ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΚΕ


του Νίκου Καραθανασόπουλου

Ο Τουρισμός ως κοινωνική ανάγκη και ως κλάδος της οικονομικής δραστηριότητας παρουσιάζει παγκοσμίως μεγάλη ανάπτυξη κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η ίδια τάση παρατηρείται και στην Ελλάδα.

Η ανάπτυξη της τουριστικής οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα αποτυπώνεται στο αυξανόμενο μερίδιό της στο σύνολο του ΑΕΠ, στην αύξηση του αριθμού των μισθωτών απασχολουμένων και της συνολικής απασχόλησης, στην αύξηση του αριθμού των τουριστικών επιχειρήσεων αλλά και της κεφαλαιοποίησης σε αυτές. Με βάση ένα ορισμένο κριτήριο, τον αριθμό των αλλοδαπών τουριστών, η Ελλάδα βρίσκεται στη 15η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.

Αυτή η τάση οδηγεί κάποιους οικονομολόγους και πολιτικούς να δίνουν στην τουριστική οικονομική δραστηριότητα προτεραιότητα σε σχέση με άλλους τομείς, ιδιαίτερα για κάποιες χώρες με ανάλογα φυσικά πλεονεκτήματα.

Χρειάζεται λοιπόν να δούμε τι είδους οικονομική δραστηριότητα είναι η τουριστική.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού (ΠΟΤ, 1981) καθορίζει τον Τουρισμό σαν μια δραστηριότητα που περιλαμβάνει κάθε είδους μετακινήσεις, είτε διαμέσου διεθνών συνόρων (αλλοδαπός) είτε όχι (ημεδαπός), για πάνω από 24 ώρες και για διάφορους λόγους, εκτός των λόγων μετανάστευσης και τακτικής ημερήσιας απασχόλησης. Αυτή η άποψη προσδιορίζει την τουριστική δραστηριότητα με βάση τη συγκυριακή μετακίνηση των ανθρώπων. Στο παρελθόν, μια στενότερη αστική θεώρηση περιόριζε τον Τουρισμό σε μετακινήσεις και δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου.

Η πιο σύγχρονη θεώρηση δεν βλέπει τον τουρισμό σαν μια μεμονωμένη δραστηριότητα αλλά σαν ένα πλέγμα δραστηριοτήτων με κύριες αυτές της διαμονής, της εστίασης, της μετακίνησης, της ψυχαγωγίας και των γενικών και εξειδικευμένων υπηρεσιών. Θεωρεί τον Τουρισμό σαν ένα σύμπλεγμα στενά αλληλοεξαρτώμενων οικονομικών κλάδων που συμμετέχουν στην παραγωγή του τουριστικού προϊόντος. Αυτή η διεύρυνση βοηθάει τη στήριξη της άποψης ότι η βιομηχανία ταξιδίων και Τουρισμού είναι η μεγαλύτερη και η πιο δυναμική βιομηχανία, ότι αποτελεί την κύρια πηγή δημιουργίας εσόδων, απασχόλησης, ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα και της υποδομής (άποψη του ΠΟΤ - 1997).

Είναι αλήθεια ότι ο αλλοδαπός Τουρισμός αναπτύχθηκε υπέρμετρα και ανισόμετρα σε σχέση με βασικούς βιομηχανικούς κλάδους σε ορισμένα ολιγοπληθή και περιορισμένης έκτασης κράτη, ως επί το πλείστον πρώην αποικίες. Η απότομη τουριστική τους ανάπτυξη ήταν αποτέλεσμα ανάλογης εισροής ξένων κεφαλαίων που μονοπώλησαν ορισμένα γεωφυσικά πλεονεκτήματα (θάλασσα, καλές καιρικές συνθήκες) και εκμεταλλεύτηκαν την ιστορική καπιταλιστική καθυστέρηση αυτών των κοινωνιών. Επομένως, η μονόπλευρη τουριστική τους ανάπτυξη δεν οφειλόταν στην «έλλειψη» ειδικών πλεονεκτημάτων για την ανάπτυξη κλάδων της μεταποίησης, αλλά στους ιδιαίτερους λόγους που έκαναν ανθεκτικότερες τις προκαπιταλιστικές σχέσεις (όπως τη φυσική οικονομία, την κοινοτική ιδιοκτησία γης) και στη συνέχεια την αποικιοκρατική κατοχή.

Οι θεωρίες που προβάλλουν την τουριστική οικονομική δραστηριότητα ως συγκριτικό πλεονέκτημα για την ανάπτυξη κάποιας εθνικής οικονομίας απλώς θεωρητικοποιούν τα συγκυριακά συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, ξένου ή εγχώριου.

Το αμερικάνικο (και όχι μόνο) κεφάλαιο μετέτρεψε τα νησιά του Ειρηνικού και του Ατλαντικού σε τουριστικούς παραδείσους για την αφρόκρεμα των καπιταλιστών. Συνδύασε συνθήκες κοσμοπολίτικης πολυτελούς διαβίωσης με υποδομές νέων φορολογικών παραδείσων, με μηχανισμούς παράνομης οικονομικής δραστηριότητας. Η σχεδόν μονόπλευρη αλλοδαπή τουριστική ανάπτυξη συνήθως συνυπάρχει με μακρόχρονη καθυστέρηση για την εγχώρια πλειοψηφία.

