Η εξήγηση του φαινομένου της υπέρμετρης αλλοδαπής τουριστικής ανάπτυξης σε σχέση με τις ανάλογες υποδομές, τη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή και τον εγχώριο Τουρισμό μας ενδιαφέρει γιατί χαρακτήρισε την ελληνική οικονομία στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Και στην Ελλάδα θεωρητικοποιήθηκαν οι δυνατότητες που προσέφερε κυρίως η νησιωτική χώρα για επενδύσεις αλλοδαπού Τουρισμού που εξασφάλιζαν επιπρόσθετο κέρδος.
Αγγλοαμερικάνοι που στελέχωσαν διάφορα αμερικανικά και Νατοϊκά επιτελεία στην Ελλάδα και στη συνέχεια η Γερμανία (χώρα υποδοχής Ελλήνων μεταναστών) και άλλα ευρωπαϊκά κράτη ανακάλυψαν τις ελληνικές τουριστικές χάρες.
Οι μεγάλες -και για την εποχή τους σύγχρονες- ξενοδοχειακές μονάδες διαμορφώθηκαν αφ’ ενός με την άμεση παραγωγική κρατική παρέμβαση, μέσω του ΕΟΤ και τη δημιουργία των «Ξενία», αφ’ ετέρου με ξένες επενδύσεις. Ομως, η εκτεταμένη τουριστική, κυρίως ξενοδοχειακή, οικονομική δραστηριότητα στηρίχτηκε στην οικογενειακή επιχείρηση, μέσα από την αξιοποίηση της ιδιοκτησίας και της χρήσης γης, σαν συμπληρωματική δραστηριότητα της γεωργικής, την οποία στην πορεία υποκατέστησε. Η ακολουθούμενη πιστωτική πολιτική συνέβαλε σε αυτό, έδωσε κίνητρα να στραφεί σε αυτή την οικονομική δραστηριότητα ένα μέρος των μεταναστευτικών εισροών. Αναπτύχθηκε πληθώρα μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Μέχρι και το 1990 ο ρυθμός αύξησης των αλλοδαπών τουριστών στην Ελλάδα ήταν ταχύτερος απ’ ό,τι στην Ευρώπη και στον κόσμο. Στη δεκαετία 1990-2000 παρατηρούμε μια μείωση του ρυθμού αύξησης των αφίξεων, η οποία είναι μεγαλύτερη στην Ελλάδα από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή και παγκόσμια.
Η ανάπτυξη του αλλοδαπού Τουρισμού στην Ελλάδα στηρίχθηκε αρχικά στο χαμηλό επίπεδο τιμών καταναλωτικών προϊόντων και τη χαμηλή νομισματική ισοδυναμία της δραχμής σε σχέση με το δολάριο ΗΠΑ και τα ευρωπαϊκά νομίσματα. Η κατάσταση αυτή προσέλκυσε τον οργανωμένο Τουρισμό των Ευρωπαίων με μεσαία εισοδήματα, μέσω των tour operators με συνέπεια το χαμηλό κατά κεφαλήν τουριστικό έσοδο.
Αποτέλεσμα του μεγάλου βαθμού εποχικότητας του ελληνικού Τουρισμού ήταν η χαμηλή μέση ετήσια πληρότητα των ξενοδοχειακών καταλυμάτων στην Ελλάδα, η οποία το 1999 έφτανε το 63%. Το μεγαλύτερο βαθμό πληρότητας παρουσίαζαν οι βασικοί τουριστικοί προορισμοί, το Νότιο Αιγαίο με 78,2%, η Κρήτη με 76,7% και τα Ιόνια νησιά με 75,7%.
Κατά τη δεκαετία του 1990, και με την ένταξη στην ΕΕ και την ευρωζώνη, η Ελλάδα σταδιακά έχανε τα πλεονεκτήματα προσέλκυσης του εποχιακού αλλοδαπού Τουρισμού. Το επίπεδο τιμών ανέβηκε απότομα λόγω των νέων συνθηκών αγοράς στην ευρωζώνη, ενώ αναπτύσσονταν νέες φθηνότερες τουριστικές αγορές, όπως της Τουρκίας.
Η ήδη χαμηλή μέση διάρκεια των διακοπών των αλλοδαπών τουριστών στα ελληνικά θέρετρα (15 ημέρες), και η μέση διάρκεια παραμονής τους σε ξενοδοχειακά καταλύματα (6 ημέρες) μειώθηκε μετά το 2000. Μείωση εμφάνισαν και οι αφίξεις αλλοδαπών τουριστών για τα έτη 2001-2003. Εκδηλώθηκε κρίση στον κλάδο του Τουρισμού στην Ελλάδα, η οποία ήρθε στην επιφάνεια και εξαιτίας της γενικότερης οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη και κυρίως στη Γερμανία.
