Η σοσιαλδημοκρατία έχει μακρά ιστορία. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD), ο πιο επιφανής εκπρόσωπος της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας διαχρονικά, ιδρύθηκε, ενοποιώντας διάφορες σοσιαλιστικές εργατικές οργανώσεις που υπήρχαν από πριν, το 1875 (το δανέζικο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είχε ιδρυθεί από το 1871 και ήταν τμήμα της Α΄ Διεθνούς των Εργατών) και ακολούθησε η ίδρυση και άλλων σοσιαλδημοκρατικών, σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης (στη Γαλλία το 1879, σε Ολλανδία και Βέλγιο τη δεκαετία 1884-1894, στη Σκανδιναβία επίσης στη δεκαετία του 1880 κ.α.). Επρόκειτο για μαζικά εργατικά κόμματα που αποτελούσαν αντανάκλαση της ραγδαίας ανάπτυξης του καπιταλισμού, της μεγάλης αύξησης της εργατικής τάξης και της ανόδου του εργατικού κινήματος και τα οποία έθεταν ως στόχο την ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Τα κόμματα αυτά στην πλειονότητά τους είχαν ως κεντρικό στοιχείο της επίσημης ιδεολογίας τους το μαρξισμό (δίχως ωστόσο να λείπει και η επίδραση άλλων ρευμάτων προμαρξιστικού-σοσιαλιστικού, μικροαστικού-σοσιαλιστικού, αλλά και αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα) και στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής τους σε σημαντικό βαθμό καθοδηγούνταν θεωρητικά από τους ίδιους τους ιδρυτές του επιστημονικού κομμουνισμού και κυρίως από τον Ενγκελς. Το 1889 ιδρύθηκε η Β΄ Διεθνής, ο απόγονος της οποίας (Σοσιαλιστική Διεθνής) υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Η σοσιαλδημοκρατία λοιπόν ξεκίνησε σαν αυτοτελής έκφραση του εργατικού κινήματος, σαν μαζικός πολιτικός φορέας και πρωτοπορία της εργατικής τάξης που στόχευε στη σοσιαλιστική επανάσταση, στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου και στην οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Πώς λοιπόν κατέληξε σήμερα να συνιστά ένα αστικό κόμμα που δρα ενάντια στο επαναστατικό κίνημα;
Η αρχική εργατική σοσιαλδημοκρατία πέρασε στην ιστορία της μια σειρά από μεταμορφώσεις και αλλοιώσεις ώσπου να φτάσει στη σημερινή κατάσταση. Θα προσπαθήσουμε να αναπαραστήσουμε στη συνέχεια αυτή την ιστορική πορεία, παραθέτοντας ορισμένα στάδια ή φάσεις εξέλιξης της στρατηγικής της, μετά την ολοκλήρωση του καθενός εκ των οποίων η σοσιαλδημοκρατία έβγαινε κάθε φορά όλο και πιο συντηρητική, όλο και πιο μακριά από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, φτάνοντας μέχρι του σημείου να συνιστά σήμερα μια από τις κυριότερες αντεπαναστατικές και αντικομμουνιστικές δυνάμεις στο σύγχρονο κόσμο. Ας αναφερθεί εδώ ότι η περιοδολόγηση που επιχειρείται είναι απλώς ενδεικτική, δε βασίζεται στη μελέτη όλων των πλευρών της εξέλιξης της σοσιαλδημοκρατίας και της σχέσης της με το εργατικό κίνημα και την πολιτική οργάνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά αποτελεί μόνο έναν τρόπο για να εκτεθούν ορισμένες σκέψεις για τον ιστορικό και σύγχρονο ρόλο της που ενδεχομένως συμβάλλουν στη σημερινή συζήτηση στο πλαίσιο του Κόμματος και του κινήματος. Επίσης, η περιοδολόγηση αυτή αναφέρεται όχι αποκλειστικά στον πραγματικό πολιτικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας σε κάθε περίοδο, αλλά και στο πώς η ίδια ορίζει κάθε φορά το στρατηγικό της στόχο, δηλαδή το σοσιαλισμό (άρα και το πώς μεταβάλλεται η αντίληψή της για τον ίδιο το σοσιαλισμό στην πορεία του χρόνου), καθώς και τα μέσα με τα οποία τον προωθεί.
Α. ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ 1889 - 1914: ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Οπως προαναφέρθηκε, στην αρχική περίοδο όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έθεταν σαν προγραμματικό στόχο τους τη σοσιαλιστική επανάσταση, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Επρόκειτο για την εποχή που είχε ήδη ξεκινήσει το πέρασμα από τον προμονοπωλιακό στο μονοπωλιακό καπιταλισμό. Η δοσμένη περίοδος στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες χαρακτηριζόταν από τη ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας, την εμφάνιση και ενδυνάμωση των μονοπωλίων, την ένταση της αποικιοκρατίας. Χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν η σχετικά ειρηνική ανάπτυξη του καπιταλισμού στο εσωτερικό των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, δηλαδή η απουσία μεγάλων πολεμικών αναμετρήσεων και αναταραχών στα εδάφη τους. Σε αυτές τις συνθήκες και με το εργατικό κίνημα συνεχώς να αναπτύσσεται, να δημιουργεί ισχυρές οργανωτικές συνδικαλιστικές δομές και το δικό του πολιτικό φορέα, να κερδίζει συχνά νέες κατακτήσεις, η αστική τάξη υποχρεώνεται να ελιχθεί και να προσαρμόσει την πολιτική και την ιδεολογία της, καθώς και το ίδιο της το κράτος με τρόπο ώστε να περιορίσει την απειλή της επανάστασης. Κατακτιέται το «καθολικό» δικαίωμα ψήφου3, το οποίο τα εργατικά σοσιαλιστικά κόμματα αξιοποιούν αμέσως και αποκτούν πρόσβαση στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Σταδιακά ωστόσο η κυρίαρχη θέση του επαναστατικού μαρξισμού (που δεν ήταν ποτέ απόλυτη) αρχίζει να υποχωρεί μέσα στο κόμμα, ενώ δυναμώνει το οπορτουνιστικό ρεύμα. Η κοινωνική βάση της εμφάνισης και ισχυροποίησης του οπορτουνισμού ήταν η εμφάνιση της εργατικής