Στο όνομα της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, της μείωσης των κοινωνικοπολιτικών ανισοτήτων ανάμεσα στις περιφέρειές της, η ΕΕ προχώρησε στη δημιουργία των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ) και στα διάφορα ταμεία διαχείρισης αυτών των κονδυλίων, όπως το ΕΤΠΑ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης), το ΕΚΤ (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και το Ταμείο Συνοχής.
Οι πόροι των ΚΠΣ αποτελούν συγκέντρωση της υπεραξίας των εργαζομένων σε κοινοτικό και εθνοκρατικό επίπεδο.
Στην ουσία τα ΚΠΣ δεν είναι τίποτα άλλο παρά το βασικό τμήμα του κοινοτικού προϋπολογισμού, ο οποίος κάθε φορά καλείται να υλοποιήσει τις βασικές επιλογές του ευρωενωσιακού κεφαλαίου, τη στρατηγική της ΕΕ. Για τη δημοσιονομική περίοδο 2000-2006 (Γ΄ ΚΠΣ) ο σχεδιασμός επικεντρωνόταν στην προετοιμασία της «Ευρώπης», ούτως ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές για να γίνει δυνατή η διεύρυνση και να διαμορφωθούν καλύτερα οι προϋποθέσεις για την ενοποίηση της ευρωενωσιακής αγοράς, δηλαδή της απαραίτητης προϋπόθεσης για την υλοποίηση των τεσσάρων «ελευθεριών» της συνθήκης του Μάαστριχτ. Για τη δημοσιονομική περίοδο 2007-2013 (Δ΄ ΚΠΣ) ο σχεδιασμός επικεντρώνεται στην ανάγκη η «Ευρώπη να βρει ένα δυναμισμό», δηλαδή να υλοποιήσει την αντιλαϊκή στρατηγική της Λισσαβόνας.
Σε αυτό το πλαίσιο ένα τμήμα της χρηματοδότησης του Γ΄ ΚΠΣ δόθηκε για την υλοποίηση των τριάντα έργων που έχουν ενταχθεί στα διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών, στα ενεργειακά δίκτυα, καθώς και στον καθορισμό ενιαίων κανόνων και υποδομών για την κυκλοφορία του χρηματικού κεφαλαίου (τράπεζες - χρηματιστήρια).
Ο σχεδιασμός για το Δ΄ ΚΠΣ αφορά πλέον το σύνολο της ευρωενωσιακής αγοράς που προέκυψε μετά τη διεύρυνση της ΕΕ (για τη διαμόρφωση της ΕΕ των 25 κρατών-μελών) και δίνει έμφαση στη δημιουργία υποδομής για τη σύνδεση της αγοράς της ΕΕ-15 με την αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα των Βαλκανίων. Παράλληλα στο Δ΄ ΚΠΣ αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα η χρηματοδότηση των αναγκαίων όρων για τη βελτίωση της θέσης της ΕΕ στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, σύμφωνα με τις ανάγκες που προκύπτουν για τους δυτικοευρωπαϊκούς μονοπωλιακούς ομίλους εξαιτίας της όξυνσης του ανταγωνισμού και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Στα πλαίσια αυτά καθορίστηκαν οι εξής τρεις κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες πρέπει να υλοποιηθούν από το Δ΄ ΚΠΣ:
α) Να γίνει η Ευρώπη και οι περιφέρειές της οι πιο ελκυστικοί τόποι για επενδύσεις. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται το σύνολο των υποδομών που είναι αναγκαίες για τη δημιουργία ενός ακόμα πιο ευνοϊκού επενδυτικού περιβάλλοντος για τη διευκόλυνση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
β) Η ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, δηλαδή η υποταγή της έρευνας και της παιδείας γενικότερα στις ανάγκες του κεφαλαίου μέσα από την ενίσχυση της «συνεργασίας» ανάμεσα σε επιχειρήσεις και ερευνητικά ιδρύματα και από την προώθηση της επιχειρηματικότητας στους συγκεκριμένους τομείς.
γ) Η επιτάχυνση της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας από τη μείωση των εμποδίων πρόσβασης σε αυτήν (συλλογικές συμβάσεις, κατώτερος μισθός, όρια συνταξιοδότησης κ.ά.), την προώθηση της κινητικότητας και της προσαρμοστικότητας των εργαζομένων στις ανάγκες των επιχειρήσεων.