Το ΚΚΕ θεωρεί ότι ο Τουρισμός είναι προϊόν της ανθρώπινης ανάπτυξης, της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνατοτήτων της κοινωνικής εργασίας και της βιομηχανικής παραγωγής, η οποία οδήγησε στη μείωση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, μείωσε το χρόνο μετακίνησης και αύξησε τις δυνατότητες επικοινωνίας διαφορετικών λαών και πολιτισμών. Θεωρούμε ότι ο Τουρισμός είναι ανθρώπινη ανάγκη που αναπτύχθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη των φυσικών και νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου και των μέσων που χρησιμοποιεί στην παραγωγή. Στον καπιταλισμό αναπτύσσεται ως ιδιαίτερη μορφή κοινωνικής εργασίας κυρίως μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες άρχισε να μετατρέπεται από πολυτελή ανάγκη της πλουτοκρατίας σε λαϊκή ανάγκη μόνο σαν προϊόν της ταξικής πάλης. Ορισμένες κατακτήσεις, π.χ. προγράμματα κοινωνικού Τουρισμού, βρίσκονται σε διαρκή αμφισβήτηση ή χρησιμοποιούνται κυρίως για να εξαγοράζουν τη συναίνεση μισθοσυντήρητων σε ένα γενικότερο πολιτικό καθεστώς στέρησης της ικανοποίησης σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Μόνο στις σοσιαλιστικές χώρες ο εσωτερικός Τουρισμός είχε μαζικό λαϊκό χαρακτήρα.

Το ΚΚΕ αναγνωρίζει τον τουριστικό κλάδο ως κλάδο της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής στο βαθμό που συγκεντρώνει μισθωτή εργασία για την παραγωγή και μεταφορά εμπορευμάτων (π.χ. μισθωτή εργασία σε ξενοδοχειακά συγκροτήματα για την παραγωγή αξιών, όπως ειδών διατροφής, μεταφορά εμπορευμάτων και ανθρώπων και άλλα). Βεβαίως μέσα στον τουριστικό βιομηχανικό κλάδο εμπλέκονται και επιχειρήσεις που έχουν καθαρά εμπορικό χαρακτήρα. Για το ΚΚΕ δεν μπαίνει ζήτημα ούτε αφορισμού της τουριστικής οικονομικής δραστηριότητας ούτε υιοθέτησής της σε αντίθεση και σε βάρος άλλων κλάδων της βιομηχανίας, της αγροτικής παραγωγής, του εμπορίου των προϊόντων τους ή της κρατικής οργάνωσης κοινωνικών υποδομών. Υποστηρίζουμε όμως ότι μια οικονομία με μεγάλο μερίδιο συμμετοχής του τουριστικού βιομηχανικού κλάδου στο σύνολο της βιομηχανίας και μικρό μερίδιο συμμετοχής της μεταποίησης, των μεταφορών, της ενέργειας ή και ειδικότερα του κλάδου παραγωγής μέσων παραγωγής υποδηλώνει την ύπαρξη μιας καπιταλιστικής οικονομίας με μεγάλο βαθμό εξάρτησης από τις εξωτερικές αγορές, με σημαντική επίδραση σε αυτήν των διακυμάνσεών τους στη διευρυμένη αναπαραγωγή της. Σε τοπικό επίπεδο φανερώνει την κατασπατάληση ορισμένων φυσικών πόρων, την καταστροφή του περιβάλλοντος λόγω του ότι η ανάπτυξη ορισμένων υποδομών για την κάλυψη της συγκυριακής ανάπτυξης του αλλοδαπού Τουρισμού δε συνοδεύεται από αντίστοιχη ανάπτυξη του συνόλου των υποδομών. Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι να διαμορφώνονται πόλεις και ολόκληρες τουριστικές περιφέρειες με υπέρμετρες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις χωρίς αντίστοιχης δυναμικότητας ενεργειακή, υδροδοτική, αποχετευτική, εσωτερική μεταφορική κάλυψη.

Το κυριότερο είναι η μεγάλη καθυστέρηση του εγχώριου σε σχέση με τον αλλοδαπό Τουρισμό.

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η εξήγηση του φαινομένου της υπέρμετρης αλλοδαπής τουριστικής ανάπτυξης σε σχέση με τις ανάλογες υποδομές, τη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή και τον εγχώριο Τουρισμό μας ενδιαφέρει γιατί χαρακτήρισε την ελληνική οικονομία στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Και στην Ελλάδα θεωρητικοποιήθηκαν οι δυνατότητες που προσέφερε κυρίως η νησιωτική χώρα για επενδύσεις αλλοδαπού Τουρισμού που εξασφάλιζαν επιπρόσθετο κέρδος.

Αγγλοαμερικάνοι που στελέχωσαν διάφορα αμερικανικά και Νατοϊκά επιτελεία στην Ελλάδα και στη συνέχεια η Γερμανία (χώρα υποδοχής Ελλήνων μεταναστών) και άλλα ευρωπαϊκά κράτη ανακάλυψαν τις ελληνικές τουριστικές χάρες.