αριστοκρατίας και γραφειοκρατίας μέσα στην εργατική τάξη, δηλαδή ορισμένων ανώτερων στρωμάτων των εργατών, η θέση των οποίων είχε καλυτερέψει δυσανάλογα σε σχέση με το σύνολο της τάξης και τα οποία έτειναν ουσιαστικά να «εξαγοραστούν» κοινωνικά από την αστική τάξη και το κράτος της, διαχωρίζοντας τον εαυτό τους από το σύνολο της εργατικής τάξης και ενισχύοντας τις τάσεις συμβιβασμού και συμφιλίωσης με την κοινωνία της εκμετάλλευσης4. Στο θεωρητικό επίπεδο των κομμάτων ο μαρξισμός (διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός) χάνει έδαφος από το μεταφυσικό υλισμό, τον καντιανισμό και το θετικισμό (στη βάση των οποίων εμφανίστηκε το ρεύμα της αναθεώρησης του μαρξισμού), στο ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο ο επαναστατισμός δίνει χώρο στον εξελικτισμό (βλ. ρεφορμισμό), ο πολιτικός χαρακτήρας και προσανατολισμός της πάλης στον οικονομισμό. Εμφανίζεται και αποκτά δύναμη μέσα στη σοσιαλδημοκρατία το ρεύμα εκείνο που στη θεωρία βασιζόταν στην αναθεώρηση του μαρξισμού, στην πολιτική πρακτική χαρακτηριζόταν από οπορτουνισμό και που ονομάστηκε ρεφορμισμός («εργατικός ρεφορμισμός»), με πιο επιφανή και «εμβληματικό» εκπρόσωπο τον Ε. Μπερνστάιν. Η ειρηνική και συνεχής καπιταλιστική ανάπτυξη για μια ολόκληρη γενιά, η γενίκευση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών (που τότε ήταν ακόμη κάτι καινούργιο για τους εργαζόμενους), η νέα διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης και η εμφάνιση της εργατικής αριστοκρατίας και γραφειοκρατίας, μερικές φορές η θεωρητική αδυναμία των ηγεσιών ή και της βάσης των εργατικών κομμάτων (σε μεγάλο βαθμό επρόκειτο για καθαρά «εργατικά κόμματα» όσον αφορά τη σύνθεσή τους και αποτελούνταν από χειρώνακτες και συχνά πρώτης γενιάς εργάτες με συγκριτικά χαμηλό επίπεδο μόρφωσης και πολιτικής εμπειρίας, κάτι που έχει σημασία όσον αφορά το θεωρητικό και πολιτικό έλεγχο και κριτική των ηγετών από πλευράς τους, ιδιαίτερα όταν οι ηγέτες προέρχονταν από μορφωμένα αστικά στρώματα), ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Ενγκελς, οδήγησαν τα σοσιαλδημοκρατικά εργατικά κόμματα σε ανεπαίσθητες -λόγω του βαθμιαίου χαρακτήρα τους- αλλά ουσιαστικές ιδεολογικές και πολιτικές μετατοπίσεις. Εφτασαν να είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένα από τη μια στη συνδικαλιστική οργάνωση και την οικονομική πάλη και από την άλλη στο «σοσιαλισμό της ψηφοδόχου», δηλαδή στην προσπάθεια να αλλάξουν πολιτικά την κοινωνία κατά κύριο λόγο με κοινοβουλευτικές μεθόδους, με τη δύναμη κυρίως της εργατικής και λαϊκής ψήφου (υπό την επίδραση και του γεγονότος της απουσίας μεγάλων κρίσεων και επαναστατικών καταστάσεων που χαρακτήριζαν την προηγούμενη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος, βλ. λ.χ. τις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις του 1848 ή ακόμα περισσότερο την Κομμούνα του Παρισιού το 1871), τείνοντας έτσι να υποκαταστήσουν το σκοπό με το μέσο της δράσης. Παρότι υπήρξαν πολλές αντιστάσεις σε αυτή την εξέλιξη και παρά την έντονη ιδεολογική πάλη που διεξαγόταν μέχρι και το ξεκίνημα του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου στο εσωτερικό της σοσιαλδημοκρατίας, στην πιο κρίσιμη καμπή της πάλης αποδείχτηκε ότι ο επαναστατικός της χαρακτήρας είχε προ πολλού διαβρωθεί.
Παρά το φραστικό προσανατολισμό στη σοσιαλιστική επανάσταση, πολλοί ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας, στην πράξη, ούτε προσανατολίζονταν σε αυτή ούτε την περίμεναν. Ενδεικτικά, όπως αναφέρει ένας σύγχρονος συγγραφέας, «το 1899, ο Auer (σ.σ. IgnazAuer, τότε Γραμματέας του SPD) έγραψε στον Μπερνστάιν: “Καλέ μου Ede, δεν είναι ποτέ δυνατό να πάρουμε τυπικές αποφάσεις για να υλοποιήσουμε τα πράγματα που προτείνεις, αυτά που προτείνεις δεν λέγονται, απλώς γίνονται”... Σταδιακά όμως οι ηγέτες του SPD ούτε έκαναν τα πράγματα που έλεγαν ούτε μπορούσαν να πουν τα πράγματα που έκαναν»5. Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα και στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα άλλων χωρών (στη Γαλλία με το Μιλλεράν και το Ζωρές, στην Αυστρία με τον Οττο Μπάουερ και το Χίλφερτιγκ, στην Ολλανδία και αλλού). Ο επαναστατικός δρόμος εγκαταλειπόταν σιγά-σιγά χωρίς ρητή αποκήρυξη. Χρειάστηκε το γεγονός της κήρυξης του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου για να φανεί το μέγεθος της πολιτικής και ιδεολογικής μετατόπισης της σοσιαλδημοκρατίας, η πλήρης άρνηση της επαναστατικής στρατηγικής από μεριάς της, η απόλυτη προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης όλων των χωρών. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα κυριότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ακολούθησαν πιστά τις αστικές τάξεις των χωρών τους στο γενικευμένο μακελειό των ευρωπαϊκών (και όχι μόνο) λαών για τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Τότε επέρχεται και η διάσπαση στο εσωτερικό της σοσιαλδημοκρατίας, το επαναστατικό τμήμα της οποίας ιδρύει τα κομμουνιστικά κόμματα και στη συνέχεια την Κομμουνιστική Διεθνή. Ετσι συντελείται το γνωστό ιστορικό «σχίσμα» και διάσπαση του συνολικού εργατικού κινήματος σε κάθε χώρα και διεθνώς, σε επαναστατικό και ρεφορμιστικό, που συνεχίστηκε και αργότερα6.