Επίσης, μεγαλύτερα κονδύλια, σε σχέση με τα προηγούμενα ΚΠΣ διατίθενται για τη θωράκιση του συστήματος από τη δράση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, για την ενίσχυση της στρατιωτικοποίησης της ΕΕ, αλλά και για τη συμβολή της στην ενίσχυση και σταθερότητα του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα.
Τέλος, οι δαπάνες για το γεωργικό τομέα εντάσσονται στη στρατηγική της προώθησης της επιχειρηματικότητας στον πρωτογενή τομέα και τη συγκέντρωση της γης μέσα από το ξεκλήρισμα της μικρομεσαίας αγροτιάς.
Μέσα για την υλοποίηση των παραπάνω κατευθύνσεων είναι η επιτάχυνση της απελευθέρωσης των αγορών, οι ιδιωτικοποιήσεις και η προώθηση των συμπράξεων ανάμεσα στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ).
Συνοπτικά η κατανομή του Δ΄ ΚΠΣ έχει ως εξής:
Στον πρώτο τομέα για την «Αειφόρο Ανάπτυξη» διατίθενται συνολικά 377.739 εκ. ευρώ, δηλαδή το 44,03% του συνόλου.
Στο δεύτερο τομέα για τη «Διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων» διατίθενται συνολικά 371.244 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 43,05%. Στον τομέα αυτόν συμπεριλαμβάνονται και οι δαπάνες για τη Γεωργία.
Στον τομέα «Θέματα πολιτών, ελευθερία, ασφάλεια και δικαιοσύνη» διατίθενται συνολικά 10.270 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 1,19%.
Στον τομέα «Η ΕΕ ως παγκόσμιος παράγοντας» διατίθενται 50.010 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 5,8% και τέλος στον τομέα «Διοίκηση» διατίθενται 50.300 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 5,83% του συνόλου.
Αυτές οι κατευθύνεις, οι προτεραιότητες πρέπει να αποτελέσουν τη βάση συγκρότησης των εθνικών στρατηγικών πλαισίων αναφοράς, αλλά και των επιχειρησιακών προγραμμάτων.
Η ελληνική κυβέρνηση λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις ιδιαίτερες ανάγκες του ελληνικού κεφαλαίου προετοιμάζει την αξιοποίηση του Δ΄ ΚΠΣ στην εξυπηρέτηση του στόχου «η Ελλάδα να μετατραπεί σε πόλο σταθερότητας και ανάπτυξης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη», για να εκμεταλλευτούν οι ελληνικές επιχειρήσεις την αγορά των 160 εκατομμυρίων κατοίκων. Τόσο το εθνικό όσο και τα περιφερειακά στρατηγικά σχέδια ανάπτυξης, αλλά και τα επιχειρησιακά προγράμματα θα πρέπει να είναι ενταγμένα στην υλοποίηση του Εθνικού Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων, στο οποίο έχουν ενταχθεί οι στόχοι, δράσεις και προτεραιότητες για την υλοποίηση της στρατηγικής της Λισσαβόνας, δηλαδή της ενίσχυσης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Η κυβέρνηση στον καθορισμό των προγραμμάτων, αλλά και στη διαχείρισή των πόρων έλαβε υπόψη της την κριτική της άρχουσας τάξης σε σχέση με τα προηγούμενα ΚΠΣ, ώστε να συμβάλουν πιο αποτελεσματικά στην επιτάχυνση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στη χώρα και στην ενοποίηση της ευρωενωσιακής αγοράς.
Με τις νέες διαδικασίες αξιολόγησης και υλοποίησης του Δ΄ ΚΠΣ επιχειρείται η βελτίωση της διαχειριστικής ικανότητας του κράτους σε αυτή την κατεύθυνση με έμφαση: Στην αντιμετώπιση της διασποράς των πόρων σε μικρά έργα και υποδομές περιορισμένης κλίμακας και συγκέντρωσής τους στα μεγάλα έργα και υποδομές που υπηρετούν τους στρατηγικούς σχεδιασμούς. Στην αντιμετώπιση του δυσκίνητου, γραφειοκρατικού και δαπανηρού μηχανισμού εξαιτίας της πληθώρας των διαχειριστικών φορέων υλοποίησης των προγραμμάτων και συγκέντρωσης των προγραμμάτων διαχείρισης σε ελάχιστους φορείς. Στην ανάγκη αλλαγής του περιεχομένου και της μορφής του εθνικού σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο πρέπει να έχει μακρόχρονο σχεδιασμό με δράσεις προσθετικής και συμπληρωματικής λειτουργίας σε σχέση με τα προγράμματα υλοποίησης του Δ΄ ΚΠΣ.