Κατά την τελευταία δεκαετία επιταχύνθηκε ο ρυθμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στον τουριστικό τομέα της οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά, το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του Τουρισμού εξακολουθεί να είναι μικρομεσαίου μεγέθους, με χαμηλό επίπεδο κεφαλαιοποίησης. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μεγέθυνση της κεφαλαιοποίησης, κύρια των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, μέσα από τη δημιουργία ομίλων με συμμετοχή τραπεζών, ναυτιλιακών και κατασκευαστικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης και ξένων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και Τour Operators μέσα από επενδύσεις, εξαγορές και συγχωνεύσεις, ανάληψη του managment.
Με βάση τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΞΕΕ) το σύνολο των ξενοδοχειακών μονάδων το 2003 ήταν 8.520 παρουσιάζοντας μια αύξηση σε σχέση με το 1990 κατά 32,6%. Τη μεγαλύτερη άνοδο είχαν τα ξενοδοχεία πολυτελείας κατά 115% και της Α΄ κατηγορίας κατά 79% .
Η χωροταξική κατανομή των ξενοδοχειακών μονάδων επικεντρώνεται σε τρεις περιοχές: Στερεά Ελλάδα, Κρήτη, Δωδεκάνησα. Η μικρή μείωση της συγκέντρωσης, που παρουσιάζεται σε σχέση με το 1990, οφείλεται στην απαξίωση της Αθήνας- Αττικής σαν τουριστικού προορισμού, ενώ η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα παρουσιάζουν αύξηση κατά 53% και 50% αντίστοιχα.
Στην Κρήτη βρίσκονται συγκεντρωμένα τα περισσότερα ξενοδοχεία πολυτελείας, Α΄ και Β΄ κατηγορίας. Τα περισσότερα ξενοδοχεία πολυτελείας βρίσκονται συγκεντρωμένα στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδος και της Κρήτης, ενώ στη Θράκη δεν υπάρχει κανένα.
Η υπερσυγκέντρωση τουριστικών επιχειρήσεων σε ορισμένες περιοχές οδηγεί στην εγκατάλειψη άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Τα τελευταία χρόνια μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες σε συνεργασία με τους Tour-Operators προσφέρουν στους πελάτες ολοκληρωμένο πακέτο που πλήττει ανταγωνιστικά άλλες μικρές επιχειρήσεις του κλάδου, οι οποίες συνδέονται με τον Τουρισμό, όπως είναι τα καταστήματα λαϊκής τέχνης, τα εστιατόρια, τα κέντρα διασκέδασης και αναψυχής κλπ. Οι τουριστικές επιχειρήσεις μεγάλης κεφαλαιοποίησης έχουν πολυκλαδική οικονομική δραστηριότητα (από τη βιομηχανική παραγωγή και τη μεταφορά μέχρι το εμπόριο και δραστηριότητες που αφορούν τη χρηματική κυκλοφορία).
Παράλληλα υπάρχουν ακόμη όχι μόνο μικρές τουριστικές επιχειρήσεις αλλά κι εκείνες που σχεδόν λειτουργούν με τη δουλιά των μελών της οικογένειας. Και αυτές οι οικογενειακές επιχειρήσεις, ως επιβιώσεις ορισμένης καπιταλιστικής καθυστέρησης, υποτάσσονται στους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας. Ως ένα βαθμό η αντοχή τους οφείλεται και στην κρατική παρέμβαση, π.χ. προγράμματα δανειοδότησης αγροτοτουρισμού. Η τέτια κρατική παρέμβαση έχει ως στόχο να δώσει μια μεσοπρόθεσμη διέξοδο στο καταστρεφόμενο ατομικό αγροτικό νοικοκυριό λόγω της συγκέντρωσης της αγροτικής παραγωγής.
Τα τελευταία χρόνια εντάθηκε η δραστηριοποίηση ξένων τουριστικών ομίλων για επενδύσεις, εξαγορές και ανάληψη managment (π.χ. Hyatt, Accot, Hilton, TUI, κυπριακές LOUIS και AKS HOTELS κ.ά.).