Το «σχίσμα» αυτό, μεταξύ επαναστατικού και ρεφορμιστικού εργατικού κινήματος, αποτελούσε αντανάκλαση των αλλαγών που είχαν επέλθει στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Το τελευταίο είχε πια περάσει στο ανώτατο και τελευταίο, δηλαδή στο μονοπωλιακό του στάδιο ανάπτυξης και το γεγονός αυτό σηματοδοτούσε την εμφάνιση μιας νέας ιστορικής εποχής, της εποχής «του ιμπεριαλισμού και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων». Από τη σκοπιά της λογικής της ανάπτυξης του κινήματος της εργατικής τάξης, αν τα χρόνια από το 1875 μέχρι το 1900 αντιστοιχούσαν στη φάση της συγκρότησης των μαζικών εργατικών κομμάτων, δηλαδή στη φάση της συγκέντρωσης των δυνάμεων της εργατικής τάξης και στην τοποθέτηση -σε μαζική, πρακτική βάση- του «κοινωνικού ζητήματος» (δηλαδή της ανάγκης επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας), η κατοπινή περίοδος αντιστοιχούσε πια στην επίλυσή του, δηλαδή στην πραγματοποίηση της κοινωνικής επανάστασης και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Συνεπώς άλλαξε ο χαρακτήρας της εποχής, άρα και τα καθήκοντα που έμπαιναν μπροστά στο επαναστατικό εργατικό κίνημα7.
Με το γεγονός αυτό, με το «κραχ», κατά το Λένιν, δηλαδή την απόλυτη πολιτική χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατίας ως εκφραστή της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης, τελειώνει η πρώτη φάση ζωής αυτού του πολιτικού ρεύματος, ενώ ταυτόχρονα συντελείται κατά κάποιο τρόπο η διαμόρφωση αυτού που ονομάζεται σήμερα «σοσιαλδημοκρατία», γεννιέται δηλαδή η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία σαν μια δύναμη στην υπηρεσία της αστικής τάξης. Στη διάρκεια αυτής της πρώτης φάσης διαμορφώνεται η νέα, μη επαναστατική πια, στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας που συνίσταται στην επίτευξη του σοσιαλισμού διαμέσου μεταρρυθμίσεων εντός του καπιταλιστικού συστήματος, στρατηγική που θα αναπτυχθεί περαιτέρω στο μεσοπόλεμο, όταν η σοσιαλδημοκρατία θα μετέχει πιο ενεργά και θα ενσωματωθεί στο αστικό πολιτικό σύστημα. Η πρώτη και σημαντικότερη λοιπόν μεταμόρφωση της σοσιαλδημοκρατίας συντελέστηκε στην πρώτη περίοδο της ύπαρξής της, όταν από έκφραση της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης και της επανάστασης γίνεται -ξεκινώντας από την οπορτουνιστική παρέκκλιση- μη επαναστατική και στην πορεία αντεπαναστατική δύναμη.
Β. ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ 1918 - 1940:ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Στη διάρκεια του μεσοπολέμου και στο πλαίσιο της διάσπασης που είχε προκύψει στο εργατικό κίνημα και του ανταγωνισμού με τους κομμουνιστές, η σοσιαλδημοκρατία8 συντηρητικοποιείται ολοένα και περισσότερο. Στη διάρκεια της επαναστατικής ανόδου του εργατικού κινήματος, που διαρκεί από το 1917 μέχρι το 1923, λειτουργεί σταθερά ως αντεπαναστατική δύναμη, ιδιαίτερα μάλιστα στο ίδιο το λίκνο της, τη Γερμανία και συντελεί καθοριστικά στη διαδικασία μερικής σταθεροποίησης του καπιταλιστικού συστήματος που ακολουθεί. Ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας σε αυτή την περίοδο υπήρξε καθοριστικός και για την περαιτέρω εξέλιξή της ως ρεύματος γιατί τότε, για πρώτη φορά, τοποθετήθηκε ανοιχτά ενάντια στη σοσιαλιστική επανάσταση και συντέλεσε, συμμετείχε ενεργά, στην πράξη, σε συμμαχία με τις αστικές δυνάμεις, στην κατάπνιξη των εργατικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων, ενώ διατηρούσε σταθερά αντισοβιετικές θέσεις (πράγμα που αποτελεί θεμελιακό κριτήριο για τον καθορισμό της ταξικής ιδεολογίας που κυριαρχούσε σε αυτή).
Σε όλο το διάστημα του μεσοπολέμου και μέσα από διαμάχες και εσωτερικές έριδες, διασπάσεις και επανενώσεις («Διεθνής του Αμστερνταμ» και «2½ Διεθνής» κλπ.) προχωρά στην περαιτέρω διαμόρφωση της στρατηγικής της, δηλαδή της στρατηγικής που βασίζεται στην απόρριψη του επαναστατικού δρόμου αλλαγής της κοινωνίας. Στο μεσοπόλεμο υπήρξαν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που έλαβαν μέρος σε κυβερνήσεις των χωρών τους (Γερμανία, Σουηδία, Βρετανία), είτε ως επικεφαλής πολιτικών συνασπισμών είτε ως εταίροι. Ο εξελικτισμός και ρεφορμισμός της προηγούμενης περιόδου ολοκληρώνεται. Η σοσιαλδημοκρατία θέτει καθαρά σαν στόχο της την επίτευξη του σοσιαλισμού διαμέσου κρατικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Δίχως ρητή διατύπωση στα πολιτικά κομματικά προγράμματα, δια της διολίσθησης, η σύνδεση με το μαρξισμό και την επανάσταση αποκόβεται στην πράξη και -όπως έδειξε η Ιστορία- οριστικά πλέον. Διαμέσου του κράτους και των σταδιακών μεταρρυθμίσεων, κατά τους σοσιαλδημοκράτες, ο καπιταλισμός ήταν δυνατό να μετατραπεί σε σοσιαλισμό. Το όργανο γι’ αυτό το μετασχηματισμό θα ήταν οι κοινωνικοποιήσεις και οι κοινωνικοποιήσεις θα είχαν τη μορφή των κρατικοποιήσεων. Ετσι εμφανίζεται ο λεγόμενος «σοσιαλδημοκρατικός κρατισμός» που ιστορικά συνδέεται πολύ στενά με τις πρακτικές κρατικού παρεμβατισμού στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες που ακολούθησαν τη μεγάλη κρίση του 1929 και ταυτόχρονα αποτελούσαν έκφραση της εμφάνισης και εδραίωσης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού σε αυτές.
