ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΩΝ ΣΤΑΛΙΝ ΚΑΙ ΜΟΛΟΤΟΦ ΣΤΟΥΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΟΥΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΕΣ


ΚΟΜΕΠ

Το Μάρτη του 2003 συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από το θάνατο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν, Γενικού Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ, προέδρου του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ και επιφανούς στελέχους του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Το όνομα και η προσωπικότητα του Στάλιν συνδέονται άρρηκτα με τη δυσκολότερη φάση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, καθώς και με τη σκληρή εσωκομματική διαπάλη ενάντια στον οπορτουνισμό που χαρακτήρισε την εποχή αυτή. Ο Στάλιν, στα πλαίσια αυτά, υπήρξε συνεπής και σταθερός υπερασπιστής της μαρξιστικής - λενινιστικής κοσμοθεωρίας και σθεναρός θεμελιωτής της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η συνεισφορά του στην παγκόσμια ιστορία συνίσταται ακόμη στην εκ των ων ουκ άνευ συμβολή της ΕΣΣΔ στην αντιφασιστική νίκη των λαών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αυτήν ακριβώς την προσφορά δε «συγχωρεί» η αστική τάξη, που προσπάθησε και προσπαθεί να σπιλώσει την προσωπικότητά του, σε βαθμό μεγαλύτερο από όλους τους άλλους θεωρητικούς και πολιτικούς εκπροσώπους του μαρξισμού - λενινισμού. Του αποδόθηκαν μέθοδοι και συμπεριφορές βίαιες και απάνθρωπες, δημοσιεύονται τόσο απίθανοι αριθμοί «θυμάτων του σταλινισμού» που αντιδρούν ακόμη και αστοί ερευνητές. Δεν μπορούμε οπωσδήποτε να αρνηθούμε το στοιχείο της βίας σε μια επαναστατική διαδικασία, όπως είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία αποτελεί όργανο οικοδόμησης ενός κόσμου χωρίς ταξικές αντιθέσεις και ως εκ τούτου έχει σαφές ιστορικό καθήκον να αντιπαλέψει τα υπολείμματα των εκμεταλλευτριών τάξεων ή να εμποδίσει την αναγέννησή τους. Αναμφισβήτητα σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης σημειώνονται και υπερβολές. Ωστόσο, χωρίς αυτό το στοιχείο της βίας κάθε επανάσταση θα έμενε ανολοκλήρωτη, αφού καμία κοινωνική τάξη που κατέχει την εξουσία και τα μέσα παραγωγής δεν αποχωρεί οικειοθελώς και ειρηνικά από το ιστορικό προσκήνιο. Η ίδια η αστική τάξη, στην καλύτερή της ιστορική στιγμή, τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, χρησιμοποίησε πολύ σκληρές μεθόδους και όχι μόνο απέναντι στους φύσει εχθρούς ευγενείς. Η σκληρότερη διαπάλη εκδηλώθηκε ανάμεσα στις ίδιες τις κοινωνικές δυνάμεις που αποτελούσαν το επαναστατικό μπλοκ και στα πολιτικά τους αποκρυσταλλώματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και τις άλλες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του αιώνα.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο υπό διαμόρφωση σοσιαλιστικό στρατόπεδο στην Ευρώπη και στον κόσμο, αρχίζουν να διαφαίνονται οι συγκρούσεις στρατηγικής, που μισό αιώνα αργότερα θα αποτελέσουν μία από τις αιτίες των αντεπαναστατικών ανατροπών. Κυρίαρχη, από τη δεκαετία του ’40 και εντεύθεν, αναδεικνύεται η σύγκρουση ανάμεσα στο ΚΚΣΕ και στην Ενωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας. Οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες, με επικεφαλής τον Γιόσιπ Μπροζ (Τίτο) σημείωσαν σαφή φιλοδυτική στροφή και απομάκρυνση από βασικές αρχές του μαρξισμού - λενινισμού. Η ΚΟΜΕΠ, τιμώντας την επέτειο του θανάτου του Ι.Β. Στάλιν, επέλεξε να δημοσιεύσει ένα αρχειακό ντοκουμέντο που αναφέρεται ακριβώς στην έναρξη αυτής της διαπάλης. Από το 1945, η σοβιετική κυβέρνηση μετά από αίτημα της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης είχε στείλει στη Γιουγκοσλαβία στρατιωτικούς και πολίτες ειδικούς για να βοηθήσουν στη σοσιαλιστική οικοδόμηση της χώρας. Ενώ μέχρι το 1948, δεν υπήρχε κανένα, εμφανές τουλάχιστον πρόβλημα με την παρουσία των Σοβιετικών στη χώρα, από το 1948 και εντεύθεν η γιουγκοσλαβική ηγεσία απέσυρε την εμπιστοσύνη της από αυτούς. Ενα από τα μέτρα που φανέρωναν αυτήν ακριβώς την έλλειψη εμπιστοσύνης ήταν και η απαγόρευση, από τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, στα κρατικά ιδρύματα να δίνουν πληροφορίες οικονομικής φύσεως στους σοβιετικούς ειδικούς.

Με αφορμή το γεγονός αυτό, αναπτύχθηκε αλληλογραφία ανάμεσα στη γιουγκοσλαβική ηγεσία αφενός και στους Στάλιν - Μολότοφ από την άλλη. Στις επιστολές του Στάλιν, τις οποίες παραθέτουμε αμέσως παρακάτω, δε θίγονται μόνο τα ζητήματα που άπτονται της συγκεκριμένης κρίσης, αλλά και μείζονα ζητήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όπως είναι οι σχέσεις ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα, ο καθοδηγητικός ρόλος των κομμουνιστικών κομμάτων στις σοσιαλιστικές κοινωνίες, η σχέση κόμματος - λαϊκού κινήματος ή λαϊκού μετώπου, ενώ επισημαίνονται σαφώς οι κίνδυνοι του οπορτουνισμού. Στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ αναδημοσιεύονται δύο από τις τρεις επιστολές από το περιοδικό της Ενωσης Κομμουνιστών Ουκρανίας «Μαρξισμός και Σύγχρονη Εποχή», τεύχος 1-2/2001, όπου οι επιστολές παρουσιάζονται από το βιβλίο του Β΄ Γραμματέα του Νέου Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας Π. Τ. Μιλίσεβιτς «Προσοχή ρεβιζιονισμός».Σύμφωνα με το βιβλίο οι επιστολές πρωτοδημοσιεύτηκαν στο: Ι. Β. Στάλιν, Β. Μ. Μολότοφ, «Επιστολές στο σ. Τίτο, Καρντέλ», εκδ. Μπόρμπα, Βελιγράδι, 1948.

ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Προς το σύντροφο Τίτο και τα άλλα μέλητης ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας

Λάβαμε τις απαντητικές επιστολές από 18 και 20 Μάρτη. Την απάντησή σας τη θεωρούμε αναληθή και γι’ αυτό απολύτως μη ικανοποιητική.

1. Το ζήτημα της Γκαγκαρίνοβα μπορούμε να το θεωρήσουμε ως λήξαν, καθότι Εσείς αρνηθήκατε οποιεσδήποτε κατηγορίες σε σχέση με την Γκαγκαρίνοβα, αν και εμείς συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι συκοφαντήθηκε η Γκαγκαρίνοβα. Η καταλογιζόμενη στο σ. Κρούτικοφ ανακοίνωση ότι τάχα η σοβιετική κυβέρνηση αρνήθηκε τις εμπορικές συνομιλίες αυτό το έτος, όπως είναι ολοφάνερο, απέχει από την πραγματικότητα μιας και ο σ. Κρούτικοφ αρνείται αυτό που του καταλογίζουν.

2. Οσον αφορά το ζήτημα της ανάκλησης των στρατιωτικών συμβούλων, πηγή της πληροφόρησής μας αποτελούν οι ανακοινώσεις του Υπουργείου Ενόπλων Δυνάμεων και οι πληροφορίες των ίδιων των συμβούλων. Οπως είναι γνωστό, οι στρατιωτικοί μας σύμβουλοι απεστάλησαν στη Γιουγκοσλαβία μετά από επίμονο αίτημα της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης και μάλιστα οι Σοβιετικοί στρατιωτικοί σύμβουλοι που διατέθηκαν για τη Γιουγκοσλαβία ήταν πολύ λιγότεροι από όσους ζήτησε η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. Επομένως, η σοβιετική κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να επιβάλει τους δικούς της συμβούλους στη Γιουγκοσλαβία.

Ομως στη συνέχεια οι Γιουγκοσλάβοι στρατιωτικοί καθοδηγητές, μεταξύ των οποίων και ο Κότσα Πόποβιτς, θεώρησαν σκόπιμο να ανακοινώσουν την αναγκαιότητα να μειωθεί ο αριθμός των σοβιετικών στρατιωτικών συμβούλων κατά 60%. Αυτές οι ανακοινώσεις διατυπώνονταν με διάφορους τρόπους: άλλοι έλεγαν ότι οι σοβιετικοί στρατιωτικοί ειδικοί κοστίζουν πολύ στη Γιουγκοσλαβία, άλλοι επιβεβαίωναν ότι δεν είναι απαραίτητο για το γιουγκοσλαβικό στρατό να κατακτήσει την εμπειρία του σοβιετικού στρατού. Τρίτοι επιβεβαίωναν ότι οι κανόνες του σοβιετικού στρατού είναι στερεότυποι και δεν αποτελούν αξίες για το γιουγκοσλαβικό στρατό. Τέταρτοι, πολύ σαφώς άφηναν υπονοούμενα ότι οι σοβιετικοί στρατιωτικοί σύμβουλοι πληρώνονται τζάμπα, μιας και δεν υπάρχει κανένα όφελος απ’ αυτούς.

Υπό το φως αυτών των γεγονότων γίνεται απολύτως κατανοητό η γνωστή, προσβλητική για το Σοβιετικό Στρατό, ανακοίνωση του Τζίλας σε μια από τις συνεδριάσεις της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, ότι οι Σοβιετικοί αξιωματικοί στον ηθικό τομέα είναι κατώτεροι των Αγγλων αξιωματικών. Και μάλιστα, όπως είναι γνωστό, αυτή η αντισοβιετική ανακοίνωση του Τζίλας δε συνάντησε αντίσταση από τα άλλα μέλη της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αντί να συνεννοηθούν συντροφικά με τη σοβιετική εξουσία και να ρυθμίσουν το ζήτημα των Σοβιετικών στρατιωτικών συμβούλων, οι Γιουγκοσλάβοι στρατιωτικοί καθοδηγητές άρχισαν να προσβάλλουν τους Σοβιετικούς στρατιωτικούς συμβούλους και να καθιστούν ανυπόληπτο το Σοβιετικό Στρατό. Εννοείται ότι μια τέτια κατάσταση θα έπρεπε να δημιουργήσει εχθρική ατμόσφαιρα γύρω από τους Σοβιετικούς στρατιωτικούς συμβούλους.