Οι μεγάλες -και για την εποχή τους σύγχρονες- ξενοδοχειακές μονάδες διαμορφώθηκαν αφ’ ενός με την άμεση παραγωγική κρατική παρέμβαση, μέσω του ΕΟΤ και τη δημιουργία των «Ξενία», αφ’ ετέρου με ξένες επενδύσεις. Ομως, η εκτεταμένη τουριστική, κυρίως ξενοδοχειακή, οικονομική δραστηριότητα στηρίχτηκε στην οικογενειακή επιχείρηση, μέσα από την αξιοποίηση της ιδιοκτησίας και της χρήσης γης, σαν συμπληρωματική δραστηριότητα της γεωργικής, την οποία στην πορεία υποκατέστησε. Η ακολουθούμενη πιστωτική πολιτική συνέβαλε σε αυτό, έδωσε κίνητρα να στραφεί σε αυτή την οικονομική δραστηριότητα ένα μέρος των μεταναστευτικών εισροών. Αναπτύχθηκε πληθώρα μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Μέχρι και το 1990 ο ρυθμός αύξησης των αλλοδαπών τουριστών στην Ελλάδα ήταν ταχύτερος απ’ ό,τι στην Ευρώπη και στον κόσμο. Στη δεκαετία 1990-2000 παρατηρούμε μια μείωση του ρυθμού αύξησης των αφίξεων, η οποία είναι μεγαλύτερη στην Ελλάδα από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή και παγκόσμια.

Η ανάπτυξη του αλλοδαπού Τουρισμού στην Ελλάδα στηρίχθηκε αρχικά στο χαμηλό επίπεδο τιμών καταναλωτικών προϊόντων και τη χαμηλή νομισματική ισοδυναμία της δραχμής σε σχέση με το δολάριο ΗΠΑ και τα ευρωπαϊκά νομίσματα. Η κατάσταση αυτή προσέλκυσε τον οργανωμένο Τουρισμό των Ευρωπαίων με μεσαία εισοδήματα, μέσω των tour operators με συνέπεια το χαμηλό κατά κεφαλήν τουριστικό έσοδο.

Αποτέλεσμα του μεγάλου βαθμού εποχικότητας του ελληνικού Τουρισμού ήταν η χαμηλή μέση ετήσια πληρότητα των ξενοδοχειακών καταλυμάτων στην Ελλάδα, η οποία το 1999 έφτανε το 63%. Το μεγαλύτερο βαθμό πληρότητας παρουσίαζαν οι βασικοί τουριστικοί προορισμοί, το Νότιο Αιγαίο με 78,2%, η Κρήτη με 76,7% και τα Ιόνια νησιά με 75,7%.

Κατά τη δεκαετία του 1990, και με την ένταξη στην ΕΕ και την ευρωζώνη, η Ελλάδα σταδιακά έχανε τα πλεονεκτήματα προσέλκυσης του εποχιακού αλλοδαπού Τουρισμού. Το επίπεδο τιμών ανέβηκε απότομα λόγω των νέων συνθηκών αγοράς στην ευρωζώνη, ενώ αναπτύσσονταν νέες φθηνότερες τουριστικές αγορές, όπως της Τουρκίας.

Η ήδη χαμηλή μέση διάρκεια των διακοπών των αλλοδαπών τουριστών στα ελληνικά θέρετρα (15 ημέρες), και η μέση διάρκεια παραμονής τους σε ξενοδοχειακά καταλύματα (6 ημέρες) μειώθηκε μετά το 2000. Μείωση εμφάνισαν και οι αφίξεις αλλοδαπών τουριστών για τα έτη 2001-2003. Εκδηλώθηκε κρίση στον κλάδο του Τουρισμού στην Ελλάδα, η οποία ήρθε στην επιφάνεια και εξαιτίας της γενικότερης οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη και κυρίως στη Γερμανία.

Κατά την τελευταία δεκαετία επιταχύνθηκε ο ρυθμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στον τουριστικό τομέα της οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά, το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του Τουρισμού εξακολουθεί να είναι μικρομεσαίου μεγέθους, με χαμηλό επίπεδο κεφαλαιοποίησης. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μεγέθυνση της κεφαλαιοποίησης, κύρια των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, μέσα από τη δημιουργία ομίλων με συμμετοχή τραπεζών, ναυτιλιακών και κατασκευαστικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης και ξένων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και Τour Operators μέσα από επενδύσεις, εξαγορές και συγχωνεύσεις, ανάληψη του managment.

Με βάση τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΞΕΕ) το σύνολο των ξενοδοχειακών μονάδων το 2003 ήταν 8.520 παρουσιάζοντας μια αύξηση σε σχέση με το 1990 κατά 32,6%. Τη μεγαλύτερη άνοδο είχαν τα ξενοδοχεία πολυτελείας κατά 115% και της Α΄ κατηγορίας κατά 79% .

Η χωροταξική κατανομή των ξενοδοχειακών μονάδων επικεντρώνεται σε τρεις περιοχές: Στερεά Ελλάδα, Κρήτη, Δωδεκάνησα. Η μικρή μείωση της συγκέντρωσης, που παρουσιάζεται σε σχέση με το 1990, οφείλεται στην απαξίωση της Αθήνας- Αττικής σαν τουριστικού προορισμού, ενώ η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα παρουσιάζουν αύξηση κατά 53% και 50% αντίστοιχα.

Στην Κρήτη βρίσκονται συγκεντρωμένα τα περισσότερα ξενοδοχεία πολυτελείας, Α΄ και Β΄ κατηγορίας. Τα περισσότερα ξενοδοχεία πολυτελείας βρίσκονται συγκεντρωμένα στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδος και της Κρήτης, ενώ στη Θράκη δεν υπάρχει κανένα.