Από τις χώρες στις οποίες κυβέρνησαν οι σοσιαλδημοκράτες στο μεσοπόλεμο, μόνο σε μία κατάφεραν να προωθήσουν πρακτικά αυτή τη νέα στρατηγική οι ίδιοι και συγκεκριμένα στη Σουηδία (αρχές της δεκαετίας του 1930), όπου εφαρμόστηκαν κεϋνσιανές μέθοδοι και πολιτικές. Στις υπόλοιπες χώρες, όπου η σοσιαλδημοκρατία μετείχε στην κυβέρνηση, δεν κατάφερε να εφαρμόσει παρόμοιες πολιτικές, αλλά έμεινε προσηλωμένη στις «ορθόδοξες» αστικές οικονομικές πολιτικές που υπήρχαν και πριν9. Είναι ενδεικτικό για το «σοσιαλιστικό» χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής το γεγονός ότι οι κεϋνσιανές πολιτικές και οι γενικά κρατικομονοπωλιακές πολιτικές κρατικής παρέμβασης και ρύθμισης της οικονομίας (με τις «γενναίες» δημόσιες -βλ. κρατικές- δαπάνες και την τόνωση της απασχόλησης κλπ.) εφαρμόστηκαν πλατιά στις ΗΠΑ του «newdeal» του Ρούζβελτ -με αδιαφιλονίκητα αστική ηγεσία και πρωτοβουλία- και στη ναζιστική Γερμανία (ενώ η σοσιαλδημοκρατία ήταν ήδη εκτός νόμου, όπως και όλοι οι δημοκρατικοί και εργατικοί σχηματισμοί), καθώς και σε άλλες χώρες, επίσης με πρωτοβουλία και πρακτικές των ίδιων των αστικών κομμάτων. Αυτό σήμαινε ότι η σοσιαλδημοκρατία, ως εργατικός ρεφορμισμός, προσέγγιζε όλο και περισσότερο τον καθαρά αστικό ρεφορμισμό, ταυτιζόταν με τον τελευταίο στην πράξη, αν και όχι ακόμη ολοκληρωτικά στη θεωρία.
Το διάστημα του μεσοπολέμου υπήρξε καθοριστικό για την εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας γιατί ολοκληρώθηκε ο χαρακτήρας και η ταξική της ουσία, διαμορφώθηκε η στρατηγική της, πέρασε καθαρά στην υπηρεσία του αστικού πολιτικού συστήματος και κράτους10. Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ιδιαίτερα, το ισχυρότερο δηλαδή σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με τη μεγαλύτερη ιστορία και κύρος, ήταν αναγκαίο συστατικό στοιχείο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στήριξε ενεργά και βοήθησε την καπιταλιστική κυριαρχία στις πιο δύσκολες ιστορικές στιγμές της σε αυτή τη χώρα.
Στην Ελλάδα ο πολιτικός φορέας της εργατικής τάξης εμφανίζεται ακριβώς στη μεσοπολεμική περίοδο. Το 1918 ιδρύθηκε το ΣΕΚΕ που στην πορεία μετονομάζεται σε ΚΚΕ. Η ίδρυσή του, καρπός της εμφάνισης και ανάπτυξης της εργατικής τάξης, των αγώνων και του κινήματός της στην Ελλάδα (σαν συνέπεια της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη χώρα που με τη σειρά της βασίστηκε και στην ολοκλήρωση της ελληνικής κρατικής οντότητας, δηλαδή της ελληνικής «επικράτειας», στο διάστημα 1912-1922) επιταχύνθηκε λόγω της επήρειας και της ακτινοβολίας της Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά και της διεθνούς δουλειάς των μπολσεβίκων και των κομμουνιστών των Βαλκανίων. Λόγω του χρόνου εμφάνισής του, ο πολιτικός φορέας της εργατικής τάξης της Ελλάδας δεν περνά από το αρχικό σοσιαλδημοκρατικό στάδιο ανάπτυξης του πολιτικού εργατικού κινήματος, όπως σε άλλες, πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Βεβαίως, βιώνει μέσα στην εσωκομματική πάλη την αντιπαράθεση με διάφορες εκδοχές του ρεφορμισμού, ο οποίος είναι παρών και μέσα στο κόμμα αρχικά, αλλά πλειοψηφία και άρα κυρίαρχη φυσιογνωμία παραμένει πάντα η κομμουνιστική σε όλο αυτό το διάστημα. Δηλαδή ο πολιτικός φορέας της εργατικής τάξης στην Ελλάδα ξεκινά κατευθείαν από το κομμουνιστικό στάδιο (δίχως δηλαδή να διέλθει από τη μορφή κόμματος που πέρασε σε άλλες χώρες από τη δεκαετία του 1870 και μετά), διαμορφώνεται οριστικά ως κομμουνιστικό κόμμα (εθνικό τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς) από την πρώτη δεκαετία της ύπαρξής του.