Παράλληλα ενισχύεται η τάση κάθετης διασύνδεσης επιχειρήσεων Tour Operators με μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες πολυτελείας. Κατά το 2000 συντελέστηκε σημαντική συγκεντροποίηση στον ευρωπαϊκό κλάδο των Tour Operators. Η σημαντικότερη εξέλιξη στον κλάδο αφορά την εξαγορά της Thomson Travel, της μεγαλύτερης βρετανικής εταιρίας του κλάδου, η οποία διακινεί ένα σημαντικό κομμάτι των ξένων τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα, από τη γερμανική Preussag, μητρική εταιρία του TUI, τη μεγαλύτερη εταιρία του κλάδου στη διακίνηση ξένων τουριστών στην Ελλάδα (το 1999 διακίνησε στην Ελλάδα πάνω από 900.000 τουρίστες). Ετσι η Preussag καθίσταται η μεγαλύτερη εταιρία στην Ευρώπη με βάση τον αριθμό θέσεων. Οι εξελίξεις αυτές έχουν σημαντικό αντίκτυπο για τον Τουρισμό στην Ελλάδα, κάνουν ακόμη πιο ισχυρό το ρόλο των Tour Operators. Οι Tour Operators διακινούν πάνω από το 80% των τουριστών[1] από τη Γερμανία και τη Βρετανία, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 40% του συνόλου των ξένων τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα.
Ιδιαίτερες δυσκολίες παρουσιάζει ο ακριβής καθορισμός του αριθμού των εργαζομένων στον κλάδο του Τουρισμού, λόγω του υψηλού βαθμού της εποχιακού χαρακτήρα τουριστικής δραστηριότητας, της πληθώρας των μικρών επιχειρήσεων, του μεγάλου αριθμού «παράνομων επιχειρήσεων» στον κλάδο, του σημαντικού αριθμού απασχόλησης αλλοδαπών εργατών, της «μαύρης» εργασίας, της πολυμορφίας των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων στον κλάδο κλπ.
Την τελευταία 20ετία η αύξηση της απασχόλησης στην τουριστική οικονομία ήταν 87% έναντι 9,2% της συνολικής απασχόλησης και μείωσης 15% στην μεταποίηση. Η κυβέρνηση υπολογίζει ότι οι απασχολούμενοι στον τομέα του Τουρισμού ανέρχονται στις 690.000, ενώ πρόσφατη μελέτη του ΣΕΤΕ υπολογίζει τη συνολική απασχόληση στις 809.000 (με άμεση πλήρη απασχόληση 255.308, με άμεση μερική απασχόληση 89.358 και με έμμεση απασχόληση 464.196).
Οπως γίνεται αντιληπτό, υπάρχει μεγάλη απόκλιση στα στοιχεία που δίνουν διαφορετικές πηγές. Ενα μέρος αυτής της απόκλισης οφείλεται στην πολύ διευρυμένη προσέγγιση της συναφούς τουριστικής απασχόλησης, που αγκαλιάζει και την απασχόληση σημαντικού μέρους του κλάδου των μεταφορών, κλάδων της μεταποίησης ή και του εμπορίου. Είναι βέβαιο όμως ότι είναι πολύ μεγαλύτερος ο ρυθμός αύξησης της μισθωτής απασχόλησης στον τουριστικό τομέα από εκείνον στο σύνολο της μισθωτής απασχόλησης. Ο απόλυτος αριθμός φαίνεται να ξεπερνά τις 200.000.
Φαίνεται ότι έχει σκοπιμότητα η διόγκωση των στοιχείων από τους φορείς του κεφαλαίου στον Τουρισμό. Ο τουριστικός τομέας είναι πρόσφορος για χρησιμοποίηση της μισθωτής εργασίας με ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Αλλωστε είναι αποκαλυπτική η πρόταση της προαναφερόμενης μελέτης του ΣΕΤΕ: «Η πολιτική απασχόλησης για τον Τουρισμό πρέπει να στοχεύει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου: να εισάγει σημαντικό βαθμό ευελιξίας στην αγορά εργασίας με τη θεσμική κατοχύρωση μορφών εργασίας, όπως η μερική και η προσωρινή απασχόληση, να συνδράμει τις προσπάθειες ορθολογικοποίησης του κόστους και βελτίωσης της παραγωγικότητας, μέσω και της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και να εξασφαλίσει τη διαθεσιμότητα ποσοτικά επαρκούς και κατάλληλα εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού»[2].
Ολα αυτά αποτελούν πρόσθετες δυσκολίες για την ανάπτυξη και ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος. Η εργατική συνδικαλιστική συνείδηση επηρεάζεται ανασταλτικά από την πολυδιάσπαση, τον υψηλό βαθμό εποχικότητας και την πολυαπασχόληση, το μικρό μέγεθος των τουριστικών επιχειρήσεων, την έλλειψη συνδικαλιστικής εμπειρίας και ταξικών αγώνων. Επικρατεί η εργοδοτική αυθαιρεσία και τρομοκρατία με καταπάτηση των εργατικών κατακτήσεων, των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, η πολυμορφία των ελαστικών εργασιακών σχέσεων (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ωρομίσθιοι, extra ημερήσια απασχόληση, επιμήκυνση του ωραρίου).