Η υπερσυγκέντρωση τουριστικών επιχειρήσεων σε ορισμένες περιοχές οδηγεί στην εγκατάλειψη άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Τα τελευταία χρόνια μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες σε συνεργασία με τους Tour-Operators προσφέρουν στους πελάτες ολοκληρωμένο πακέτο που πλήττει ανταγωνιστικά άλλες μικρές επιχειρήσεις του κλάδου, οι οποίες συνδέονται με τον Τουρισμό, όπως είναι τα καταστήματα λαϊκής τέχνης, τα εστιατόρια, τα κέντρα διασκέδασης και αναψυχής κλπ. Οι τουριστικές επιχειρήσεις μεγάλης κεφαλαιοποίησης έχουν πολυκλαδική οικονομική δραστηριότητα (από τη βιομηχανική παραγωγή και τη μεταφορά μέχρι το εμπόριο και δραστηριότητες που αφορούν τη χρηματική κυκλοφορία).

Παράλληλα υπάρχουν ακόμη όχι μόνο μικρές τουριστικές επιχειρήσεις αλλά κι εκείνες που σχεδόν λειτουργούν με τη δουλιά των μελών της οικογένειας. Και αυτές οι οικογενειακές επιχειρήσεις, ως επιβιώσεις ορισμένης καπιταλιστικής καθυστέρησης, υποτάσσονται στους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας. Ως ένα βαθμό η αντοχή τους οφείλεται και στην κρατική παρέμβαση, π.χ. προγράμματα δανειοδότησης αγροτοτουρισμού. Η τέτια κρατική παρέμβαση έχει ως στόχο να δώσει μια μεσοπρόθεσμη διέξοδο στο καταστρεφόμενο ατομικό αγροτικό νοικοκυριό λόγω της συγκέντρωσης της αγροτικής παραγωγής.

Τα τελευταία χρόνια εντάθηκε η δραστηριοποίηση ξένων τουριστικών ομίλων για επενδύσεις, εξαγορές και ανάληψη managment (π.χ. Hyatt, Accot, Hilton, TUI, κυπριακές LOUIS και AKS HOTELS κ.ά.).

Παράλληλα ενισχύεται η τάση κάθετης διασύνδεσης επιχειρήσεων Tour Operators με μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες πολυτελείας. Κατά το 2000 συντελέστηκε σημαντική συγκεντροποίηση στον ευρωπαϊκό κλάδο των Tour Operators. Η σημαντικότερη εξέλιξη στον κλάδο αφορά την εξαγορά της Thomson Travel, της μεγαλύτερης βρετανικής εταιρίας του κλάδου, η οποία διακινεί ένα σημαντικό κομμάτι των ξένων τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα, από τη γερμανική Preussag, μητρική εταιρία του TUI, τη μεγαλύτερη εταιρία του κλάδου στη διακίνηση ξένων τουριστών στην Ελλάδα (το 1999 διακίνησε στην Ελλάδα πάνω από 900.000 τουρίστες). Ετσι η Preussag καθίσταται η μεγαλύτερη εταιρία στην Ευρώπη με βάση τον αριθμό θέσεων. Οι εξελίξεις αυτές έχουν σημαντικό αντίκτυπο για τον Τουρισμό στην Ελλάδα, κάνουν ακόμη πιο ισχυρό το ρόλο των Tour Operators. Οι Tour Operators διακινούν πάνω από το 80% των τουριστών[1] από τη Γερμανία και τη Βρετανία, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 40% του συνόλου των ξένων τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα.

Ιδιαίτερες δυσκολίες παρουσιάζει ο ακριβής καθορισμός του αριθμού των εργαζομένων στον κλάδο του Τουρισμού, λόγω του υψηλού βαθμού της εποχιακού χαρακτήρα τουριστικής δραστηριότητας, της πληθώρας των μικρών επιχειρήσεων, του μεγάλου αριθμού «παράνομων επιχειρήσεων» στον κλάδο, του σημαντικού αριθμού απασχόλησης αλλοδαπών εργατών, της «μαύρης» εργασίας, της πολυμορφίας των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων στον κλάδο κλπ.

Την τελευταία 20ετία η αύξηση της απασχόλησης στην τουριστική οικονομία ήταν 87% έναντι 9,2% της συνολικής απασχόλησης και μείωσης 15% στην μεταποίηση. Η κυβέρνηση υπολογίζει ότι οι απασχολούμενοι στον τομέα του Τουρισμού ανέρχονται στις 690.000, ενώ πρόσφατη μελέτη του ΣΕΤΕ υπολογίζει τη συνολική απασχόληση στις 809.000 (με άμεση πλήρη απασχόληση 255.308, με άμεση μερική απασχόληση 89.358 και με έμμεση απασχόληση 464.196).

Οπως γίνεται αντιληπτό, υπάρχει μεγάλη απόκλιση στα στοιχεία που δίνουν διαφορετικές πηγές. Ενα μέρος αυτής της απόκλισης οφείλεται στην πολύ διευρυμένη προσέγγιση της συναφούς τουριστικής απασχόλησης, που αγκαλιάζει και την απασχόληση σημαντικού μέρους του κλάδου των μεταφορών, κλάδων της μεταποίησης ή και του εμπορίου. Είναι βέβαιο όμως ότι είναι πολύ μεγαλύτερος ο ρυθμός αύξησης της μισθωτής απασχόλησης στον τουριστικό τομέα από εκείνον στο σύνολο της μισθωτής απασχόλησης. Ο απόλυτος αριθμός φαίνεται να ξεπερνά τις 200.000.