Επιχειρείται η μείωση του αριθμού των τελικών δικαιούχων διαχείρισης της χρηματοδότησης σε κάθε περιφέρεια και κυρίως μικρότερων δήμων με ελλειπή τεχνική επάρκεια και ευάλωτων στη μεγάλη διασπορά των έργων.
Με βάση τις προαναφερόμενες κατευθύνσεις η κυβέρνηση αλλάζει την διοικητική δομή διαχείρισης της κρατικής και ευρωενωσιακής χρηματοδότησης διαμορφώνοντας πιο συγκεντρωτικούς μηχανισμούς υλοποίησης και ελέγχου των αποφάσεών της. Συγκροτεί πέντε υπερπεριφέρειες που θα παίζουν και το ρόλο των διαχειριστικών αρχών του Δ΄ ΚΠΣ, καθώς και του Εθνικού Πλαίσιου Στήριξης (δηλαδή του αναμορφωμένου προγράμματος δημοσίων επενδύσεων). Ενεργοποιεί δεκατρείς διαχειριστικές ανώνυμες εταιρείες στις σημερινές περιφέρειες, οι οποίες θα αναλάβουν ένα μέρος του διαχειριστικού ρόλου που είχαν μέχρι σήμερα οι δήμοι, οι νομαρχίες και άλλοι φορείς. Οι εταιρείες αυτές θα πιστοποιούνται από διεθνείς οίκους σχετικά με το επίπεδο τεχνογνωσίας και οικονομικής επάρκειάς τους.
Παράλληλα προτείνεται να αναλάβουν οι Τράπεζες αντί του δημόσιου φορέα τη διαχείριση της υλοποίησης ορισμένων τομεακών προγραμμάτων των ΚΠΣ. Συγκεκριμένα οι Τράπεζες θα υποδέχονται, θα αξιολογούν και θα είναι αρμόδιες για την εκταμίευση των ενισχύσεων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων του τουρισμού και της μεταποίησης που θα υποβάλλουν σε αυτές τα επενδυτικά τους σχέδια στο πλαίσιο των περιφερειακών προγραμμάτων. Η συνολική δημόσια δαπάνη του συγκεκριμένου κύκλου ενισχύσεων προσδιορίστηκε στα 210 εκ. ευρώ.
Το σύνολο αυτών των αλλαγών στοχεύει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής και στην καλύτερη εναρμόνιση της κρατικής διαχείρισης με τις κατευθύνσεις της ΕΕ.
Συμπερασματικά οι διακρατικοί και εθνοκρατικοί σχεδιασμοί που υλοποιούν τα διάφορα κοινοτικά πλαίσια στήριξης υπηρετούν τις ανάγκες του κεφαλαίου και όχι την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, με αποτέλεσμα να οξύνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις, π.χ. το 22% των Ελλήνων βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας[1], ενώ οξύνεται η ανισομετρία ακόμα και ανάμεσα στις περιφέρειες στο εσωτερικό των κρατών-μελών.
Μετά από τρία, ουσιαστικά, πλαίσια στήριξης έχουμε διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στις περιφέρειες της Ελλάδας.
Με βάση τον Πίνακα 1, ο οποίος παρουσιάζει την πορεία του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ως ποσοστού του μέσου όρου του Εθνικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ (πρόκειται για ένα δείκτη που δεν αποτυπώνει πλήρως την πραγματικότητα, αλλά και συγκαλύπτει τις ταξικές ανισότητες), έχουμε μια επιδείνωση της θέσης τεσσάρων περιφερειών, της Κρήτης, της Θεσσαλίας, της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και της Δυτικής Ελλάδας. Πρόκειται για περιφέρειες με έντονη παρουσία της αγροτικής παραγωγής και βιομηχανίας η οποία συνδέεται άμεσα με την αγροτική παραγωγή.
Αύξηση παρουσιάζουν:
α) Οι περιφέρειες Νοτίου και Βορείου Αιγαίου, περιφέρειες με μικρό πληθυσμό.
Η αύξηση στηρίζεται ουσιαστικά στον Τουρισμό. Τη συγκεκριμένη περίοδο είχαμε μια σημαντική αύξηση του αλλοδαπού τουρισμού η οποία μετά το 2003 αρχίζει να ανακόπτεται.