Σε μια τέτια κατάσταση θα ήταν γελοίο να περιμένει κανείς από τη σοβιετική εξουσία ότι θα συμφωνούσε να αφήσει τους στρατιωτικούς της συμβούλους στη Γιουγκοσλαβία. Εφόσον η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν αντιστάθηκε στις προσπάθειες να καταστήσουν ανυπόληπτο το σοβιετικό στρατό, φέρει ολοκληρωτικά την ευθύνη για τη δημιουργηθείσα κατάσταση.

3. Πηγή των πληροφοριών μας στο ζήτημα της ανάκλησης των Σοβιετικών πολιτών ειδικών αποτελούν κατά βάση οι πληροφορίες από τον Σοβιετικό πρέσβη στο Βελιγράδι Λαβρέντιεφ, καθώς και οι πληροφορίες από τους ίδιους τους ειδικούς. Η ανακοίνωσή σας ότι τάχα ο Σρζέντιτς είπε στον εμπορικό ακόλουθο σ. Λέμπεντεφ, ότι οι Σοβιετικοί, επιθυμώντας να πάρουν οικονομικές πληροφορίες, θα πρέπει να απευθύνονται στους ανωτέρους, δηλαδή στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και στην κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας, πολύ λίγο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Να η ενημέρωση από τον Λαβρέντιεφ στις 9 Μάρτη:

«Ο Σρζέντιτς, βοηθός του Κίντριτς στο Οικονομικό Συμβούλιο, ανακοίνωσε στον εμπορικό ακόλουθο Λέμπεντεφ, ότι υπάρχει απόφαση της κυβέρνησης που απαγορεύει να δοθούν στον οποιοδήποτε οποιαδήποτε οικονομικά υλικά. Γι’ αυτό, παρά το υπάρχον σύμφωνο, δεν μπορεί να δώσει τα αντίστοιχα υλικά. Στα όργανα κρατικής ασφάλειας δόθηκε διαταγή να πραγματοποιήσουν έλεγχο στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ο Σρζέντιτς ακόμη είπε πως ο Κίντριτς είναι διατεθειμένος να συζητήσει γι’ αυτό με τον Λέμπεντεφ».

Από την ενημέρωση του Λαβρέντιεφ είναι φανερό, πρώτον, ότι ο Σρζέντιτς ούτε με μια λέξη δεν είπε για τη δυνατότητα λήψης οικονομικών πληροφοριών στην ΚΕ ή στην κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας. Και γενικά, θα ήταν γελοίο να σκεφτείς ότι για να λάβεις μια οποιαδήποτε οικονομική πληροφορία είναι απαραίτητο να απευθυνθείς στην ΚΕ ή στην Κυβέρνηση - γι’ αυτό υπάρχουν τα φυσικά οικονομικά όργανα της Γιουγκοσλαβίας, από τα οποία οι Σοβιετικοί παλαιότερα ελάμβαναν την απαραίτητη οικονομική πληροφόρηση.

Από την ενημέρωση του Λαβρένβτιεφ φαίνεται και κάτι άλλο. Φαίνεται όχι αυτό που γράφεται αλλά ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή το ότι οι Σοβιετικοί αντιπρόσωποι στη Γιουγκοσλαβία υπόκεινται σε έλεγχο και επιτήρηση από την πλευρά των οργάνων ασφάλειας της Γιουγκοσλαβίας.

Δε θα ήταν περιττό να υπενθυμίσουμε ότι ανάλογη πρακτική, επιτήρηση των Σοβιετικών αντιπροσώπων, βρίσκουμε μόνο στις αστικές χώρες και μάλιστα όχι σε όλες.

Ακόμα είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι τα γιουγκοσλαβικά όργανα ασφαλείας παρακολουθούν όχι μόνο τους αντιπροσώπους της σοβιετικής κυβέρνησης, αλλά και τον αντιπρόσωπο του ΠΚΚ (μπ) στο όργανο της Κομινφόρμ, το σύντροφο Γιουντίν.

Θα ήταν γελοίο να σκεφτεί κανείς ότι η σοβιετική κυβέρνηση θα μπορούσε να συμφωνήσει με αυτό, να αφήσει τους πολίτες ειδικούς σε συνθήκες αυτού του καθεστώτος, το οποίο δημιουργήθηκε γι’ αυτούς.

Οπως είναι φανερό την ευθύνη για τη δημιουργηθείσα κατάσταση και σε αυτό φέρει η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση.

Αυτές είναι οι αιτίες που ανάγκασαν τη Σοβιετική κυβέρνηση να ανακαλέσει τους στρατιωτικούς και πολίτες συμβούλους της από τη Γιουγκοσλαβία.

4. Στην επιστολή σας εκφράσατε το αίτημα να σας ενημερώσουμε και για άλλα γεγονότα, τα οποία προκαλούν τη μη ικανοποίηση της ΕΣΣΔ και κατευθύνονται στη χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας. Τέτια γεγονότα πραγματικά υπάρχουν και αν και δε σχετίζονται με την ανάκληση των πολιτών και στρατιωτικών συμβούλων, θεωρούμε απαραίτητο να σας ενημερώσουμε γι’ αυτά.

ΠΡΩΤΟ: Μας είναι γνωστό ότι μεταξύ των συντρόφων καθοδηγητών στη Γιουγκοσλαβία ακούγονται διάφορες αντισοβιετικές εκφράσεις, όπως για παράδειγμα ότι «το ΠΚΚ (μπ) εκφυλίζεται», ότι «στην ΕΣΣΔ κυριαρχεί ο μεγαλοκρατικός σοβινισμός», ότι «η ΕΣΣΔ θέλει να υποδουλώσει τη Γιουγκοσλαβία», ότι «η Κομινφόρμ είναι το μέσο του ΠΚΚ (μπ) για να υποτάξει τα άλλα κόμματα» και άλλες ανάλογες. Αυτές οι αντισοβιετικές εκφράσεις καλύπτονται συνήθως από αριστερίστικη φρασεολογία ότι «ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ έπαψε να είναι επαναστατικός», ότι «μόνο η Γιουγκοσλαβία αποτελεί το φορέα του επαναστατικού σοσιαλισμού». Βέβαια, είναι γελοίο να ακούς τέτιου είδους παραμύθια για το ΠΚΚ (μπ) από τα χείλη αμφισβητούμενων μαρξιστών του τύπου Τζίλας, Βουκμάνοβιτς, Κίντριτς, Ράνκοβιτς και άλλων. Ομως όλη η υπόθεση είναι ότι αυτά που ακούγονται προ πολλού μεταξύ πολλών καθοδηγητών της Γιουγκοσλαβίας, συνεχίζουν να ακούγονται και τώρα, δημιουργούν ατμόσφαιρα αντισοβιετική, η οποία χειροτερεύει τις σχέσεις μεταξύ του ΠΚΚ (μπ) και του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας.

Εμείς αναγνωρίζουμε απεριορίστως το δικαίωμα κάθε κομμουνιστικού κόμματος, μεταξύ των οποίων και του γιουγκοσλαβικού, να ασκεί κριτική στο ΠΚΚ (μπ), όπως και το δικαίωμα του ΠΚΚ (μπ) να ασκεί κριτική σε οποιοδήποτε άλλο κομμουνιστικό κόμμα. Ομως ο μαρξισμός απαιτεί αυτή η κριτική να είναι ανοικτή και τίμια και όχι παρασκηνιακή και συκοφαντική, μιας και σε αυτή την περίπτωση ο υποβαλλόμενος σε κριτική στερείται της δυνατότητας να απαντήσει σε αυτή. Μεταξύ άλλων η κριτική των Γιουγκοσλάβων καθοδηγητών δεν είναι ανοικτή και τίμια, αλλά των παρασκηνίων και άτιμη και ταυτόχρονα διπρόσωπου χαρακτήρα, καθώς ξεφτιλίζοντας πίσω από την πλάτη του με την «κριτική» τους το ΠΚΚ (μπ), επίσημα με φαρισαϊσμό το επαινούν και το ανεβάζουν στους ουρανούς. Γι’ αυτό ακριβώς η τέτιου είδους κριτική μετατρέπεται σε συκοφαντία και η προσπάθεια να ξεφτιλίσουν το ΠΚΚ (μπ), σε μια προσπάθεια να ανατινάξουν το σοβιετικό σύστημα.

Δεν έχουμε αμφιβολία ότι αν οι μάζες των γιουγκοσλάβων κομματικών γνώριζαν για την ύπαρξη αυτού του είδους της κριτικής, θα απέρριπταν μετά βδελυγμίας τέτια αντισοβιετική κριτική σαν ξένη και εχθρική. Σκεπτόμαστε ότι ακριβώς γι’ αυτό οι παραπάνω αναφερθέντες Γιουγκοσλάβοι καθοδηγητές κάνουν αυτή την κριτική στα κρυφά, στα παρασκήνια, πίσω από τις πλάτες των μαζών.

Δεν είναι περιττό να υπενθυμίσουμε πως και ο Τρότσκι όταν προτίθετο να κηρύξει τον πόλεμο στο ΠΚΚ (μπ), και αυτός ξεκίνησε κατηγορώντας το ΠΚΚ (μπ) για εκφυλισμό, για εθνικό περιορισμό, για μεγαλοκρατικό σοβινισμό. Αυτός βέβαια όλα αυτά τα έκρυβε κάτω από την αριστερίστικη φρασεολογία για την παγκόσμια επανάσταση. Και παρ’ όλα αυτά, όπως είναι γνωστό ο Τρότσκι είχε εκφυλιστεί και σαν αποτέλεσμα, μετά την αποκάλυψή του ανοικτά πέρασε στο στρατόπεδο των ορκισμένων εχθρών του ΠΚΚ (μπ) και της Σοβιετικής Ενωσης.

Θεωρούμε ότι η πολιτική καριέρα του Τρότσκι είναι αρκετά διδακτική.