Φαίνεται ότι έχει σκοπιμότητα η διόγκωση των στοιχείων από τους φορείς του κεφαλαίου στον Τουρισμό. Ο τουριστικός τομέας είναι πρόσφορος για χρησιμοποίηση της μισθωτής εργασίας με ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Αλλωστε είναι αποκαλυπτική η πρόταση της προαναφερόμενης μελέτης του ΣΕΤΕ: «Η πολιτική απασχόλησης για τον Τουρισμό πρέπει να στοχεύει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου: να εισάγει σημαντικό βαθμό ευελιξίας στην αγορά εργασίας με τη θεσμική κατοχύρωση μορφών εργασίας, όπως η μερική και η προσωρινή απασχόληση, να συνδράμει τις προσπάθειες ορθολογικοποίησης του κόστους και βελτίωσης της παραγωγικότητας, μέσω και της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και να εξασφαλίσει τη διαθεσιμότητα ποσοτικά επαρκούς και κατάλληλα εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού»[2].

Ολα αυτά αποτελούν πρόσθετες δυσκολίες για την ανάπτυξη και ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος. Η εργατική συνδικαλιστική συνείδηση επηρεάζεται ανασταλτικά από την πολυδιάσπαση, τον υψηλό βαθμό εποχικότητας και την πολυαπασχόληση, το μικρό μέγεθος των τουριστικών επιχειρήσεων, την έλλειψη συνδικαλιστικής εμπειρίας και ταξικών αγώνων. Επικρατεί η εργοδοτική αυθαιρεσία και τρομοκρατία με καταπάτηση των εργατικών κατακτήσεων, των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, η πολυμορφία των ελαστικών εργασιακών σχέσεων (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ωρομίσθιοι, extra ημερήσια απασχόληση, επιμήκυνση του ωραρίου).

Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Η κυβερνητική πολιτική επιχειρεί μια συγκυριακή αξιοποίηση της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004. Η τουριστική πολιτική της κινείται στο πλαίσιο ενός καταμερισμού μέσα στην ευρωζώνη που γίνεται και αυθόρμητα μέσω του ανταγωνισμού και με συνειδητή πολιτική παρέμβαση με κίνητρο το κέρδος του κεφαλαίου και όχι τις κοινωνικές ανάγκες. Αυτή τη λογική εκφράζει η Πράσινη Βίβλος της ΕΕ για τον Τουρισμό, που εκδόθηκε το 1995 και το Τριετές Πρόγραμμα «Philoxenia» (1997-2000) για τον ευρωπαϊκό Τουρισμό.

Η κυβερνητική πολιτική, εναρμονισμένη με τους γενικούς στόχους της ΕΕ, σχεδιάζει προσαρμογές της τουριστικής υποδομής σε μια Ελλάδα που θα συνδέει την ευρωπαϊκή καπιταλιστική επιχείρηση με τη Βαλκανική, την Παραευξείνια και την αγορά της Μέσης Ανατολής. Γι’ αυτό και ανακήρυξε τον Τουρισμό ως ένα από τους τρεις πυλώνες της ανάπτυξης για την τρέχουσα δεκαετία, μαζί με τις διευρωπαϊκές μεταφορικές και ενεργειακές συνδέσεις.

Αυτή η πολιτική στοχεύει στην περαιτέρω συγκεντροποίηση των συναφών οικονομικών δραστηριοτήτων με στόχο τον εναλλακτικό αλλά υψηλών εισοδημάτων Τουρισμό. Τα περιθώρια που αφήνει στη μικρή τουριστική δραστηριότητα δεν εξασφαλίζουν ούτε την ισόρροπη οικονομική περιφερειακή ανάπτυξη ούτε το φθηνό εσωτερικό, το λαϊκό Τουρισμό.

Ο έλεγχος της αγοράς από τους Tour Operators έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός πολύ μεγάλου χάσματος μεταξύ των τιμολογίων για αλλοδαπούς και εγχώριους τουρίστες. Οι τιμές για τους Ελληνες τουρίστες για τις ίδιες υπηρεσίες είναι πολλαπλάσιες απ’ ό,τι για τον αλλοδαπό τουρίστα, καθιστώντας με άλλα λόγια απαγορευτικές τις διακοπές για την ελληνική λαϊκή οικογένεια. Ερευνα του ΙΝΚΑ εκτιμούσε ότι το 40,3% των Ελλήνων δε θα έκανε καθόλου καλοκαιρινές διακοπές το 2003. Οι μικρές επιχειρήσεις του κλάδου δέχονται ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις από τους Tour Operators στη διαμόρφωση των τιμών ή είναι αποκλεισμένες από το κύκλωμα διακίνησης.

Η κυβέρνηση ακολουθεί τη βασική γραμμή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην οικονομία, που περιορίζει την άμεση κρατική κατασκευαστική και επιχειρηματική δραστηριότητα, ευνοεί τη συγκεντροποίηση μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, εξαγορών και συγχωνεύσεων και με προγράμματα επιδοτήσεων. Με νομοθετικές ρυθμίσεις προσάρμοσε τους προηγούμενους κρατικούς φορείς (π.χ. ΕΟΤ) στις νέες πολιτικές επιλογές.

Σε βασικό μοχλό υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής (ιδιωτικοποιήσεις, διαφοροποίηση «τουριστικού προϊόντος») αναδεικνύεται η «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ», η οποία μέσα στο 2003 πρόκειται να εισαχθεί στο ΧΑΑ. Εχει προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση των ακτών, των μαρίνων, των Ξενία, των Καζίνων. Παραδίδει στο ιδιωτικό κεφάλαιο για αξιοποίηση τα δημόσια κτήματα, τον αιγιαλό, τους ορεινούς όγκους, τις ιαματικές πηγές.