Η διαδικασία σχηματισμού και περαιτέρω διαμόρφωσης της στρατηγικής και άρα της φυσιογνωμίας του ΚΚΕ συνδέεται με τη διαρκή πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό και το ρεφορμισμό, τόσο μέσα στο Κόμμα όσο και στο ευρύτερο εργατικό κίνημα και τους αγώνες του. Το γεγονός ότι το ΚΚΕ είναι το σημαντικότερο κόμμα της εργατικής τάξης στο μεσοπόλεμο δε σημαίνει ότι δεν υπήρχαν σημαντικές δυνάμεις εργατικού ρεφορμισμού στη χώρα, οι οποίες μάλιστα έλεγχαν από ένα σημείο και πέρα και την ανώτερη οργάνωση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, δηλαδή τη ΓΣΕΕ (χάρη στο βίαιο αποκλεισμό κομμουνιστών αντιπροσώπων από αυτή, με τη βοήθεια των αστικών κομμάτων και κυβερνήσεων και των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών και επεμβάσεων - σε απάντηση προς όλα αυτά τα μέτρα ιδρύθηκε τότε και η Ενωτική ΓΣΕΕ που ακολουθούσε συνεπή ταξική γραμμή στο εργατικό κίνημα).
Οι δυνάμεις του ρεφορμισμού στο εργατικό κίνημα βοηθούνταν και σε σημαντικό βαθμό κηδεμονεύονταν από αστικά κόμματα και κυρίως από τους φιλελεύθερους, με αποτέλεσμα το ρεύμα αυτό (που εξέφραζε κοινωνικά τα τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας στην Ελλάδα και αντιστοιχούσε ιδεολογικά και πολιτικά στη ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία της Δυτικής Ευρώπης) να μην καταφέρει να αποκτήσει ισχυρή παρουσία στην ελληνική πολιτική ζωή ως μαζικό αυτοτελές σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Μερικοί σημαντικοί λόγοι για αυτό ενδεχομένως να ήταν: α) Η κοινωνική δομή της χώρας (μεγάλα -πλειοψηφικά- στρώματα μικρών και μεσαίων αγροτών κυρίως, που καθόριζαν σε σημαντικό βαθμό τη συνολική φυσιογνωμία της). β) Η μη λύση του πολιτειακού ζητήματος (βλ. το θεσμό της βασιλείας που λειτουργούσε σαν ένα επιπλέον -και ισχυρό μάλιστα- κέντρο άσκησης εξουσίας, συνδεδεμένο με ντόπια αστικά στρώματα, αλλά και με ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις). Και αυτή βέβαια οφειλόταν βασικά στις υφιστάμενες ταξικές σχέσεις στη χώρα (εδώ βλ. και τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης και τις σχέσεις τμημάτων της με αστικές τάξεις ιμπεριαλιστικών χωρών) και περιέπλεκε, καθυστερούσε τον αστικό εκσυγχρονισμό της, με συνέπεια τον ανεβασμένο πολιτικό ρόλο του αστικού κόμματος των φιλελεύθερων κεντρώων, που κατέληγαν να «πατρονάρουν», να υποκαθιστούν και να ενσωματώνουν και πολιτικές εκφράσεις των ανώτερων στρωμάτων της εργατικής τάξης και άλλων εργαζομένων, υπαλλήλων, αγροτών κλπ. (βλ. εδώ και τις πρωτοβουλίες και τη συμβολή των φιλελεύθερων στη σύσταση της εργατικής νομοθεσίας, από το 1911 κιόλας, τη διαρκή ενασχόλησή τους με τα «εργατικά ζητήματα», στον αποκλεισμό των κομμουνιστών από τη ΓΣΕΕ, στην ψήφιση του αντικομμουνιστικού νόμου περί του λεγόμενου «ιδιωνύμου αδικήματος» κ.ο.κ.). Παρόλα αυτά δημιουργήθηκαν στο μεσοπόλεμο στην Ελλάδα εργατο-ρεφορμιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί, με σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ) και αργότερα η Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ) με επικεφαλής τον Η. Τσιριμώκο, οι οποίοι, μάλιστα, μαζί και με το Αγροτικό Κόμμα, συνεργάστηκαν με το ΚΚΕ για την ίδρυση του ΕΑΜ, στην περίοδο της φασιστικής κατοχής. Στο πλαίσιο μάλιστα της συμμετοχής τους στο ΕΑΜ και σε συνδυασμό με την πολιτική του ΚΚΕ στη δοσμένη χρονική περίοδο, οι σοσιαλδημοκρατικοί αυτοί σχηματισμοί συνέβαλαν στις πολιτικές και ιδεολογικές ζυμώσεις που οδήγησαν στην ίδρυση της ΕΔΑ αργότερα, καθώς και στη διαμόρφωση της πολιτικής και ιδεολογικής ζωής της ελληνικής κοινωνίας συνολικότερα στη μεταπολεμική περίοδο11.
