της δημοκρατίας είναι στην πράξη απρόσιτα στην τεράστια πλειοψηφία των εργαζομένων»28.
Ο Κάουτσκι υποστήριζε ότι οι μπολσεβίκοι δεν έπρεπε να μετατρέψουν τα Σοβιέτ σε όργανα κρατικής εξουσίας, αλλά ότι οι εργάτες, διατηρώντας τα Σοβιέτ, έπρεπε να εκλέξουν και ένα «είδος κοινοβουλίου» και να διατηρήσουν τη «δημοκρατία». Ο Λένιν απαντά:
«Οποιος συμμερίστηκε στα σοβαρά τη μαρξιστική αντίληψη ότι το κράτος δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μηχανή για την καταστολή μιας τάξης από μιαν άλλη, όποιος βάθυνε λίγο-πολύ σ’ αυτή την αλήθεια, δεν θα μπορούσε ποτέ να φθάσει σε ένα τέτοιο παραλογισμό, ότι οι προλεταριακές οργανώσεις, που είναι σε θέση να νικήσουν το χρηματιστικό κεφάλαιο, δεν πρέπει να μετατραπούν σε κρατικές οργανώσεις»29.
Στη συνέχεια, στο ερώτημα των οπορτουνιστών γιατί η απελευθέρωση των εκμεταλλευόμενων από τον καπιταλισμό απαιτεί τη δικτατορία της εργατικής τάξης και όχι το πέρασμα στην «καθαρή δημοκρατία», ο Λένιν απαντά: «…γιατί σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία αποφασιστική σημασία μπορεί να έχει είτε η αστική τάξη είτε το προλεταριάτο, ενώ οι μικρονοικοκυραίοι παραμένουν αναπόφευκτα ταλαντευόμενοι, ανίσχυροι, ανόητοι, ονειροπόλοι μιας “καθαρής”, δηλαδή εξωταξικής ή υπερταξικής δημοκρατίας. Γιατί από μια κοινωνία, όπου η μια τάξη καταπιέζει μια άλλη, δε μπορούμε να βγούμε με άλλο τρόπο παρά με τη δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης. Γιατί μόνο το προλεταριάτο είναι σε θέση να νικήσει, να ανατρέψει την αστική τάξη, επειδή αυτό είναι η μόνη τάξη, ενωμένη και “πειθαρχημένη” από τον καπιταλισμό, η μόνη τάξη που είναι σε θέση να προσεταιρισθεί την ταλαντευόμενη μάζα των εργαζομένων που ζουν μικροαστικά - να την προσεταιρισθεί ή τουλάχιστον να την “ουδετεροποιήσει”. Γιατί μόνο οι γλυκανάλατοι μικροαστοί και Φιλισταίοι μπορούν να ονειροπολούν εξαπατώντας τον εαυτό τους και τους εργάτες με τα όνειρα αυτά, την αποτίναξη του ζυγού του κεφαλαίου χωρίς μια μακρόχρονη και επίμονη καταστολή της αντίστασης των εκμεταλλευτών»30.
Η ιστορική πείρα δικαίωσε τις θέσεις των κλασικών του μαρξισμού - λενινισμού για το περιεχόμενο και τον ιστορικό ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού και τα οποία συνιστούσαν παρεκκλίσεις από τη θεωρία, ιδιαίτερα στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, όχι μόνο δεν αναίρεσαν αλλά επιβεβαίωσαν με τραγικό τρόπο τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία.
Η οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ επέδρασε καθοριστικά και στην αντίληψη και το ρόλο του χαρακτήρα του κράτους. Οι θεωρίες που προέβαλαν οι ηγεσίες το ΚΚΣΕ για γρήγορη μετάβαση στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, υποτιμούσαν το σύνθετο και μακροχρόνιο χαρακτήρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, έστρωναν το δρόμο για τις θεωρίες για «παλλαϊκό κράτος» και «παλλαϊκό κόμμα» που αναπτύχθηκαν στο 21ο και στο 22ο Συνέδριο και κατοχυρώθηκαν στο Σύνταγμα της ΕΣΣΔ το 1977.
Στο 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1962 αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι: «Στις σημερινές συνθήκες οι ταξικές αμοιβαίες σχέσεις στη χώρα μας μπήκαν σ’ ένα νέο στάδιο ανάπτυξής τους. Η προλεταριακή δημοκρατία μετατρέπεται σε παλλαϊκή σοσιαλιστική δημοκρατία»31.
Η θέση αυτή αντικειμενικά αλλοίωσε τα χαρακτηριστικά του εργατικού κράτους, υποβάθμισε τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης. Η θέση για παλλαϊκό κράτος στηρίχτηκε θεωρητικά στην άποψη ότι το κράτος απονεκρώνεται, αφού δεν υπάρχουν ανταγωνίστριες τάξεις, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι. Η απονέκρωση του κράτους είναι μια μακροχρόνια διαδικασία που σύμφωνα με το Λένιν ολοκληρώνεται μόνο όταν πραγματοποιηθεί η ανώτερη φάση του κομμουνισμού.