Αλλη κρατική ρύθμιση, η αύξηση του συντελεστή δόμησης για την ανέγερση ξενοδοχείων πολυτελείας και Α΄ τάξης, υποβοηθά τη συγκέντρωση στα μερίδια της αγοράς. Στην ίδια λογική κινείται και η πρόσφατα προτεινόμενη κατάργηση του καθεστώτος κορεσμού.

Παρατηρείται έντονη κρατική παρέμβαση με διαφορετικά χαρακτηριστικά εκείνης των προηγούμενων δεκαετιών. Αξιοποιείται, δηλαδή, η κρατική ιδιοκτησία για να ενισχυθεί η διαδικασία αναπαραγωγής και συσσώρευσης του κεφαλαίου και να ανέβει το μέσο ποσοστό κέρδους.

Από το Γ΄ ΚΠΣ υπολογίζεται ότι θα διατεθούν περίπου 530 δισ. δρχ.[3] με 600 δισ. δρχ.[4]

Η κυβέρνηση, με το νέο αναπτυξιακό νόμο που προωθεί, επιδιώκει να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του Τουρισμού, αυξάνοντας από 4,5 εκατ. ευρώ σε 10 εκατ. ευρώ το ενισχυόμενο κόστος επενδύσεων ολοκληρωμένης μορφής εκσυγχρονισμού ξενοδοχειακών μονάδων. Η κριτική του ΣΕΤΕ προς το σχέδιο του νέου αναπτυξιακού νόμου είναι σε ορισμένα σημεία (απεξάρτηση των επιχορηγήσεων από τη δημιουργία θέσεων εργασίας, αναθεώρηση ή κατάργηση των κοινών υπουργικών αποφάσεων περί κορεσμού, διαφοροποίηση του πλαφόν των επιχορηγήσεων κλπ.) και στη γενική κατεύθυνση.

Ακόμη η κυβέρνηση ανοίγει το δρόμο, μέσα από την μεταρρύθμιση της τουριστικής εκπαιδευτικής πολιτικής, στην ιδιωτικοποίηση των όποιων δημόσιων Σχολών Τουριστικής Επαγγελματικής Ειδίκευσης, αφού η περιουσία του Οργανισμού Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης περνά στην ΕΤΑ ΑΕ (με δυνατότητα εκποίησης), δίνεται η δυνατότητα επιβολής διδάκτρων και περιορισμού της στέγασης και σίτισης των σπουδαστών. Κορμός της τουριστικής εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι τα ιδιωτικά ΙΕΚ, ενώ τα δημόσια ΚΕΚ αντιστοιχούν σε μια πλήρως υποβαθμισμένη, στην ουσία αδιαβάθμιτη, κατάρτιση.

Η ΝΔ υιοθετεί την ίδια κατεύθυνση με το ΠΑΣΟΚ και την ΕΕ για την τουριστική οικονομική δραστηριότητα, χαρακτηρίζοντάς την «εθνικής σημασίας». Η πολιτική της ΝΔ έχει την ίδια κατεύθυνση σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις και τον χαρακτήρα της κρατικής παρέμβασης. Η κριτική της προς την κυβερνητική πολιτική εστιάζεται στις καθυστερήσεις των ιδιωτικοποιήσεων, στην «αδιαφανή» διαχείριση της ΕΤΑ ΑΕ και της διαδικασίας πώλησης τουριστικών ακινήτων, στη διαπλοκή της ΕΤΑ ΑΕ με συγκεκριμένα τμήματα του κεφαλαίου.

Οι Θέσεις του ΣΥΝ για τον Τουρισμό εντάσσονται στην ίδια κατεύθυνση με την πολιτική του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ΝΔ. Θεωρεί τον Τουρισμό σαν έναν από τους βασικότερους συντελεστές που διαμορφώνουν τους όρους ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Εστιάζει την κριτική του στη διαρκή διάσταση μεταξύ των κυβερνητικών εξαγγελιών και της συγκεκριμένης πρακτικής άσκησης της κρατικής πολιτικής. Συμπίπτει με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ σε επιμέρους στόχους (π.χ. ποιοτική ανάπτυξη του Τουρισμού, διαφοροποίηση προσφοράς, εκσυγχρονισμός των υποδομών, βελτίωση ποιότητας τουριστικών υποδομών, σωστή διαχείριση των τουριστικών πόρων, έγκαιρη και κατάλληλη προβολή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας, συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα κ.ά.), χωρίς να θίγει την κατεύθυνση και το κίνητρο της πολιτικής.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΚΕ

Το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι η σχέση των εργατικών και λαϊκών μαζών με τον Τουρισμό περιορίζεται από τις εκμεταλλευτικές σχέσεις του συστήματος που άμεσα περιορίζουν την αγοραστική δύναμη του εισοδήματός τους.

Στον καπιταλισμό είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου εμπορευματοποιημένη η δυνατότητα ικανοποίησης αυτής της ανάγκης για αναπλήρωση της εργατικής δύναμης κατά τη διάρκεια των διακοπών. Σαν προϊόν - εμπόρευμα παράγεται από την καπιταλιστική επιχείρηση, με αρκετά σημαντικό βαθμό συγκέντρωσης και διακλαδική λειτουργία. Η αξιοποίηση της χρήσης γης από την καπιταλιστική επιχείρηση μετατρέπει σε εμπόρευμα ακόμη και φυσικές αξίες χρήσης όπως: ο ήλιος, η θάλασσα, το περιβάλλον, η πολιτιστική κληρονομιά κ.ά.