Γ. ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ 1945 - 197512: ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Αν στο μεσοπόλεμο η σοσιαλδημοκρατία, οδηγημένη από τον οπορτουνισμό και τις ρεφορμιστικές αντιλήψεις της, στάθηκε πολύτιμος βοηθός της αστικής τάξης, μεταπολεμικά μετατράπηκε σε βασικό και αναγκαίο συστατικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος της καπιταλιστικής κοινωνίας σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκε μια νέα διεθνής κατάσταση (τα θεμέλια, ωστόσο, της οποίας είχαν τεθεί εν μέρει ήδη από την περίοδο της νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία και το άλμα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1930). Μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες ξέφυγαν από τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, με συνέπεια να δημιουργηθεί μια διεθνής σοσιαλιστική κοινότητα κρατών. Η ΕΣΣΔ, το φυσικό οικονομικό, πολιτικό, καθοδηγητικό κέντρο αυτής της νέας κοινότητας, παρά τις τεράστιες πολεμικές καταστροφές, βγήκε από τον πόλεμο με πολύ πιο ανεβασμένο κύρος και επιρροή στη διεθνή πραγματικότητα, λόγω και της καθοριστικής συνεισφοράς της στην αντιφασιστική νίκη. Ξεκίνησε η τελική φάση της λύσης του παλιού τύπου αποικιοκρατικού ζητήματος. Το εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών έβγαινε κι αυτό δυνατό μέσα από την αντιφασιστική πάλη και αντίσταση13. Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός τα πρώτα χρόνια μετά από τον πόλεμο βρέθηκε πιο εύθραυστος από πριν οικονομικά και κυρίως πολιτικά. Το κρίσιμο στοιχείο ήταν το πολιτικό. Αν ο καπιταλισμός κατάφερνε να μην κινδυνέψει από το κίνημα της εργατικής τάξης, η οποία είχε μαζικά συμμετάσχει στον αντιφασιστικό αγώνα (κάτι για το οποίο είχε εξαιρετική σημασία ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης στα αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης και κυρίως ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών-ρεφορμιστών μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα), αν δηλαδή εξασφαλιζόταν η αποσόβηση ή η περιθωριοποίηση της επιρροής του επαναστατικού κινήματος μέσα στην εργατική τάξη και το λαό προς όφελος των αστικών δυνάμεων (και εδώ ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ως έκφρασης της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής στο εργατικό κίνημα ήταν καθοριστικός), η τεράστια οικονομική καταστροφή του πολέμου θα μπορούσε να του προσφέρει πολύ μεγάλα περιθώρια ανανεωμένης ζωτικότητας, αφού ο μεγάλος πόλεμος, σε τελευταία ανάλυση, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η λύση της οικονομικής κρίσης που είχε ξεσπάσει το 1929. Το ίδιο το τεράστιο μέγεθος της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων συνιστούσε την κύρια προϋπόθεση ξεπεράσματος της κρίσης.
Η αναγκαία οικονομική βοήθεια και στήριξη (με ό,τι βέβαια σημαίνει «βοήθεια» και «στήριξη» στις σχέσεις μεταξύ καπιταλιστικών κρατών και ολιγαρχιών) ήρθε με το «σχέδιο Μάρσαλ», που έδωσε διέξοδο τόσο στις ΗΠΑ όσο και στις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες. Η πολιτική λύση δόθηκε κατ’ αρχάς με τη μονομερή κήρυξη του «ψυχρού πολέμου» και την οργάνωση του «δυτικού στρατοπέδου» σε στρατιωτικο-πολιτικό συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων καπιταλιστικών οικονομιών διευρύνθηκε και γενικεύτηκε η εφαρμογή των πολιτικών κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης που είχαν αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό προπολεμικά. Για αρκετά χρόνια φαίνεται να μεσουρανεί ο περίφημος κεϋνσιανισμός και η λεγόμενη «κρατική ρύθμιση της οικονομίας», της απασχόλησης, της ζήτησης κλπ. δια των μεγάλων κρατικών επενδύσεων. Ηταν μια λύση αναγκαστική για τις καπιταλιστικές ολιγαρχίες μέχρι να αναπτυχθούν και πάλι αρκετά ώστε να αναλάβει (εξίσου αναγκαστικά) εκ νέου, και από πιο προωθημένη βάση εκκίνησης, το ίδιο το ιδιωτικό κεφάλαιο τους τομείς που τώρα αναλάμβανε ο συλλογικός καπιταλιστής. Οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης ήταν δίχως προηγούμενο, με εξαίρεση ίσως το ανάλογο ιστορικό διάστημα 1875-1900 στο παρελθόν. Μετά τα πρώτα οχτώ-δέκα χρόνια της ανοικοδόμησης (όταν η οικονομική κατάσταση των εργαζομένων κάθε άλλο παρά καλή ήταν, ιδιαίτερα στις ηττημένες καπιταλιστικές χώρες, όπως στη Δυτική Γερμανία) η οικονομία έφτασε να αναπτύσσεται με πολύ μεγάλο δυναμισμό. Παράλληλα με την υποστήριξη της βιομηχανίας και των μεγάλων έργων υποδομής με τεράστιες επενδύσεις, το κράτος ανέλαβε να καλύψει τις ανάγκες της δια της προετοιμασίας και αναπαραγωγής του απαραίτητου εργατικού δυναμικού, των ικανοτήτων και δεξιοτήτων που απαιτούνταν για το καπιταλιστικό αναπτυξιακό «μπουμ». Γενικεύονται τότε τα προγράμματα κρατικής οικοδόμησης του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος του καπιταλισμού, του συστήματος υγείας και περίθαλψης, του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας από τη φτώχεια κλπ. Επρόκειτο για μια εποχή (ιδιαίτερα η δεκαπενταετία 1950-1965) με μεγάλη και διαρκή οικονομική μεγέθυνση, συγκριτικά χαμηλή ανεργία, μεγάλη οικονομική μετανάστευση προς τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες με όρους πολύ διαφορετικούς από τους σημερινούς, επρόκειτο τελικά για μια εποχή νέας σταθεροποίησης του καπιταλισμού που ονομάζεται -με μεγάλη δόση εξιδανίκευσης- μέχρι και σήμερα από τους αστούς ιδεολόγους «ένδοξη τριακονταετία» («Les trentes glorieuses»).
Η σχετική καπιταλιστική «ευημερία» (βλ. και την αστική «θεωρία» της «καθολικής ευημερίας») είχε συνέπειες και στην κοινωνικο-ταξική δομή συνολικά, αλλά και στην εσωτερική δομή, διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης, ανάλογες με προηγούμενες περιόδους. Οπως και στην πρώτη περίοδο της σοσιαλδημοκρατίας έχουμε παρατεταμένη ειρηνική καπιταλιστική ανάπτυξη, ανάπτυξη των στρωμάτων της εργατικής αριστοκρατίας και γραφειοκρατίας, απουσία πολέμων και επαναστατικών καταστάσεων στο εσωτερικό των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών, σχετικά ομαλή αστική κοινοβουλευτική ζωή, οικονομικούς αγώνες της εργατικής τάξης σε αυτό το πλαίσιο, με πολλές κατακτήσεις. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που επανιδρύονται μετά τον πόλεμο, τάσσονται στο πλευρό των αστικών κομμάτων, με κοινό στόχο την εξασφάλιση της συνεχούς και απρόσκοπτης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Συμμετέχουν στην οικοδόμηση του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας», αποκτούν ή αποκαθιστούν, με τη βοήθεια του συνόλου του αστικού πολιτικού συστήματος και κράτους (και των κρυφών και φανερών μέτρων που το τελευταίο παίρνει ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα σε κάθε χώρα), τις προνομιακές σχέσεις τους με τα συνδικάτα και το εργατικό κίνημα και καταλήγουν να καθοδηγούν αυτά σε μεγάλο βαθμό την οικονομική πάλη της εργατικής τάξης. Φυσικά υποστηρίζουν και προωθούν ενεργά τη στρατιωτική συμπαράταξη του «δυτικού ελεύθερου κόσμου» ενάντια στον «ολοκληρωτισμό» (βλ. σοσιαλιστικές χώρες), εγκρίνουν και στηρίζουν στην πράξη το ΝΑΤΟ και την πολιτική του κλπ.