ΔΕΥΤΕΡΟ: Η σημερινή κατάσταση στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας μας προκαλεί ανησυχίες. Ασυνήθη εντύπωση προκαλεί το γεγονός, ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας, που αποτελεί το καθοδηγητικό κόμμα, ταυτόχρονα δεν είναι πλήρως νόμιμο και μέχρι τα σήμερα βρίσκεται σε ημινόμιμη κατάσταση. Οι αποφάσεις των οργάνων του κόμματος, κατά κανόνα, δεν εμφανίζονται στον τύπο. Δε δημοσιεύονται ανακοινώσεις για τις κομματικές συνεδριάσεις.

Στη ζωή του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας δεν είναι αισθητή η εσωκομματική δημοκρατία. Η ΚΕ στην πλειοψηφία της δεν είναι εκλεγμένη, αλλά διορισμένη. Δεν υπάρχει ή σχεδόν δεν υπάρχει κριτική και αυτοκριτική. Χαρακτηριστικό είναι ακόμη και το γεγονός ότι ο γραμματέας του κόμματος για ζητήματα στελεχών είναι ταυτόχρονα και υπουργός κρατικής ασφάλειας. Με άλλα λόγια, τα στελέχη του κόμματος τέθηκαν υπό τον έλεγχο του υπουργού κρατικής ασφαλείας. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία το κόμμα είναι υποχρεωμένο να ελέγχει όλα τα κρατικά όργανα της χώρας, συμπεριλαμβανομένου και του υπουργείου κρατικής ασφαλείας, ενώ στη Γιουγκοσλαβία συμβαίνει το αντίθετο, καθώς στην ουσία το Υπουργείο ελέγχει το Κόμμα. Με αυτό πιθανώς μπορεί να εξηγηθεί ότι η πρωτοβουλία των κομματικών μαζών δε βρίσκεται στο αναγκαίο επίπεδο.

Είναι κατανοητό πως δεν μπορούμε να θεωρήσουμε μια τέτια οργάνωση της δουλιάς του Κομμουνιστικού Κόμματος ως μαρξιστική-λενινιστική, μπολσεβίκικη.

Στο Γιουγκοσλάβικο Κομμουνιστικό Κόμμα δε γίνεται αντιληπτό το πνεύμα της ταξικής πάλης. Η ενίσχυση των καπιταλιστικών στοιχείων στα χωριά και στις πόλεις προχωράει και παράλληλα η καθοδήγηση του Κόμματος δεν παίρνει μέτρα για το περιορισμό των καπιταλιστικών στοιχείων. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας βαυκαλίζεται με τη σάπια οπορτουνιστική θεωρία της ειρηνικής ενσωμάτωσης των καπιταλιστικών στοιχείων στο σοσιαλισμό, που την πήραν από τους Μπερνστάιν, Φόλμαρ, Μπουχάριν.

Σύμφωνα με τη θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού το Κόμμα θεωρείται η βασική καθοδηγητική δύναμη της χώρας, έχει το πρόγραμμά του και δε διαλύεται στις ακομμάτιστες μάζες. Στη Γιουγκοσλαβία αντίθετα βασική καθοδηγητική δύναμη θεωρείται το Λαϊκό Μέτωπο και το κόμμα τείνουν να το διαλύσουν στο Λαϊκό Μέτωπο. Στην ομιλία του στο δεύτερο συνέδριο του Λαϊκού Μετώπου της Γιουγκοσλαβίας ο σύντροφος Τίτο είπε:

«Εχει άραγε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας κάποιο άλλο πρόγραμμα, το οποίο να διαφέρει από το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου; Οχι! Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έχει άλλο πρόγραμμα. Το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου είναι το πρόγραμμά του».

Οπως φάνηκε στη Γιουγκοσλαβία θεωρούν αυτή την ασυνήθιστη θεωρία του κόμματος ως νέα θεωρία. Επί της ουσίας όμως δεν υπάρχει κάτι το νέο. Στη Ρωσία 40 χρόνια πριν ένα τμήμα των μενσεβίκων πρότεινε το μαρξιστικό κόμμα να διαλυθεί στις μη κομματικές εργατικές μαζικές οργανώσεις και να αντικατασταθεί το πρώτο (σ.μ.: εννοεί το μαρξιστικό κόμμα) με τις δεύτερες. Ενα άλλο τμήμα των μενσεβίκων πρότεινε το μαρξιστικό κόμμα να διαλυθεί στις μη κομματικές εργασιακές εργατο-αγροτικές οργανώσεις και το πρώτο να αντικατασταθεί από τις δεύτερες. Οπως είναι γνωστό ο σ. Λένιν από τότε χαρακτήριζε αυτούς τους μενσεβίκους σαν κακοήθεις οπορτουνιστές και διαλυτές του Κόμματος.

ΤΡΙΤΟ: Δε μας είναι κατανοητό γιατί ο πράκτορας των Αγγλων Βελεμπίτ συνεχίζει να παραμένει στο σύστημα του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων της Γιουγκοσλαβίας στο ρόλο του πρώτου βοηθού του υπουργού. Οι Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι γνωρίζουν ότι ο Βελεμπίτ είναι πράκτορας των Αγγλων. Γνωρίζουν ότι οι αντιπρόσωποι της σοβιετικής κυβέρνησης θεωρούν τον Βελεμπίτ πράκτορα. Και παρ’ όλα αυτά ο Βελεμπίτ παραμένει πρώτος βοηθός στο Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων της Γιουγκοσλαβίας. Είναι πιθανό ότι η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση σκέφτεται να χρησιμοποιήσει τον Βελεμπίτ ακριβώς σαν πράκτορα των Αγγλων. Οπως είναι γνωστό οι αστικές κυβερνήσεις θεωρούν απολύτως επιτρεπτό να έχουν στη σύνθεσή τους πράκτορες των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, την ευμένεια των οποίων θέλουν να εξασφαλίσουν και συμφωνούν κατ’ αυτόν τον τρόπο να τίθενται υπό τον έλεγχο αυτών των δυνάμεων. Εμείς θεωρούμε μια τέτια τακτική ανεπίτρεπτη για μαρξιστές. Οπως και να γίνει η σοβιετική κυβέρνηση δεν μπορεί να θέσει την αλληλογραφία της με τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση υπό τον έλεγχο του πράκτορα των Αγγλων. Είναι σαφές ότι όσο ο Βελεμπίτ παραμένει στη σύνθεση της καθοδήγησης του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων της Γιουγκοσλαβίας η Σοβιετική Κυβέρνηση θα θεωρεί ότι τίθεται σε δύσκολη θέση και στερείται της δυνατότητας να διεξάγει ανοικτή αλληλογραφία με τη Γιουγκοσλαβική μέσω του συστήματος του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων.

Αυτά είναι τα γεγονότα που προκαλούν τη δυσαρέσκεια της σοβιετικής κυβέρνησης και της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) και οδηγούν στη χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας.

Αυτά τα γεγονότα, όπως υποδείξαμε και παραπάνω, δεν άπτονται του ζητήματος ανάκλησης των στρατιωτικών και πολιτών ειδικών, όμως παίζουν σημαντικό ρόλο στην υπόθεση χειροτέρευσης των σχέσεων μεταξύ των χωρών μας.

Μόσχα, 27 Μάρτη 1948

Κατ’ εντολή της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ)

Β. Μολότοφ

Ι. Στάλιν

Στις 13 Απρίλη 1948 οι Τίτο και Καρντέλ απέστειλαν στην ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) απαντητική επιστολή στην οποία απορρίπτουν κατηγορηματικά οποιουσδήποτε ισχυρισμούς και γεγονότα αναφέρονται στις επιστολές Στάλιν και Μολότοφ.

«Στη βάση των παραπάνω -αναφέρεται στην επιστολή των Τίτο και Καρντέλ- η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας δεν μπορεί να θεωρήσει θεμελιωμένη την εκτίμηση της δραστηριότητας του Κόμματός μας και των καθοδηγητών του, την οποία κάνετε στην επιστολή Σας. Είμαστε βαθιά πεισμένοι ότι επί της ουσίας γίνεται λόγος για βαθιά παρεξήγηση, η οποία δεν πρέπει να υπάρχει και που είναι αναγκαίο σε συντομότατο χρονικό διάστημα να την ξεπεράσουμε για το συμφέρον της υπόθεσης την οποία υπηρετούν τα κόμματά μας. Η μοναδική μας επιθυμία είναι να αποκλειστεί οποιαδήποτε αμφιβολία και μη εμπιστοσύνη στην καθαρότητα των συντροφικών και αδελφικών αισθημάτων εμπιστοσύνης της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας προς το Πανενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (μπ), στο οποίο πάντα θα είμαστε ευγνώμονες για τη μαρξιστικο-λενινιστική επιστήμη που για μας και στο μέλλον θα είναι το άστρο που μας οδηγεί, της εμπιστοσύνης στη Σοβιετική Ενωση που για μας πάντα ήταν και θα είναι μεγάλο παράδειγμα ...».

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Στους συντρόφους Τίτο, Καρντέλ, στην Κεντρική Επιτροπήτου Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας

Λάβαμε την απάντησή σας και την ενημέρωση για την απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας στις 13 Απρίλη 1948 με τις υπογραφές των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ.

Δυστυχώς, αυτά τα ντοκουμέντα, ιδιαίτερα το ντοκουμέντο το οποίο υπέγραψαν, όχι μόνο δε σηματοδοτούν κάποια σημαντική πρόοδο σε σύγκριση με προηγούμενα ντοκουμέντα των Γιουγκοσλάβων, αντιθέτως, ακόμα περισσότερο μπερδεύουν την υπόθεση και οξύνουν τη σύγκρουση.

Ιδιαίτερη προσοχή προκαλεί ο τόνος του ντοκουμέντου, ο οποίος δεν μπορεί να εκτιμηθεί διαφορετικά παρά σαν κομπορρημοσύνη. Από τα ντοκουμέντα γίνεται φανερό ότι δεν υπάρχει επιθυμία να αποκαλυφθεί η αλήθεια, τίμια να αναγνωριστούν τα λάθη, να αναγνωριστεί η ανάγκη εξάλειψης αυτών των λαθών. ΟΙ Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι δεν αποδέχονται την κριτική μαρξιστικά, αλλά μικροαστικά, δηλαδή την εκλαμβάνουν ως προσβολή που θίγει το κύρος της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, κτυπά την κομπορρημοσύνη των Γιουγκοσλάβων καθοδηγητών.