Ορισμένες αρνητικές συνέπειες της καπιταλιστικής βιομηχανικής ανάπτυξης (π.χ. περιβαλλοντική επιβάρυνση στις τσιμεντουπόλεις), οι εξαντλητικές συνθήκες εργασίας, οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στα αστικά κέντρα, όπου συγκεντρώνεται βασικά η εργατική τάξη, διαμορφώνουν νέες ανάγκες για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (π.χ. ανάγκη μετακίνησης και διαμονής σε καλύτερο περιβάλλον κατά τις αργίες και τις άδειες).

Αυτή η κοινωνική ανάγκη αναπλήρωσης της εργατικής δύναμης, που ικανοποιείται και με τον Τουρισμό, είναι αποτέλεσμα της ταξικής πάλης και των κατακτήσεων που είχε τις προηγούμενες δεκαετίες (8ωρο, πενθήμερο, άδεια 4 εβδομάδων, επίδομα αδείας, σύνταξη και κοινωνική ασφάλιση). Κατακτήσεις, τις οποίες σήμερα το κεφάλαιο παίρνει πίσω μέσα από την προώθηση των αναδιαρθρώσεων και την απελευθέρωση των αγορών.

Στις κατακτήσεις των εργαζομένων που σχετίζονται με την ανάπτυξη του Τουρισμού συνέβαλαν σημαντικά οι κατακτήσεις των εργαζομένων στις σοσιαλιστικές χώρες, όπου η μείωση του χρόνου εργασίας, η εξασφάλιση των διακοπών, η μείωση του συντάξιμου χρόνου κ.ά. προηγήθηκαν και εξασφαλίστηκαν από το σοσιαλιστικό σύστημα. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο συστήματα συνέβαλε σημαντικά σε ορισμένες κατακτήσεις των εργαζομένων στις καπιταλιστικές χώρες.

Τελικά η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η ταξική πάλη οδήγησαν στη διεύρυνση της τουριστικής κατανάλωσης για τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις και όχι η δήθεν κρατική κοινωνική ευαισθησία. Οι εργασιακές άδειες και η δυνατότητα τουριστικής αξιοποίησής τους είναι δικαίωμα των εργαζομένων και όχι προνόμιο και αγαθό της αστικής τάξης και ορισμένων καλοπληρωμένων μεσαίων στρωμάτων. Το εργατικό κίνημα με αποφασιστικότητα πρέπει να αποκρούει απόψεις για την ανάγκη στροφής στον «ποιοτικό Τουρισμό», δηλαδή στον Τουρισμό που ικανοποιεί την παρασιτική χλιδή της πλουτοκρατίας.

Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει τόσο την τουριστική κοινωνική εργασία όσο και τους όρους κατανομής του προϊόντος της σαν μέρος της συνολικής αντίληψής του για τη δυνατότητα και αναγκαιότητα οι σχέσεις ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής να εναρμονιστούν με τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, να γίνουν κοινωνική, λαϊκή περιουσία τα αναπτυγμένα μέσα παραγωγής.

Αντιμετωπίζει το σχεδιασμό και την ανάπτυξη της τουριστικής κοινωνικής εργασίας ως αναπόσπαστο στοιχείο της λαϊκής οικονομίας και κοινωνικής ανάπτυξης, στην οποία οι πλουτοπαραγωγικές πηγές και τα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής έχουν γίνει λαϊκή κρατική περιουσία, έχει ανατραπεί η οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων και η μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία. Παράλληλα με τον κοινωνικοποιημένο τομέα της οικονομίας θα λειτουργεί ο συνεταιρισμός, εκεί όπου είναι περιορισμένος ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της λαϊκής οικονομίας είναι ο κεντρικός πανεθνικός οικονομικός σχεδιασμός, η ενεργητική συμμετοχή των εργαζομένων, ο κοινωνικός εργατικός έλεγχος, η δημοκρατία στους εργασιακούς χώρους.

Ως απαραίτητη προϋπόθεση θεωρεί τη λύση του πολιτικού προβλήματος, την κατάκτηση της λαϊκής, της εργατικής εξουσίας. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορεί η τουριστική οικονομική δραστηριότητα να σχεδιαστεί και να αναπτυχθεί:

œ- Σε αναλογία προς τη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή, τις ενεργειακές, υδροδοτικές, αποχετευτικές και μεταφορικές υποδομές των πόλεων και της υπαίθρου, των αναγκών του κέντρου και της περιφέρειας.

-œ Σε αναλογία με τις ανάγκες εκπαίδευσης και ειδίκευσης του εργατικού δυναμικού και τις ανάγκες φροντίδας της υγείας σε όλες τις βαθμίδες της.

-œ Σε ισορροπία με τη φύση. Το γενικό κίνητρο της οικονομίας, η κοινωνική ευημερία, γίνεται μέτρο για την παρέμβαση της ανθρώπινης ενέργειας στη φύση, για την αξιολόγηση των θετικών αποτελεσμάτων της και των αρνητικών συνεπειών της.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις μόνο μπορεί να εξασφαλιστεί:

- Η ικανοποίηση του καθολικού δικαιώματος στον Τουρισμό, στην ανάπαυση, στις διακοπές και στην αναψυχή.

Ο Τουρισμός μπορεί να παίξει θετικό ρόλο στην ευρύτερη επικοινωνία, στην γνωριμία με τους άλλους λαούς, ήθη, έθιμα και πολιτισμούς, να συμβάλλει στην ανάπτυξη σχέσεων φιλίας και αλληλεγγύης ανάμεσα σε λαούς και χώρες, να δημιουργεί νέες ανάγκες για μόρφωση, στην ανάδειξη του λαϊκού πολιτισμού και της ιστορίας, στο σεβασμό και στην αρμονική σχέση της ανθρώπινης κοινωνίας με το περιβάλλον.