β) Η περιφέρεια Πελοποννήσου: Η αύξηση οφείλεται στο Νομό Κορινθίας, ο οποίος αποτελεί στην ουσία επέκταση της μιας εκ των δύο βιομηχανικών περιοχών της Αττικής και στο Νομό Αρκαδίας εξαιτίας της ύπαρξης της ΔΕΗ.
γ) Η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ουσιαστικά η Θεσσαλονίκη και το τουριστικό της «επίνειο» η Χαλκιδική.
δ) Και η Δυτική Μακεδονία στην οποία βασικό ρόλο παίζουν οι εγκαταστάσεις της ΔΕΗ.
Την ίδια εικόνα επιβεβαιώνει και ο ίδιος δείκτης σε επίπεδο Νομού, για την ίδια ουσιαστικά περίοδο (1995-2002), (πίνακας 2).
Οι δύο Νομοί με το υψηλότερο κατά κεφαλή ΑΕΠ είναι της Βοιωτίας και της Κορινθίας, που αποτελούν ουσιαστικά επέκταση των βιομηχανικών περιοχών της Αττικής (στο Νομό Κορινθίας εμφανίζεται και η μεγαλύτερη άνοδος, κατά 45%).
Αύξηση παρουσιάζουν τα νησιά, αλλά και περιοχές με ισχυρή την τουριστική οικοδομική δραστηριότητα.
Πτώση παρουσιάζουν όλοι οι Νομοί της Θεσσαλίας, της Δυτικής Ελλάδας, καθώς επίσης και Νομοί με μεγάλη αγροτική παραγωγή όπως: Ημαθίας, Πέλλας, Πιερίας, Αργολίδας, Μεσσηνίας, Αρτας, οι Νομοί Καβάλας, Ξάνθης και Δράμας, καθώς και οι Νομοί Χανίων και Ηρακλείου. Οι δύο τελευταίες περιπτώσεις, μεγάλοι πληθυσμιακά Νομοί, επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι μια περιοχή δεν μπορεί να στηριχτεί μόνο στην τουριστική δραστηριότητα.
Η επιδείνωση της θέσης Περιφερειών και Νομών για την περίοδο 1995-2003, με βάση τον προαναφερόμενο δείκτη επιβεβαιώνεται και από την πορεία της σοβαρής υποχώρησης της συμμετοχής του ΑΕΠ της κάθε Περιφέρειας στο εθνικό ΑΕΠ. Τη συγκεκριμένη περίοδο έχουμε σοβαρή υποχώρηση της συμμετοχής στο εθνικό ΑΕΠ για τις περιφέρειες της Δυτικής Ελλάδας, της Θεσσαλίας, της Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης, αλλά και της Στερεάς Ελλάδας (πίνακας 3).
Η ίδια εικόνα σε γενικές γραμμές παρουσιάζεται και στα στοιχεία της Eurostat.
1. Οσον αφορά την εικόνα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με το ΑΕΠ της ΕΕ/25 (για την περίοδο 1996-2002) μείωση παρουσιάζεται στο ΑΕΠ της Δυτικής Ελλάδας, της Στερεάς Ελλάδας και πολύ μικρή αύξηση (1,4%-2,8%) για τις περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, Θεσσαλίας και Κρήτης, σε σχέση με την αύξηση κατά 7% του μέσου όρου της Ελλάδας για την ίδια περίοδο (πίνακας 4).
2. Οσον αφορά την πορεία του ποσοστού απασχόλησης σε σχέση με τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (15-64 ετών) για την περίοδο 1996-2004:
Μείωση παρουσιάζει το ποσοστό απασχολουμένων στις περιφέρειες των Ιονίων Νήσων, της Δυτικής Ελλάδας, της Κρήτης, της Ανατολικής Μακεδονίας, αλλά και της Πελοποννήσου (πίνακας 5).
Με βάση το δείκτη του ποσοστού του ΑΕΠ ανά κάτοικο σε σχέση με το μέσο όρο της χώρας, (δείκτης που δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα, αλλά και συγκαλύπτει τις ταξικές ανισότητες), μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι για το διάστημα 1995-2003 έχουμε υποχώρησή του για 4 περιφέρειες, οι οποίες βρίσκονται κάτω από το μέσο όρο: Η Κρήτη υποχώρησε από το 98% στο 96,5%, η Θεσσαλία από το 88% στο 82,5%, η Αν. Μακεδονία - Θράκη από το 81% στο 75,5% και η Δυτική Ελλάδα από το 83% στο 74,5%. Το ίδιο διάστημα σε 21 νομούς είχαμε υποχώρηση του συγκεκριμένου δείκτη.