Για να ξεφύγουν από αυτή τη μη αξιοζήλευτη θέση στην οποία από μόνοι τους τέθηκαν, καταφεύγουν σε «νέα» μέθοδο - τη μέθοδο της αναπόδεικτης άρνησης όλων των λαθών τους παρά το ολοφάνερό τους. Αρνούνται τα σε όλους γνωστά γεγονότα και ντοκουμέντα που παρατέθηκαν στην επιστολή της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) της 27ης Μάρτη 1948. Είναι ολοφάνερο πως οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ δεν καταλαβαίνουν ότι με τέτια παιδική μέθοδο της αβάσιμης άρνησης γεγονότων και ντοκουμέντων δεν μπορούν να πείσουν κάποιον και μπορούν να προκαλέσουν μόνο χαμόγελα.

1. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ. Στη επιστολή της 27ης Μάρτη η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) επεξήγησε τους λόγους ανάκλησης των Σοβιετικών στρατιωτικών συμβούλων, ενημερώνοντας ότι οι πληροφορίες της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) βασίζονται στα παράπονα αυτών των συμβούλων για την εχθρική σχέση των Γιουγκοσλάβων λειτουργών προς το σοβιετικό στρατό και τους αντιπροσώπους του στη Γιουγκοσλαβία. Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ αρνούνται εξ ολοκλήρου την ορθότητα αυτών των παραπόνων. Εμφανίζεται το ερώτημα: γιατί η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) θα πρέπει να πιστέψει περισσότερο τους αβάσιμους ισχυρισμούς των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ από τα συχνά παράπονα των στρατιωτικών συμβούλων της ΕΣΣΔ; Σε ποια βάση; Η ΕΣΣΔ διαθέτει στρατιωτικούς συμβούλους σχεδόν σε όλες τις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας. Είναι αδύνατο να μην τονίσουμε ότι μέχρι σήμερα δε λάβαμε κάποια παράπονα από τους στρατιωτικούς μας συμβούλους σε αυτές τις χώρες. Ακριβώς με αυτό εξηγείται και το γεγονός, ότι με αυτές τις χώρες δεν έχουμε κάποια παρεξήγηση σε σχέση με την επιτόπια δουλιά των Σοβιετικών στρατιωτικών συμβούλων. Ομως έχουμε παράπονα και παρεξήγηση σε αυτό τον τομέα μόνο με τη Γιουγκοσλαβία. Αραγε δεν είναι καθαρό πως αυτή η κατάσταση εξηγείται μόνο με το ειδικό εχθρικό καθεστώς από το οποίο περιβάλλονται οι Σοβιετικοί στρατιωτικοί σύμβουλοι στη Γιουγκοσλαβία.

Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ παραπέμπουν στα μεγάλα έξοδα σε σχέση με τη συντήρηση των Σοβιετικών στρατιωτικών ακολούθων στη Γιουγκοσλαβία και υποδεικνύουν ότι οι Σοβιετικοί στρατηγοί λαμβάνουν σε δηνάρια δυο-τρεις φορές περισσότερα απ’ ό,τι οι Γιουγκοσλάβοι στρατηγοί και ότι κατά την άποψή τους αυτό το γεγονός μπορεί να προκαλέσει επικρίσεις από την πλευρά των Γιουγκοσλάβων στρατιωτικών. Ομως, πρώτον, οι Γιουγκοσλάβοι στρατηγοί εκτός από τα δηνάρια εξασφαλίζονται με μια σειρά άλλα υλικά βοηθήματα: διαμέρισμα, εφοδιασμός με τρόφιμα και άλλα ανάλογα. Δεύτερον, το χρηματικό ποσό, το οποίο οι Σοβιετικοί στρατηγοί έπαιρναν στη Γιουγκοσλαβία, αντιστοιχεί εξ ολοκλήρου με το μέγεθος του μισθού των Σοβιετικών στρατηγών που λαμβάνουν στην ΕΣΣΔ. Είναι κατανοητό ότι η σοβιετική κυβέρνηση δεν μπορούσε να συμφωνήσει με τη μείωση του μισθού των Σοβιετικών στρατηγών που αποστέλλονται στη Γιουγκοσλαβία.

Μπορεί τα έξοδα για τους Σοβιετικούς στρατηγούς στη Γιουγκοσλαβία να είναι βαριά για το γιουγκοσλαβικό προϋπολογισμό, όμως σε μια τέτια περίπτωση η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση θα μπορούσε έγκαιρα να απευθυνθεί στη σοβιετική κυβέρνηση με την πρόταση να αναλάβει μέρος των εξόδων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σοβιετική κυβέρνηση θα συμφωνούσε. Μεταξύ άλλων οι Γιουγκοσλάβοι ακολούθησαν άλλο δρόμο. Στη θέση της συντροφικής επίλυσης αυτού του ζητήματος άρχισαν να προσβάλλουν τους στρατιωτικούς μας συμβούλους, άρχισαν να τους ονομάζουν χαραμοφάηδες, άρχισαν να μειώνουν το κύρος του σοβιετικού στρατού, και η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση απευθύνθηκε στη σοβιετική κυβέρνηση μόνο τότε όταν γύρω από τους Σοβιετικούς στρατιωτικούς ακόλουθους δημιουργήθηκε εχθρική ατμόσφαιρα.

Είναι απόλυτα κατανοητό πως η σοβιετική κυβέρνηση δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με μια τέτια κατάσταση.

2. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΕΙΔΙΚΟΥΣ ΣΤΗ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ. Στην επιστολή της 27ης Μάρτη η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) επεξήγησε τους λόγους ανάκλησης των πολιτών ειδικών από τη Γιουγκοσλαβία. Η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) σε αυτή την περίπτωση στηρίχτηκε στα παράπονα των Σοβιετικών πολιτών ειδικών και στις ενημερώσεις από το Σοβιετικό πρέσβη στη Γιουγκοσλαβία. Από αυτές τις ενημερώσεις είναι φανερό ότι οι Σοβιετικοί πολίτες ειδικοί, όπως και ο σύντροφος Γιουντίν, αντιπρόσωπος του ΠΚΚ (μπ) στο γραφείο της Κομινφόρμ, στην ουσία έχουν τεθεί υπό την επιτήρηση των οργάνων κρατικής ασφάλειας της Γιουγκοσλαβίας. Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ αρνούνται στην επιστολή τους το βάσιμο αυτών των παραπόνων και ενημερώσεων, διαβεβαιώνοντας ότι τα κρατικά όργανα ασφαλείας δεν ελέγχουν τους Σοβιετικούς στη Γιουγκοσλαβία. Ομως γιατί θα πρέπει η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) να πιστέψει τις αβάσιμες διαβεβαιώσεις των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ από τα συγκεκριμένα παράπονα των σοβιετικών και μεταξύ άλλων του συντρόφου Γιουντίν; Η σοβιετική κυβέρνηση έχει πολλούς πολίτες ειδικούς σε όλες τις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας και δεν υπάρχουν κάποια παράπονα από την πλευρά των ειδικών, δεν υπάρχει παρεξήγηση με τις κυβερνήσεις αυτών των χωρών. Εμφανίζεται το ερώτημα: γιατί τέτιες παρεξηγήσεις και διαμάχες μόνο στη Γιουγκοσλαβία; Μπορεί, ακριβώς, λόγω του ότι η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δημιούργησε στη Γιουγκοσλαβία ειδικό καθεστώς για τους Σοβιετικούς, συμπεριλαμβανομένου και του συντρόφου Γιουντίν;

Είναι κατανοητό πως η σοβιετική κυβέρνηση δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με μια τέτια κατάσταση και ήταν αναγκασμένη να ανακαλέσει τους πολίτες ειδικούς από τη Γιουγκοσλαβία.

3. ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΕΛΕΜΠΙΤ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΣΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ. Είναι ανακριβής η ανακοίνωση των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ, ότι αυτοί, ο Τίτο και ο Καρντέλ, στη συνάντησή τους με το σύντροφο Μολότοφ περιορίστηκαν στις αμφιβολίες τους σε σχέση με τον Βελεμπίτ μόνο με την παρατήρηση ότι γι’ αυτούς «σε σχέση με τον Βελεμπίτ δεν είναι όλα κατανοητά». Στην πραγματικότητα, στη συζήτηση αυτών των συντρόφων με το σύντροφο Μολότοφ έγινε λόγος ότι υποπτεύονται τον Βελεμπίτ σαν πράκτορα των Αγγλων. Φαίνεται πολύ περίεργο το ότι οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ βλέπουν την απόλυση του Βελεμπίτ από το μηχανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων σαν το χαμό του. Γιατί είναι αδύνατο να απολυθεί ο Βελεμπίτ από το υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων χωρίς να τον εξολοθρεύσουν; Είναι περίεργη ακόμα η ανακοίνωση των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ για τη διατήρηση του Βελεμπίτ στη θέση του πρώτου βοηθού. Βγαίνει (σ.μ.: το συμπέρασμα) ότι δε βγάζουν το Βελεμπίτ από τη θέση του πρώτου βοηθού του Υπουργού Εξωτερικών Υποθέσεων επειδή τον ελέγχουν. Αραγε δε θα ήταν πιο σωστά να τον βγάλουν από τη θέση του πρώτου βοηθού επειδή ακριβώς τον ελέγχουν; Από πού και ως πού αυτός ο αρρωστημένος καλοθελητισμός απέναντι στον πράκτορα των Αγγλων, ο οποίος διάκειται ανειρήνευτα εχθρικά απέναντι στη Σοβιετική Ενωση;

Ομως ο Βελεμπίτ δεν είναι ο μοναδικός πράκτορας στο μηχανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων. Οι Σοβιετικοί αντιπρόσωποι αρκετές φορές είπαν στους Γιουγκοσλάβους καθοδηγητές για το Γιουγκοσλάβο πρέσβη στο Λονδίνο Λεόντιτς ως πράκτορα των Αγγλων. Δεν είναι κατανοητό γιατί αυτός ο μεγάλος απατεώνας πράκτορας των Αγγλων μέχρι σήμερα παραμένει στο μηχανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων της Γιουγκοσλαβίας.