Σαφής είναι επίσης η τοποθέτηση του Λένιν ότι ανάμεσα στη δικτατορία του προλεταριάτου και την απονέκρωση του κράτους δε μεσολαβεί άλλη μορφή πολιτικής εξουσίας. Το κράτος που απονεκρώνεται είναι η δικτατορία του προλεταριάτου32.
Οι ηγεσίες του ΚΚΣΕ από το 1956 μέχρι την «περεστρόικα» απέρριψαν τη θέση της δυνατότητας όξυνσης της ταξικής πάλης στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, υποτιμήθηκε η δυνατότητα εξέλιξης σε ανταγωνισμούς των αντιθέσεων ανάμεσα στην εργατική τάξη, στους ατομικούς και συνεταιρισμένους παραγωγούς, αλλά και στο τεχνικό διευθυντικό στρώμα στο σοσιαλισμό, των κοινωνικών διαφοροποιήσεων.
Υπερεκτίμησαν την «ενότητα» της σοβιετικής κοινωνίας και την «ενότητα του λαού».
Οι κατευθύνσεις του 20ού Συνεδρίου για «ποικιλία μορφών μετάβασης των διάφορων χωρών στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις» αξιοποιήθηκαν από τις ηγεσίες ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων της καπιταλιστικής Ευρώπης και ιδιαίτερα του οπορτουνιστικού ρεύματος του ευρωκομμουνισμού, ως θεωρητικό υπόβαθρο εγκατάλειψης της επιστημονικής θεωρίας του σοσιαλισμού. Στο όνομα των εθνικών ιδιομορφιών και ιδιαιτεροτήτων αναθεωρήθηκαν οι νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, προβλήθηκαν απόψεις ότι μέσω «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» και της «πολιτικής δημοκρατίας» είναι δυνατό να μεταλλαγεί το καπιταλιστικό σύστημα σε σοσιαλιστικό, δίχως το επαναστατικό άλμα. Ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός» του Μπερνστάιν, τα επιχειρήματα της 2ης Διεθνούς για ειρηνική κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας με κοινοβουλευτικά μέσα υιοθετήθηκαν από τον ευρωκομμουνισμό.
Ο Σαντιάγκο Καρίγιο, ηγέτης του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και πρωτεργάτης του ευρωκομμουνισμού, στο έργο του «Ευρωκομμουνισμός και κράτος» γράφει:
«Το πρόβλημα που τίθεται είναι στην ουσία, αν οι εργαζόμενοι των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών είναι σε θέση να επιβάλουν την ηγεμονία τους χωρίς προσφυγή στη δικτατορία του προλεταριάτου»33. Συνεχίζοντας την αναθεωρητική του σκέψη εκτιμούσε ότι στην εποχή των Μαρξ - Ενγκελς και στην προεπαναστατική Ρωσία επειδή το προλεταριάτο ήταν μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού, γι’ αυτό το λόγο ο μόνος τρόπος να καταλάβει την εξουσία ήταν η βία και η επιβολή της δικτατορίας του. Κάτι που για τον αναθεωρητή Καρίγιο δεν ισχύει στη σύγχρονη εποχή:
«Στις ανεπτυγμένες όμως χώρες της Ευρώπης και στον καπιταλιστικό κόσμο οι εργαζόμενοι αποτελούν σήμερα τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας και οι δυνάμεις της κουλτούρας με τη μεγάλη της κοινωνική σημαία και τη μεγάλη της αριθμητική βαρύτητα, όλο και προσεγγίζουν τις θέσεις της εργατικής τάξης. Είναι φανερό ότι μια τέτοια κατάσταση διαφέρει κατά πολύ από εκείνες, στις οποίες οι Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν θεωρούσαν τη δικτατορία του προλεταριάτου απαραίτητη»34.
Οι δυνάμεις του σύγχρονου δεξιού οπορτουνισμού, πολιτικοί απόγονοι του ευρωκομουνισμού, αποθεώνουν την αστική δημοκρατία και αναπαράγουν την αντίληψη περί «δημοκρατικού σοσιαλισμού», στρέφοντας πάντα τα βέλη τους στην καρδιά της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, δηλαδή στο ζήτημα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη.
Με διαφορετικές διατυπώσεις, αλλά με συμφωνία στο κύριο, αρνούνται στο προλεταριάτο να οργανωθεί σε κυρίαρχη τάξη μέσω της επαναστατικής εξουσίας του, να διεξάγει την ταξική πάλη ως το τέλος της, δηλαδή ως την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων, ως την εξάλειψη όλων των πηγών της κοινωνικής ανισότητας.
Οπως σημείωνε ο Λένιν:
«Μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Εδώ βρίσκεται και η βαθύτερη διαφορά του μαρξιστή από το μικρό (μα και μεγάλο) αστό της αράδας […]
[…] δεν είναι παράξενο πως, όταν η ιστορία της Ευρώπης έφερε πρακτικά την εργατική τάξη κοντά σ’ αυτό το ζήτημα, όχι μόνο όλοι οι οπορτουνιστές και ρεφορμιστές αλλά και οι “καουτσκιστές” (οι άνθρωποι που ταλαντεύονται ανάμεσα στο ρεφορμισμό και στο μαρξισμό) αποδείχθηκαν θλιβεροί Φιλισταίοι και μικροαστοί δημοκράτες, που απαρνούνται τη δικτατορία του προλεταριάτου»35.