- Η δυνατότητα οργανωμένης και υπεύθυνης πρόσβασης και περιοδικής διαβίωσης σε φυσικούς και πολιτιστικούς χώρους που χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα προστασίας.

Οι φορείς οργάνωσης και διεύθυνσης της τουριστικής δραστηριότητας -κρατικές επιχειρήσεις, φορείς κρατικών επιχειρήσεων και συνδικάτων, συνεταιρισμοί- θα υπάγονται σε γενική διεύθυνση περιφερειακά διακλαδωμένη, αρμόδια για τον εσωτερικό -εγχώριο και αλλοδαπό- και εξωτερικό Τουρισμό. Αυτός ο κεντρικός φορέας θα συνεργάζεται σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο με όλους τους διοικητικούς και κοινωνικούς φορείς -συνδικάτα, εκπαιδευτικά ιδρύματα, κοινωνικές οργανώσεις κλπ.- για την καταγραφή, αξιολόγηση και ιεράρχηση των αναγκών για τη διατίμηση και την κατανομή τους.

Το ΚΚΕ προβάλλει συνολικά την πολιτική του θέση στους εργαζόμενους και του τουριστικού τομέα. Ζητά τη στήριξή της από τους εργαζόμενους και με την ψήφο τους στις εκλογές. Ετσι ενισχύονται οι προϋποθέσεις συσπείρωσης, αντίστασης και ρήξης των λαϊκών δυνάμεων με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό. Μόνο σε αυτή τη γραμμή μπορεί να υπάρξει πραγματική υπεράσπιση των κατακτήσεων, προβολή και διεκδίκηση δικαιωμάτων, όπως:

Εργασιακών δικαιωμάτων στις επιχειρήσεις του τουριστικού κλάδου ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία και τρομοκρατία για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, για την κατοχύρωση των εργατικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων με βάση τις προτάσεις του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος.

- Του δικαιώματος για αναψυχή και διακοπές για όλους τους εργαζόμενους μέσα από την εξασφάλιση της μηνιάτικης ετήσιας άδειας και του 14ου μισθού για τις διακοπές.

- Του δικαιώματος για δωρεάν διακοπές για όλα τα παιδιά των εργαζόμενων.

- Του δικαιώματος για δωρεάν διακοπές για τους συνταξιούχους και τους φτωχούς αγρότες.

- Του δικαιώματος για ελεύθερη πρόσβαση στις ακτές.

- Τη δημιουργία δημόσιων μεταλυκειακών επαγγελματικών σχολών για τα τουριστικά επαγγέλματα. Την κατάργηση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Τη δημιουργία μεταπτυχιακών σπουδών για τους πτυχιούχους των οικονομικών σχολών της ενιαίας δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης.

Η ανάγκη αντίστασης και σύγκρουσης με την πολιτική που συρρικνώνει το εργατικό και λαϊκό εισόδημα, που στραγγαλίζει τις κοινωνικές ανάγκες προκειμένου να ικανοποιήσει την κεφαλαιοκρατική κερδοφορία, αντικειμενικά γίνεται κοινή ανάγκη και για τους μικρούς ιδιοκτήτες τουριστικών επιχειρήσεων για δυο λόγους: α) Γιατί ο δικός τους κύκλος εργασιών εξαρτάται κυρίως από την αγοραστική δύναμη του λαϊκού εισοδήματος. β) Γιατί η πολιτική που εξυπηρετεί το μεγάλο κεφάλαιο μεταφράζεται σε χρηματοπιστωτικές, φορολογικές και άλλες επιμέρους πολιτικές, που οδηγούν στον αφανισμό τους.

Η ρεαλιστικότητα της πολιτικής θέσης του ΚΚΕ στηρίζεται στη μεγάλη ανάπτυξη της κοινωνικής εργασίας, στην αναγκαιότητα να φύγει από τη μέση το εμπόδιο της ατομικής ιδιοκτησίας των όρων παραγωγής, που βάζει φρένο στις δυνατότητες που περικλείει η κοινωνική παραγωγή για τη λαϊκή πλειοψηφία.

Το ΚΚΕ καλεί τους εργαζόμενους, τα κοινωνικά κινήματα της νεολαίας, των γυναικών να συμπορευτούν στον αγώνα για μια πλατύτερη συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων τους και των προϋποθέσεων για την ικανοποίησή τους. Μια συνειδητοποίηση που θα οδηγεί στην αποφασιστική, μαχητική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα, στο Λαϊκό Μέτωπο για σύγκρουση και ρήξη με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, ρήξη με την εξουσία που γίνεται εμπόδιο στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, της κοινωνικής ευημερίας.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

Ο Νίκος Καραθανασόπουλος είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ. Το κείμενο είναι η εισηγητική του ομιλία σε εκδήλωση-συζήτηση για τον Τουρισμό, που διοργάνωσε η ΚΟΑ του ΚΚΕ στις 5.11.2003, με θέμα: «Η αναψυχή και οι διακοπές δικαίωμα για τον εργαζόμενο και τη λαϊκή οικογένεια».

[1] Περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος», τ. 41, 14.10.2000, σελ. 56.

[2] Μελέτη ΣΕΤΕ: «Τουρισμός και Απασχόληση», Σεπτέμβρης 2003, σελ. 4.

[3] Ειδικό αφιέρωμα «ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ», Γενάρης 2001, σελ. 5.

[4] Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.2.2001, σελ. Β10.