Είναι γνωστό στη σοβιετική κυβέρνηση, ότι στην αγγλική κατασκοπεία, εκτός από το Λεόντιτς, εργάζονται ακόμη τρεις συνεργάτες της γιουγκοσλαβικής πρεσβείας στο Λονδίνο, τα επώνυμα τους δεν έχουν ακόμα εξακριβωθεί. Η σοβιετική κυβέρνηση γι’ αυτή την ανακοίνωση φέρει την πλήρη ευθύνη. Δεν είναι κατανοητό ακόμη γιατί ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Βελιγράδι συμπεριφέρεται σαν νοικοκύρης στη χώρα και οι «πληροφοριοδότες» του, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται, κυκλοφορούν ελεύθεροι;

Δεν είναι κατανοητό ακόμη πώς οι φίλοι και οι συγγενείς του βασανιστή του γιουγκοσλαβικού λαού Νέντιτς βρήκαν εύκολα και βολικά θέση στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό της Γιουγκοσλαβίας.

Πρέπει να είναι κατανοητό ότι η σοβιετική κυβέρνηση -σε περίπτωση που η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση πεισματικά δε δείξει τη θέληση να καθαρίσει το μηχανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων από τους πράκτορες- θα είναι αναγκασμένη να απέχει από την ανοικτή αλληλογραφία με τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων.

4. ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΒΙΕΤΙΚΟ ΠΡΕΣΒΗ ΣΤΗ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΟΒΙΕΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ. Στην επιστολή τους στις 13 Απρίλη 1948 οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ γράφουν: «Θεωρούμε ότι αυτός (ο Σοβιετικός πρέσβης) σαν πρέσβης δεν έχει δικαίωμα να ζητά ενημέρωση από οποιονδήποτε για τη δραστηριότητα του κόμματός μας. Δεν είναι η δουλιά του». Θεωρούμε πως αυτή η ανακοίνωση των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ είναι αβάσιμη, αντισοβιετική. Οπως είναι φανερό, εξισώνουν το Σοβιετικό πρέσβη, υπεύθυνο κομμουνιστή, ο οποίος στη Γιουγκοσλαβία αντιπροσωπεύει την κομμουνιστική κυβέρνηση της ΕΣΣΔ στη γιουγκοσλαβική κομμουνιστική κυβέρνηση με ένα συνήθη αστό πρέσβη, με συνήθεις υπαλλήλους του αστικού κράτους, καθήκον των οποίων είναι να υποσκάψουν τα θεμέλια του γιουγκοσλαβικού κράτους. Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ μπόρεσαν να ξεπέσουν σε μια τέτια ανοησία. Κατανοούν άραγε ότι με μια τέτια στάση έναντι του Σοβιετικού πρέσβη απαρνούνται τις φιλικές σχέσεις μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας; Κατανοούν άραγε ότι ο Σοβιετικός πρέσβης, υπεύθυνος κομμουνιστής, αντιπροσωπεύει φιλική χώρα η οποία απελευθέρωσε της Γιουγκοσλαβία από τους Γερμανούς κατακτητές, όχι μόνο έχει δικαίωμα αλλά είναι υποχρεωμένος από καιρό σε καιρό να συζητάει με τους κομμουνιστές της Γιουγκοσλαβίας για όλα τα ζητήματα τα οποία μπορούν να τους ενδιαφέρουν; Πώς είναι δυνατόν να τίθενται σε αμφισβήτηση αυτά τα απλά και στοιχειώδη πράγματα, εάν βέβαια βρίσκονται από θέσεις φιλικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση;

Για να γνωρίζουν οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ, είναι αναγκαίο να πούμε ότι είμαστε αντίθετοι εξ ολοκλήρου με το γιουγκοσλαβικό σχήμα, δε θεωρούμε το Γιουγκοσλάβο πρέσβη στη Μόσχα απλό υπάλληλο ούτε τον εξισώνουμε με τους αστούς πρέσβεις, δεν αρνιόμαστε «το δικαίωμά του να ενημερωθεί από οποιονδήποτε για τη δραστηριότητα του κόμματός μας». Αφού έγινε πρέσβης δεν έπαψε να είναι κομμουνιστής. Η σχέση με αυτόν είναι σχέση προς σύντροφο προς κομμουνιστή παράγοντα. Μεταξύ των Σοβιετικών διαθέτει γνωστούς, φίλους. «Συγκεντρώνει» άραγε στοιχεία για τη δραστηριότητα του Κόμματός μας; Πιθανώς «συγκεντρώνει». Και τι έγινε, ας «συγκεντρώνει». Δεν έχουμε λόγους να κρύψουμε από τους συντρόφους μας τις αδυναμίες στη δουλιά μας. Από μόνοι μας αποκαλύπτουμε τις αδυναμίες μας με σκοπό να τις καταπολεμήσουμε.

Θεωρούμε ότι δεν είναι τυχαία αυτή η αντιμετώπιση του Σοβιετικού πρέσβη από τους Γιουγκοσλάβους συντρόφους. Αυτή είναι αποτέλεσμα της κοινής θέσης της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, στην οποία στηριζόμενοι οι Γιουγκοσλάβοι καθοδηγητές συχνά δε βρίσκουν διαφορά μεταξύ της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ και της εξωτερικής πολιτικής των Αγγλο-Αμερικανών, εξισώνουν τη σοβιετική εξωτερική πολιτική με την εξωτερική πολιτική των Αγγλων και των Αμερικανών και θεωρούν ότι η Γιουγκοσλαβία θα πρέπει να αντιμετωπίζει τη Σοβιετική Ενωση με την ίδια πολιτική την οποία ακολουθεί σε σχέση με τα ιμπεριαλιστικά κράτη της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ.

Σε σχέση με αυτό είναι πολύ χαρακτηριστική η ομιλία του συντρόφου Τίτο στη Λουμπλιάνα στα τέλη του Μάη του 1945, στην οποία είπε:

Λεγόταν ότι αυτός ο πόλεμος είναι δίκαιος πόλεμος και εμείς τέτιο το θεωρούσαμε. Ομως απαιτούμε και δίκαιο τέλος του, απαιτούμε ο καθένας να είναι νοικοκύρης στο τόπο του, δε θέλουμε να πληρώσουμε ξένους λογαριασμούς, δεν επιθυμούμε να γίνουμε νόμισμα ανταλλαγής, δε θέλουμε να μας μπλέξουν σε τέτια πολιτική που είναι συνδεδεμένη με το μοίρασμα των σφαιρών συμφερόντων.

Και αυτό ειπώθηκε σε σύνδεση με το ζήτημα της Τεργέστης. Οπως είναι γνωστό, η Σοβιετική Ενωση απέσπασε από τους Αγγλο-Αμερικάνους μια σειρά εδαφικές παραχωρήσεις, οι οποίοι όμως μαζί με τους Γάλλους απέρριψαν την πρόταση της ΕΣΣΔ να αποδοθεί η Τεργέστη στη Γιουγκοσλαβία και κατέλαβαν την Τεργέστη με τα στρατεύματά τους τα οποία βρίσκονταν στην Ιταλία. Και έτσι εξαντλήθηκαν όλα τα άλλα μέσα για απόδοση της Τεργέστης στη Γιουγκοσλαβία, για τη Σοβιετική Ενωση δεν έμενε τίποτε άλλο παρά να αρχίσει τον πόλεμο ενάντια στους Αγγλο-Αμερικάνους για την Τεργέστη και να την καταλάβει δυναμικά. Οι Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι η ΕΣΣΔ μετά το τέλος του αιματηρού πολέμου δεν μπορούσε να πάει σε νέο πόλεμο. Και παρ’ όλα αυτά, αυτή η περίπτωση προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Γιουγκοσλάβων συντρόφων, η οποία εκφράστηκε και στην ομιλία του συντρόφου Τίτο. Η δήλωση του συντρόφου Τίτο στη Λουμπλιάνα για το ότι η Γιουγκοσλάβοι «δε θέλουμε να πληρώσουμε ξένους λογαριασμούς», ότι η Γιουγκοσλαβία «δε θα γίνει νόμισμα ανταλλαγής» και δε θέλει να την «μπλέξουν σε τέτια πολιτική που είναι συνδεδεμένη με το μοίρασμα των σφαιρών συμφερόντων», κατευθυνόταν όχι μόνο ενάντια στα ιμπεριαλιστικά κράτη, αλλά και ενάντια στην ΕΣΣΔ. Κατ’ αυτό η αντιμετώπιση του συντρόφου Τίτο προς την ΕΣΣΔ στη συγκεκριμένη περίπτωση δε διαφέρει από την αντιμετώπισή του προς τα ιμπεριαλιστικά κράτη, καθώς δεν τόνισε την διαφορά μεταξύ της ΕΣΣΔ και των ιμπεριαλιστικών κρατών.

Εμείς, σε αυτή την αντισοβιετική δήλωση του συντρόφου Τίτο, η οποία δεν έτυχε αντιδράσεων από την πλευρά του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, βλέπουμε την πηγή της συκοφαντικής προπαγάνδας των καθοδηγητών του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας (η οποία διεξάγεται σε στενό κύκλο Γιουγκοσλάβων κομματικών στελεχών) για «εκφυλισμό» της ΕΣΣΔ σε ιμπεριαλιστικό κράτος, το οποίο τείνει «να υποτάξει οικονομικά τη Γιουγκοσλαβία», αποτελεί βάση για τη συκοφαντική καμπάνια των καθοδηγητών του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας για «εκφυλισμό» του ΠΚΚ (μπ) το οποίο τείνει «μέσω της Κομινφόρμ να κατακτήσει τα άλλα κόμματα», για το ότι «ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ έπαψε να είναι επαναστατικός».

Στο καιρό της η σοβιετική κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιστήσει την προσοχή της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης στο ανεπίτρεπτο αυτών των δηλώσεων του συντρόφου Τίτο. Επειδή οι εξηγήσεις των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ που ακολούθησαν στη συνέχεια δεν ήταν ικανοποιητικές, ο Σοβιετικός πρέσβης στο Βελιγράδι έλαβε εντολή από τη σοβιετική κυβέρνηση να κάνει δήλωση στη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση και ο σύντροφος Σάντσικοφ την έκανε στις 5 Ιούνη 1945.

«Θεωρούμε την ομιλία του συντρόφου Τίτο εχθρική επίθεση ενάντια στη Σοβιετική Ενωση και τις εξηγήσεις του συντρόφου Καρντέλ μη ικανοποιητικές. Οι οπαδοί μας κατ’ αυτόν τον τρόπο κατανοούν την ομιλία του συντρόφου Τίτο, καθώς είναι αδύνατο να την προσεγγίσουν διαφορετικά. Πείτε στο σύντροφο Τίτο, ότι έτσι και επαναληφθεί τέτια επίθεση ενάντια στη Σοβιετική Ενωση, θα αναγκαστούμε να απαντήσουμε με κριτική μέσω του τύπου και να τον απαρνηθούμε».