Εδώ, σε αυτή την περίοδο, συντελείται η επόμενη πολιτική και ιδεολογική μεταμόρφωση της σοσιαλδημοκρατίας, η νέα στρατηγική της στροφή: από τις θέσεις του εργατικού ρεφορμισμού, δηλαδή τη θέση περί της μετάβασης στο σοσιαλισμό δια των σταδιακών μεταρρυθμίσεων διαμέσου του καπιταλιστικού κράτους, περνά στις θέσεις του αστικού ρεφορμισμού. Η διαφορά είναι η εξής: αν πριν τον πόλεμο οι σοσιαλδημοκράτες ισχυρίζονταν ότι θα χρησιμοποιήσουν συνειδητά το αστικό κράτος, γενικεύοντας τις λειτουργίες του και κρατικοποιώντας τα πάντα, για να φέρουν το σοσιαλισμό με μεταρρυθμίσεις, τώρα υποστήριζαν ότι «...το ζητούμενο ... δεν ήταν πλέον η διεύρυνση του κρατικού ελέγχου, αλλά η εξασφάλιση των όρων για μια απρόσκοπτη οικονομική ανάπτυξη (μέσα σε καπιταλιστικά πλαίσια) που με τη σειρά της θα επέτρεπε την εξάλειψη της ανεργίας και την προώθηση αναδιανεμητικών πολιτικών υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων... Αν αυτό σήμαινε παράλληλα με τη διατήρηση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους και εγγυήσεις για στήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, οι σοσιαλδημοκράτες δεν είχαν πλέον πρόβλημα να τις παράσχουν. Ο ρόλος του κράτους, κυρίως ως κράτους πρόνοιας, βέβαια παρέμενε πάντα ισχυρός. Ο ρόλος όμως αυτός δε συνίστατο πια στη σταδιακή «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών» αλλά στη ρύθμιση της οικονομίας της αγοράς και στην απορρόφηση των επιπτώσεων από τις δυσλειτουργίες της... Αν κατά την προηγούμενη περίοδο οι σοσιαλδημοκράτες πίστευαν πως ο καπιταλισμός θα μεταμορφωνόταν σε σοσιαλισμό, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μετά άρχισαν να διακηρύττουν πως ο καπιταλισμός με τη μορφή του κράτους πρόνοιας είχε ήδη γίνει σοσιαλισμός»14.
Ετσι λοιπόν τώρα ο ίδιος ο καπιταλισμός ταυτίζεται από τους σοσιαλδημοκράτες με το σοσιαλισμό. Τελικά ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο -κατά τη νεότερη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη- παρά ένας κάποιος «καπιταλισμός της ευημερίας». Από μια άποψη οι μεταμορφώσεις της σοσιαλδημοκρατίας ολοκληρώνονται εδώ, με την έννοια ότι ο στόχος του σοσιαλισμού σαν μιας κοινωνίας που διαδέχεται τον καπιταλισμό εγκαταλείπεται και στις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις ο σοσιαλισμός συμπίπτει με τον καπιταλισμό. Η σοσιαλδημοκρατία σταματά και τυπικά να είναι σοσιαλιστική δύναμη που επιδιώκει να εκφράσει, έστω και λανθασμένα ή με διαστρεβλώσεις, την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, να υλοποιήσει τις κοινωνικές σχέσεις που η τελευταία φέρει μέσα της (κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγικής διαδικασίας και επομένως η εργατική τάξη ως τάξη-φορέας της «καθολικής εργασίας», απ’ όπου προκύπτει και η δυνατότητα - αναγκαιότητα της κομμουνιστικής εργασίας και των αταξικών κοινωνικών σχέσεων). Από αυτό το σημείο και πέρα η σοσιαλδημοκρατία είναι ένα αστικό ρεφορμιστικό κόμμα, η στρατηγική του οποίου συνίσταται στο ζεύγος εννοιών «κράτος πρόνοιας συν οικονομία της αγοράς» και η λειτουργία της μεταπίπτει σε αυτήν ενός καθαρά αστικού κόμματος με ειδίκευση στην ενσωμάτωση της εργατικής τάξης (κατά κύριο λόγο, αλλά όχι μόνο) και τον ευνουχισμό του κινήματός της. Αναλαμβάνει, σε εκσυγχρονισμένη και πολύ πιο δραστική μορφή, το ρόλο των παλιών «φιλολαϊκών» φιλελεύθερων αστικών κομμάτων του λεγόμενου «κεντρώου χώρου»15, παρέχοντας μεταξύ των άλλων στο αστικό πολιτικό σύστημα και κράτος ικανά στελέχη (πολλά εκ των οποίων προέρχονται «από τα κάτω», από την ίδια την εργατική τάξη και το κίνημά της, προσφέροντας έτσι εξαιρετικές υπηρεσίες στην ανανέωση του αστικού πολιτικού προσωπικού και στερώντας ταλέντα από το εργατικό κίνημα - «μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια» λοιπόν), έναν εξαιρετικά αναπτυγμένο και ικανό γραφειοκρατικό μηχανισμό ελέγχου του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, μακρόχρονη, βαθιά -και άρα πολύτιμη- εμπειρία στη διαχείριση της λαϊκής δυσαρέσκειας, την αντιμετώπιση της αυτοοργάνωσης των εργαζομένων κλπ.
Ο εργατικός ρεφορμισμός (που -ας το θυμίσουμε- συνιστά αποτέλεσμα του οπορτουνισμού στο πολιτικό εργατικό κίνημα) λοιπόν καταλήγει αναπόφευκτα στον αστικό ρεφορμισμό. Βεβαίως, όπως το αστικό ταξικό κράτος δε θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του ως ταξικό κράτος αν δεν αυτοονομαζόταν «εθνικό κράτος», «φορέας της γενικής βούλησης και του καθολικού συμφέροντος» όλης της κοινωνίας, έτσι και η αστική πλέον σοσιαλδημοκρατία δε θα μπορούσε να παίζει τον αστικό ταξικό της ρόλο αν δεν εξακολουθούσε να αυτοπροσδιορίζεται ως «εργατικό κόμμα», «κόμμα των λαϊκών στρωμάτων», του «λαού», των «εργαζομένων», των «κοινωνικών δικαιωμάτων». Το καθοριστικό εδώ στον όρο «αστικός ρεφορμισμός» δεν είναι τόσο το ουσιαστικό «ρεφορμισμός», όσο το επίθετο «αστικός». Και αυτό γιατί τα κύρια καθήκοντα του ρεύματος του αστικού ρεφορμισμού είχαν ήδη εκπληρωθεί στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ρεφορμισμός της σοσιαλδημοκρατίας από εργατικός γίνεται αστικός και στην πορεία όλο αυτό το ρεύμα περνά στην καθαρή αντίδραση όσον αφορά τις στρατηγικές επιλογές. Γιατί αν η «ευημερία» των εργαζομένων προϋποθέτει την ισχυρή καπιταλιστική ανάπτυξη, ό,τι εμποδίζει αυτή την ανάπτυξη πρέπει να καταπολεμάται. Ο «ρεφορμισμός» αναφέρεται στο λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» και «κράτος πρόνοιας», αλλά αν τα τελευταία αυτά τείνουν κάποια στιγμή να παρεμποδίσουν την καπιταλιστική ανάπτυξη, τότε θα πρέπει να περιοριστούν με κάποιο τρόπο, αφού τελικά οι όποιες από τα πάνω αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού δεν έχουν σαν μακροπρόθεσμο σκοπό και κριτήριο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών (μόνο συγκυριακά και για λόγους ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων μπορούν κάποιες φορές να συμπίπτουν εν μέρει με κάποιες από αυτές τις ανάγκες), αλλά τη διασφάλιση της συνέχειας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ετσι, μέσα στην πολιτική και ιδεολογική πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας προετοιμάζεται το τέλος και του αστικού ρεφορμισμού, δηλαδή της αντίληψης περί της διάχυσης του κοινωνικού πλούτου και της διαρκούς ανόδου του βιοτικού επιπέδου όλου του πληθυσμού σαν αποτέλεσμα της απρόσκοπτης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οταν τα πράγματα έφταναν εκεί, τότε θα ξεκινούσε πραγματικά η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο για τρεις περίπου δεκαετίες ο αστικός ρεφορμισμός, αντικαθιστώντας τις εργατορεφορμιστικές αντιλήψεις, ανθούσε.
Η οριστική αυτή αλλαγή στη στρατηγική στόχευση της σοσιαλδημοκρατίας βρήκε την πρώτη καθαρή έκφρασή της στο Ιδρυτικό Συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στη Φρανκφούρτη (1951). Εκεί υιοθετήθηκε η διακήρυξη με τίτλο «Οι σκοποί και τα καθήκοντα του δημοκρατικού σοσιαλισμού» που συνιστούσε έκθεση των προγραμματικών αρχών της οργάνωσης. Σε αυτό το ντοκουμέντο αποκηρύσσεται η σοσιαλιστική επανάσταση για την επίτευξη της σοσιαλιστικής κοινωνίας και απορρίπτεται ο μαρξισμός ως θεωρητική βάση της ιδεολογίας και της πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας («Για τους σοσιαλιστές, αναφέρεται στο ντοκουμέντο, δεν έχουν σημασία οι πηγές από τις οποίες αντλούν τις πεποιθήσεις τους... από τα στοιχεία της μαρξιστικής ή άλλης ανάλυσης των κοινωνικών σχέσεων ή από θρησκευτικές και άλλες αρχές»). Αργότερα, στη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας (1956), η ηγεσία της Σοσιαλιστικής Διεθνούς δηλώνει ότι «μεταξύ των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών δεν υπάρχει τίποτα το κοινό» και ότι είναι εναντίον «κάθε μορφής ενιαίου μετώπου ή άλλης μορφής πολιτικής συνεργασίας» με τα κομμουνιστικά κόμματα16. Βεβαίως η συγκεκριμένη πολιτική στάση στη δοσμένη περίοδο αντανακλά και το μέγεθος της συμπόρευσης και σύμφυσης της σοσιαλδημοκρατίας με την αστική τάξη στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, σε μια φάση που ακόμα εδραιωνόταν η ενιαία καπιταλιστική στρατηγική του «ψυχρού πολέμου» για την ανάσχεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, της ανάπτυξης του αυτοτελούς πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης (δηλαδή του κομμουνιστικού κινήματος) και των αντιαποικιοκρατικών κινημάτων. Ωστόσο, το κύριο εδώ είναι ότι η διατύπωση των νέων προγραμματικών αρχών επισημοποιεί την πολιτική και ιδεολογική στρατηγική στροφή της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας. Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα λειτούργησαν με βάση αυτή τη στρατηγική, με τις αναγκαίες βέβαια επιμέρους διαφοροποιήσεις και ελιγμούς σε κάθε χώρα, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, προσθέτοντας ή αφαιρώντας δόσεις «αριστερής» φρασεολογίας και συνθημάτων, πολιτικών ενσωμάτωσης και χειραγώγησης, σε συνάρτηση με το εκάστοτε αστικό πολιτικό σύστημα και τις παραδόσεις του και κυρίως με την κατάσταση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, το συσχετισμό δύναμης μέσα σε αυτό, τη δύναμη και στρατηγική αντίληψη των κομμουνιστικών κομμάτων σε κάθε χώρα και τις ανάγκες αντιπαράθεσης με τα τελευταία17.