Ακριβώς από αυτή την αντισοβιετική θέση του συντρόφου Τίτο σε σχέση με το σοβιετικό κράτος προκύπτει και η αντιμετώπιση προς τον Σοβιετικό πρέσβη από τους Γιουγκοσλάβους καθοδηγητές, οι οποίοι εξισώνουν το Σοβιετικό πρέσβη με τους αστούς πρέσβεις.

Οι Γιουγκοσλάβοι καθοδηγητές είναι φανερό ότι σκέφτονται να συνεχίσουν να παραμένουν σε αυτές τις αντισοβιετικές θέσεις. Ομως οι Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι θα πρέπει να καταλάβουν πως η παραμονή σε αυτές τις θέσεις σημαίνει κίνηση στο δρόμο της άρνησης των φιλικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση, κίνηση στο δρόμο της προδοσίας του ενιαίου σοσιαλιστικού μετώπου, της Σοβιετικής Ενωσης και των Λαϊκών Δημοκρατιών. Θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους πως παραμένοντας σε τέτιες θέσεις στερούνται το δικαίωμα να απαιτούν υλική και άλλη βοήθεια από την πλευρά της Σοβιετικής Ενωσης, καθώς η Σοβιετική Ενωση μπορεί να δίνει βοήθεια μόνο σε φίλους.

Προς γνώση των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ είμαστε υποχρεωμένοι να τονίσουμε πως τέτιες αντισοβιετικές θέσεις σε σχέση με το Σοβιετικό πρέσβη και το σοβιετικό κράτος μόνο στη Γιουγκοσλαβία συναντάμε, ενώ με τα άλλα κράτη της Λαϊκής Δημοκρατίας οι σχέσεις μας ήταν και παραμένουν φιλικές και άψογες.

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο σύντροφος Καρντέλ, ο οποίος σε όλα είναι αλληλέγγυος με το σύντροφο Τίτο, τρία χρόνια πριν αντιμετώπισε πολύ διαφορετικά την παραπάνω δήλωση του Τίτο στη Λουμπλιάνα. Να τι μας είπε ο Σοβιετικός πρέσβης στη Γιουγκοσλαβία, σύντροφος Σάντσικοφ για τη συζήτησή του με το σύντροφο Καρντέλ που έγινε στις 5 Ιούνη του 1945:

«Σήμερα, 5 Ιούνη, ενημέρωσα τον Καρντέλ γι’ αυτά τα οποία μου υποδείξατε (ο Τίτο ακόμη δεν έχει επιστρέψει). Η ενημέρωση προκάλεσε βαριά εντύπωση στον Καρντέλ. Αφού σκέφτηκε μου είπε πως θεωρεί την εκτίμηση της ομιλίας του Τίτο σωστή. Είναι σύμφωνος με το ότι η Σοβιετική Ενωση δεν μπορεί να υπομένει παραπέρα τέτιου είδους δηλώσεις. Πιθανότατα, στους σημερινούς δύσκολους καιρούς, είπε ο Καρντέλ, μια ανοικτή κριτική των δηλώσεων του Τίτο θα είχε πολύ βαριές συνέπειες και γι’ αυτό θα προσπαθήσουν να μην υπάρχουν ανάλογες δηλώσεις. Ομως η Σοβιετική Ενωση θα έχει εξ ολοκλήρου το δικαίωμα να βγει με ανοικτή κριτική εάν αυτό επαναληφθεί. Τέτια κριτική θα τους είναι χρήσιμη. Ο Καρντέλ μου ζήτησε να διαβιβάσω τις ευχαριστίες του γι’ αυτή την έγκαιρη κριτική. Σύμφωνα με όσα είπε ο Καρντέλ αυτή η κριτική θα τους βοηθήσει να βελτιώσουν τη δουλιά τους. Η κριτική των πολιτικών λαθών τα οποία έγιναν και η κυβερνητική διακήρυξη του Μάρτη ήταν πολύ χρήσιμα. Ο Καρντέλ είναι πεισμένος ότι αυτή η κριτική μόνο θα βοηθήσει στη βελτίωση της δουλιάς της πολιτικής καθοδήγησης.

Προσπαθώντας (πολύ προσεκτικά) να αναλύσει την αιτία των λαθών, ο Καρντέλ είπε ότι ο Τίτο, εννοείται, ότι έχει τεράστια προσφορά στη διάλυση του φραξιονισμού που υπήρχε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στην οργάνωση της εθνικο-απελευθερωτικής πάλης και πότε-πότε επιτρέπει στον εαυτό του να αντιμετωπίζει τη Γιουγκοσλαβία σαν κάτι το αυτάρκες, χωρίς κοινές επαφές για την ανάπτυξη της προλεταριακής επανάστασης και του σοσιαλισμού. Δεύτερο, στο Κόμμα έχει δημιουργηθεί μια τέτια κατάσταση που η ΚΕ σαν οργανωτικό και πολιτικό κέντρο στην ουσία δεν υπάρχει. Συναντιόμαστε, είπε ο Καρντέλ, από περίπτωση σε περίπτωση και παίρνουμε περιστασιακές αποφάσεις. Το στυλ δουλιάς είναι πολύ κακό, λείπει η συλλογικότητα στη δουλιά. Επιθυμούμε, συνέχισε ο Καρντέλ, η Σοβιετική Ενωση να μας αντιμετώπιζε σαν αντιπροσώπους μιας από τις μελλοντικές σοβιετικές δημοκρατίες και όχι σαν αντιπροσώπους άλλου κράτους, ικανού αυτοτελώς να λύσει ζητήματα και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας σαν μέρος του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή θα θέλαμε οι σχέσεις να πηγάζουν από την προοπτική ότι η Γιουγκοσλαβία μελλοντικά θα είναι συστατικό μέρος της ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό και θα θέλανε, να τους ασκούμε κριτική ευθεία και ανοικτή, να τους δίνουμε συμβουλές, να τους βοηθήσουμε να υλοποιήσουν την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Γιουγκοσλαβίας.

Απάντησα στον Καρντέλ, ότι είναι απαραίτητο να έχουμε ως αφετηρία την πραγματική κατάσταση, ακριβώς το ότι η Γιουγκοσλαβία αποτελεί αυτοτελές κράτος και το Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα αυτοτελές κόμμα. Είστε υποχρεωμένοι να θέτετε και να λύνετε τα ζητήματα αυτοτελώς και εμείς πάντα θα σας δίνουμε τις απαραίτητες συμβουλές εάν απευθυνθείτε σε εμάς για βοήθεια. Με τη Γιουγκοσλαβία έχουμε ορισμένες συμφωνίες και πολύ περισσότερο από ηθική υποχρέωση, εμείς ποτέ δεν αρνηθήκαμε τις συμβουλές μας, δίναμε κάθε δυνατή βοήθεια πάντα, όποτε απευθυνθήκατε σε μας για οποιοδήποτε ζήτημα. Πάντα, όποτε μετέδιδα στη Μόσχα αιτήματα του στρατηγού, έπαιρνα γρήγορα θετικές απαντήσεις. Ομως τέτιες συμβουλές είναι δυνατές και χρήσιμες μόνο στην περίπτωση που ζητούνται έγκαιρα πριν από την λήψη κάποιων αποφάσεων ή πριν γίνουν κάποιες δηλώσεις».

Δε θα σταματήσουμε στις απλοϊκές και λανθασμένες εκτιμήσεις του συντρόφου Καρντέλ για τη Γιουγκοσλαβία σαν μελλοντικό συστατικό τμήμα της ΕΣΣΔ και του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος σαν τμήμα του ΠΚΚ (μπ). Θα θέλαμε όμως να επιστήσουμε την προσοχή στις κριτικές παρατηρήσεις του συντρόφου Καρντέλ σε σχέση με τις αντισοβιετικές δηλώσεις του συντρόφου Τίτο στη Λουμπλιάνα και για την άσχημη κατάσταση στην ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας.

5. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ ΤΖΙΛΑΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ. Στην επιστολή μας από 27 Μάρτη αναφέραμε την αντισοβιετική δήλωση του συντρόφου Τζίλας σε μια από τις συνεδριάσεις της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, όπου δήλωσε, ότι οι Σοβιετικοί αξιωματικοί ως προς το ήθος τους είναι κατώτεροι των αξιωματικών του αγγλικού στρατού. Αυτή η δήλωση του συντρόφου Τζίλας έγινε σε σχέση με το γεγονός ότι μερικοί αξιωματικοί του σοβιετικού στρατού διέπραξαν αδίκημα ηθικού χαρακτήρα. Εμείς αυτή τη δήλωση του συντρόφου Τζίλας την κατατάσσουμε σαν αντισοβιετική, ακριβώς επειδή ο υποτιθέμενος μαρξιστής σύντροφος Τζίλας διέγνωσε τη βασική διαφορά μεταξύ του σοσιαλιστικού σοβιετικού στρατού, ο οποίος απελευθέρωσε τους λαούς της Ευρώπης και του αστικού αγγλικού στρατού, καθήκον του οποίου ήταν να καταπιέσει και όχι να απελευθερώσει τους λαούς, από το αδίκημα δυο-τριών αξιωματικών.

Στην επιστολή τους, στις 13 Απρίλη 1948, οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ δηλώνουν ότι «ο Τζίλας ποτέ δεν είπε κάτι τέτιο», ότι ο Τίτο αυτό το «εξήγησε και σε επιστολή και δια ζώσης ακόμα από το 1945», ότι με «αυτή την εξήγηση συμφώνησε τότε και ο σύντροφος Στάλιν, καθώς και τα άλλα μέλη του Πολιτικού Γραφείου του ΠΚΚ (μπ)».

Θεωρούμε αναγκαίο να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η δήλωση των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.

Να πώς απάντησε τότε στη δήλωση του συντρόφου Τζίλας ο σύντροφος Στάλιν σε τηλεγράφημά του στο σύντροφο Τίτο:

«Κατανοώ τη δύσκολη κατάστασή σας μετά την απελευθέρωση του Βελιγραδίου. Πρέπει όμως να ξέρετε ότι η σοβιετική κυβέρνηση, χωρίς να υπολογίζει τις τεράστιες θυσίες και απώλειες, θα κάνει ό,τι είναι δυνατό ακόμη και τα αδύνατα, για να σας βοηθήσει. Ομως με εκπλήσσει το γεγονός ότι μεμονωμένα περιστατικά και λάθη μεμονωμένων αξιωματικών και μαχητών του Κόκκινου Στρατού τα γενικεύετε και τα μεταφέρετε για όλο τον Κόκκινο Στρατό. Είναι ανεπίτρεπτο να προσβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ο στρατός που σας βοήθησε να εκδιώξετε τους Γερμανούς και του οποίου το αίμα χύθηκε στις μάχες με τους Γερμανούς κατακτητές. Δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί ότι δεν υπάρχει οικογένεια χωρίς το τέρας της, όμως είναι περίεργο να προσβάλλεις ολόκληρη την οικογένεια για ένα τέρας. Εάν οι κόκκινοι στρατιώτες γνώριζαν ότι ο σύντροφος Τζίλας και αυτοί οι οποίοι τους αποπαίρνουν, θεωρούν ότι οι Αγγλοι αξιωματικοί είναι πάνω από τους Σοβιετικούς σε ήθος, θα ένιωθαν θλίψη και πόνο από μια τέτια άδικη κατηγορία».

Εμείς σε αυτή την αντισοβιετική δήλωση, η οποία δεν αποκρούστηκε από την πλευρά των άλλων μελών του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, βλέπουμε το στήριγμα στο οποίο βασίζεται η συκοφαντική προπαγάνδα των καθοδηγητών του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας ενάντια στο Σοβιετικό στρατό και των αντιπροσώπων του στη Γιουγκοσλαβία, που είναι και η αιτία ανάκλησης των στρατιωτικών μας συμβούλων.

Πώς τέλειωσε τότε η υπόθεση με τον σύντροφο Τζίλας; Τέλειωσε με το ότι ο σύντροφος Τζίλας ήρθε με τη γιουγκοσλάβικη αντιπροσωπεία στη Μόσχα και ζήτησε συγγνώμη από το σύντροφο Στάλιν και ζήτησε να ξεχαστεί αυτό το δυσάρεστο λάθος το οποίο έκανε κατά τη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας.

Οπως είναι φανερό ότι η υπόθεση δεν είναι απολύτως έτσι όπως την περιγράφουν οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ. Δυστυχώς το λάθος του συντρόφου Τζίλας δεν ήταν τυχαίο.

Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ κατηγορούν τους Σοβιετικούς ότι στρατολογούν Γιουγκοσλάβους πολίτες στην υπηρεσία αντικατασκοπίας τους. Γράφουν:

«Θεωρούμε εσφαλμένο ότι τα όργανα της σοβιετικής υπηρεσίας αντικατασκοπίας στρατολογούν τους ανθρώπους μας, σε χώρα η οποία οικοδομεί το σοσιαλισμό. Δεν μπορούμε να δούμε διαφορετικά αυτή τη δραστηριότητα, παρά σαν δραστηριότητα ενάντια στα συμφέροντα της χώρας μας. Αυτό γίνεται παρά το ότι τα καθοδηγητικά μας στελέχη και τα όργανα κρατικής ασφαλείας διαμαρτυρήθηκαν ενάντια σε αυτό και προειδοποίησαν ότι δεν μπορούν να το επιτρέψουν. Στρατολογούνται αξιωματικοί μας, στρατολογούνται διάφοροι καθοδηγητές μας, στρατολογούνται ακόμα και εκείνοι και εχθρικά διάκεινται προς τη νέα Γιουγκοσλαβία».

Δηλώνουμε πως αυτός ο ισχυρισμός των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ, ο οποίος είναι πλήρης εχθρικών επιθέσεων ενάντια στους Σοβιετικούς αντιπροσώπους στη Γιουγκοσλαβία, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Θα ήταν περίεργο να απαιτείται από τους Σοβιετικούς που δουλεύουν στη Γιουγκοσλαβία να σιωπούν όλο τον καιρό, λες και είναι το στόμα τους γεμάτο με νερό και να μη μιλούν, να μη συζητούν με κάποιον. Οι Σοβιετικοί αντιπρόσωποι είναι πολιτικά αναπτυγμένοι και δεν είναι απλώς άνθρωποι της δουλιάς, τους οποίους μίσθωσαν για δουλιά με καθορισμένο μισθό, χωρίς δικαίωμα να ενδιαφερθούν για το τι γίνεται στη Γιουγκοσλαβία. Είναι φυσικό να συζητούν με τους Γιουγκοσλάβους πολίτες, να ερωτούν, να θέλουν εξηγήσεις και άλλα. Είναι απαραίτητο να έχεις αδιόρθωτη σοβιετική φοβία για να αντιμετωπίζεις αυτούς τους διαλόγους σαν προσπάθεια να στρατολογηθούν στην υπηρεσία αντικατασκοπίας άνθρωποι, και μάλιστα άνθρωποι οι οποίοι «διάκεινται εχθρικά» στη νέα Γιουγκοσλαβία. Μόνο αντισοβιετικών διαθέσεων άνθρωποι μπορούν να σκεφθούν κάτι τέτιο, ότι οι καθοδηγητές της Σοβιετικής Ενωσης λιγότερο ενδιαφέρονται για τα ζητήματα της ακεραιότητας και του απαραβίαστου της νέας Γιουγκοσλαβίας, από ό,τι τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τέτιες ανόητες κατηγορίες ενάντια σε Σοβιετικούς συναντάμε μόνο στη Γιουγκοσλαβία. Μας φαίνεται ότι σκαρφίστηκαν αυτές τις άσχημες κατηγορίες ενάντια στους Σοβιετικούς για να δικαιολογήσουν τη δραστηριότητα των οργάνων ασφαλείας της Γιουγκοσλαβίας που διενεργούν έρευνες για τους Σοβιετικούς πολίτες στη Γιουγκοσλαβία.

Είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ότι οι Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι που έρχονται στη Μόσχα συνήθως ταξιδεύουν τελείως ελεύθερα στις πόλεις της ΕΣΣΔ, συναντούνται με τους ανθρώπους μας, συναναστρέφονται ελεύθερα μαζί τους. Δεν υπήρξε περίπτωση που η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ να τους περιόρισε. Στην τελευταία του επίσκεψη στην ΕΣΣΔ ο σύντροφος Τζίλας, όντας στη Μόσχα, έφυγε για μερικές ημέρες στο Λένινγκραντ για να συζητήσει με τους Σοβιετικούς συντρόφους. Σε αντιστοιχία με το γιουγκοσλαβικό σχήμα συμπεριφοράς, στοιχεία για την κομματική και κρατική δουλιά μπορείς να πάρεις μόνο από τα καθοδηγητικά όργανα της ΚΕ του κόμματος και της κυβέρνησης. Παρ’ όλα αυτά ο σύντροφος Τζίλας συγκέντρωσε στοιχεία όχι απ’ αυτά τα όργανα της ΕΣΣΔ, αλλά από τα τοπικά όργανα της Οργάνωσης του Λένινγκραντ. Με το τι έκανε εκεί ο σύντροφος Τζίλας, τι στοιχεία συγκέντρωσε δε θεωρήσαμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα. Σκεφτόμαστε πως δε συγκέντρωσε στοιχεία για την αγγλοαμερικανική ή τη γαλλική κατασκοπεία αλλά για τα καθοδηγητικά όργανα της Γιουγκοσλαβίας. Και αν είναι έτσι, δε βρίσκουμε κάτι το μεμπτό, καθώς σε αυτά τα στοιχεία οι Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι μπορούν να βρουν πολλά χρήσιμα. Ο σύντροφος Τζίλας δεν μπορεί να πει ότι τον περιορίσαμε.

Μπαίνει το ερώτημα: γιατί οι Σοβιετικοί κομμουνιστές πρέπει να έχουν λιγότερα δικαιώματα στη Γιουγκοσλαβία απ’ ό,τι οι Γιουγκοσλάβοι στην ΕΣΣΔ;

Στην επιστολή στις 13 Απρίλη οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ σηκώνουν ξανά το ζήτημα για τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΕΣΣΔ και Γιουγκοσλαβίας, ότι τάχα ο σύντροφος Κρούτικοφ αρνήθηκε να συνεχίσει τις εμπορικές συνομιλίες με τους Γιουγκοσλάβους συντρόφους. Αρκετές φορές εξηγήσαμε στους Γιουγκοσλάβους συντρόφους ότι αρνείται τη δήλωση που του καταλογίζουν. Ακόμα εξηγήσαμε ότι η Σοβιετική κυβέρνηση δεν έθεσε ζήτημα για σταμάτημα των εμπορικών συνομιλιών και των εμπορικών πράξεων με την Γιουγκοσλαβία. Γι’ αυτό και αυτό το πρόβλημα το θεωρούμε λήξαν και δεν σκοπεύουμε να επανέλθουμε σε αυτό.

6. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ ΣΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ ΣΤΗ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ. Στην επιστολή μας λέγαμε ότι στο Γιουγκοσλάβικο Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είναι αισθητό το πνεύμα της πολιτικής ταξικής πάλης, ότι στο χωριό όπως και στην πόλη αναφύονται καπιταλιστικά στοιχεία και η καθοδήγηση του κόμματος δεν παίρνει μέτρα για τον περιορισμό των καπιταλιστικών στοιχείων.

Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ όλα αυτά τα αρνούνται αναπόδεικτα και εκλαμβάνουν τις τοποθετήσεις μας, οι οποίες έχουν χαρακτήρα αρχών, σαν προσβολή προς το Γιουγκοσλαβικό ΚΚ, αποφεύγοντας να μιλήσουν για την ουσία. Οι αποδείξεις τους συνίστανται μόνο στις δηλώσεις για τους βαθείς και συνεχείς μετασχηματισμούς που υλοποιούνται στη Γιουγκοσλαβία. Ομως αυτό δεν είναι αρκετό. Το γεγονός ότι αρνούνται την ενίσχυση των καπιταλιστικών στοιχείων και σε σχέση με αυτό την όξυνση της ταξικής πάλης στο χωριό στις συνθήκες της σύγχρονης Γιουγκοσλαβίας, προέρχεται από την οπορτουνιστική θέση ότι η ταξική πάλη στην μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό τάχα δεν οξύνεται, όπως ισχυρίζεται ο μαρξισμός - λενινισμός, αλλά αμβλύνεται όπως ισχυρίζονταν οι οπορτουνιστές του τύπου Μπουχάριν, οι οποίοι προπαγάνδιζαν τη σάπια θεωρία για ειρηνική μετεξέλιξη των καπιταλιστικών στοιχείων σε σοσιαλισμό.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το βάθος και τη βασιμότητα των κοινωνικών μετασχηματισμών, οι οποίες στην ΕΣΣΔ είναι αποτέλεσμα της Οκτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης. Και παρ’ όλα αυτά το ΠΚΚ (μπ) ποτέ δεν έβγαλε από αυτό το γεγονός το συμπέρασμα για αδυνάτισμα της ταξικής πάλης στη χώρα μας ή για το ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος ενίσχυσης των καπιταλιστικών στοιχείων. Ο Λένιν τόνιζε στα 1920-1921 ότι «προς το παρόν ζούμε σε μια χώρα μισο-αγροτική, ο καπιταλισμός στη Ρωσία έχει πιο ελπιδοφόρα οικονομική βάση από ότι ο κομμουνισμός», ή «η μικρή παραγωγή δημιουργεί τον καπιταλισμό και την αστική τάξη αδιάκοπα, καθημερινά, αυθόρμητα και σε μαζικές διαστάσεις». Είναι γνωστό πως από την ημερήσια διάταξη του κόμματός μας στην πορεία χρόνων μετά την Οκτωβριανή επανάσταση δεν αφαιρείται το ζήτημα για μέτρα στην αρχή για τον περιορισμό των καπιταλιστικών στοιχείων στο χωριό, στη συνέχεια τη διάλυση των κουλάκων σαν τελευταία καπιταλιστική τάξη. Η υποτίμηση της εμπειρίας του ΠΚΚ (μπ) στο ζήτημα της εξασφάλισης των βασικών όρων οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Γιουγκοσλαβία είναι γεμάτη από επικίνδυνες συνέπειες και ανεπίτρεπτη για μαρξιστές, καθώς είναι αδύνατον να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός μόνο στην πόλη, μόνο στη βιομηχανία, είναι αναγκαίο να οικοδομηθεί και στο χωριό, και στην αγροτική οικονομία.

Δεν είναι τυχαίο που οι Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι προσπερνούν το ζήτημα της ταξικής πάλης και του περιορισμού των καπιταλιστικών στοιχείων στο χωριό. Πολύ περισσότερο στις ομιλίες τους οι Γιουγκοσλάβοι καθοδηγητές σχεδόν πάντα αποσιωπούν το ζήτημα της ταξικής διαφοροποίησης στο χωριό, εξετάζουν την αγροτιά σαν ένα ενιαίο όλο, και το κόμμα δεν κινητοποιείται στο ξεπέρασμα των δυσκολιών οι οποίες είναι συνδεδεμένες με την άνοδο των εκμεταλλευτικών στοιχείων στο χωριό. Μεταξύ άλλων η πολιτική κατάσταση στο γιουγκοσλαβικό χωριό δεν δίνει το δικαίωμα να παραδοθούμε στη απερίσκεπτη επανάπαυση και ξεγνοιασιά. Στις συνθήκες κατά τις οποίες στη Γιουγκοσλαβία δε γίνεται εθνικοποίηση της γης, όταν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στη γη και αγοροπωλησία γης, μισθωτή εργασία κλπ., είναι αδιανόητο να διαπαιδαγωγείται το κόμμα στο πνεύμα του εξάλειψης της ταξικής πάλης και της ειρήνευσης των ταξικών αντιθέσεων, καθώς με αυτό τον τρόπο αφοπλίζεται έναντι των δυσκολιών οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αυτό σημαίνει ότι αποκοιμίζουν το Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα με τη σάπια οπορτουνιστική θεωρία της ειρηνικής ενσωμάτωσης των καπιταλιστικών στοιχείων στο σοσιαλισμό, που τη δανείστηκαν από τους Μπερνστάιν, Φόλμαρ, Μπουχάριν.

Επίσης δεν είναι τυχαίο ότι μεμονωμένοι επιφανείς καθοδηγητές του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος εκτροχιάζονται από το μαρξιστικο-λενινιστικό δρόμο στο ζήτημα του καθοδηγητικού ρόλου της εργατικής τάξης. Ενώ ο μαρξισμός-λενινισμός έχει ως αφετηρία την αναγνώριση του καθοδηγητικού ρόλου της εργατικής τάξης στην εξάλειψη του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, οι καθοδηγητές του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος διακηρύσσουν τελείως διαφορετικές απόψεις. Είναι αρκετό να υποδείξουμε την ακόλουθη τοποθέτηση του Τίτο στο Ζάγκρεμπ το Νοέμβρη του 1946 («Μπόρμπα», 2 Νοέμβρη 1946): «Λέμε στους αγρότες ότι είναι το πλέον ισχυρό στήριγμα του κράτους μας όχι για όταν παραστεί η ανάγκη να λάβουμε τους ψήφους τους αλλά λόγω του ότι έτσι είναι στην πραγματικότητα». Αυτή η θέση βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το μαρξισμό - λενινισμό.

Ο μαρξισμός - λενινισμός ισχυρίζεται ότι στην Ευρώπη, που σημαίνει και στις χώρες της Λαϊκής Δημοκρατίας, πρωτοπόρα και ως το τέλος επαναστατική τάξη είναι η εργατική τάξη και όχι η αγροτιά. Οσον αφορά την αγροτιά, η πλειοψηφία της, δηλαδή η φτωχολογιά και οι μεσαίοι μπορούν να είναι ή είναι ήδη σύμμαχοι με την εργατική τάξη, όμως σε αυτή (σ.μ.: τη συμμαχία) ο καθοδηγητικός ρόλος ανήκει στην εργατική τάξη. Μεταξύ άλλων η παραπάνω προαναφερθείσα τοποθέτηση του Τίτο όχι μόνο αρνείται τον καθοδηγητικό ρόλο της εργατικής τάξης αλλά ανακηρύσσει και όλη την αγροτιά, και τους κουλάκους, σαν το πλέον ισχυρό στήριγμα της νέας Γιουγκοσλαβίας. Γι’ αυτό και η συγκεκριμένη τοποθέτηση εκφράζει απόψεις οι οποίες έχουν θέση στο περιβάλλον των μικροαστών πολιτικών και όχι στους μαρξιστές-λενινιστές.

7. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ ΣΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ. Στην προηγούμενη επιστολή μας γράφαμε ότι στη Γιουγκοσλαβία θεωρούν σαν βασική καθοδηγητική δύναμη όχι το κόμμα αλλά το Λαϊκό Μέτωπο, ότι οι Γιουγκοσλάβοι καθοδηγητές υποτιμούν το ρόλο του κόμματος, στην πράξη το διαχέουν στο εξωκομματικό Λαϊκό Μέτωπο, κάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το ίδιο λάθος αρχών με αυτό που έκαναν οι μενσεβίκοι σαράντα χρόνια πριν στη Ρωσία.

Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ το αρνούνται, ισχυριζόμενοι ότι όλες οι αποφάσεις του Λαϊκού Μετώπου είναι αποφάσεις του Κόμματος και ότι δε θεωρούν απαραίτητο να τονίζουν ότι αυτή ή η άλλη απόφαση πάρθηκε σε αυτή ή σε άλλη κομματική συνδιάσκεψη.

Ομως ακριβώς σε αυτό βρίσκεται και το αφετηριακό λάθος των Γιουγκοσλάβων συντρόφων οι οποίοι δεν επιθυμούν να δείξουν το κόμμα και τις αποφάσεις του στο λαό, ώστε ο λαός να γνωρίζει ότι καθοδηγητική δύναμη είναι το κόμμα, ότι το κόμμα οδηγεί το λαό και όχι το αντίθετο.

Σύμφωνα με τη θεωρία του μαρξισμού - λενινισμού το κομμουνιστικό κόμμα αποτελεί την ανώτατη μορφή οργάνωσης του εργαζόμενου λαού, βρίσκεται υπεράνω όλων των άλλων οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των Σοβιέτ στην ΕΣΣΔ και του Λαϊκού Μετώπου στη Γιουγκοσλαβία. Το κόμμα βρίσκεται πάνω από όλες αυτές τις εργατικές οργανώσεις όχι μόνο λόγω του ότι συγκεντρώνει στις γραμμές του τα καλύτερα στοιχεία των εργαζομένων αλλά και λόγω του ότι έχει το πρόγραμμά του, την πολιτική του, στη βάση των οποίων καθοδηγεί όλες τις άλλες οργανώσεις. Μεταξύ άλλων το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας φοβάται να μιλήσει ευθέως και ανοικτά με στεντόρεια φωνή γι’ αυτό στην εργατική τάξη και όλο το γιουγκοσλαβικό λαό. Το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας σκέφτεται ότι άμα δεν τονίσει αυτό το σημείο τότε και τα άλλα κόμματα δεν θα έχουν αφορμή να δείξουν τη δύναμή τους και να αρχίσουν να ενεργούν. Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ, είναι ολοφάνερο, σκέφτονται ότι μπορούν με αυτή τη φτηνή πονηριά να εξαλείψουν το νόμο της ιστορικής εξέλιξης, να κοροϊδέψουν την τάξη, να κοροϊδέψουν την ιστορία. Ομως όλα αυτά είναι παραίσθηση είναι αυταπάτη. Εφόσον υπάρχουν ανταγωνιστικές τάξεις θα υπάρχει και πάλη μεταξύ τους και εφόσον υπάρχει πάλη θα υπάρχει έκφραση αυτής της πάλης στη δραστηριότητα διαφόρων ομάδων και κομμάτων, νόμιμα και παράνομα.

Ο Λένιν έλεγε ότι το κόμμα αποτελεί το πιο βασικό όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης. Καθήκον των καθοδηγητών είναι να κρατούν αυτό το όπλο σε μαχητική ικανότητα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι κρύβουν τη σημαία του κόμματος και αποφεύγουν να αναδείξουν μπροστά στο λαό τον καθοδηγητικό ρόλο του κόμματος, στομώνουν αυτό το όπλο της εργατικής τάξης, μειώνουν το ρόλο του κόμματος, αφοπλίζουν την εργατική τάξη. Είναι γελοίο και να το σκεφτείς πως με αυτό το φτηνό τέχνασμα των Γιουγκοσλάβων συντρόφων ο εχθρός θα απαρνηθεί την πάλη. Ακριβώς γι’ αυτό χρειάζεται να κρατάς πάντα το κόμμα έτοιμο για την πάλη με τον εχθρό, να μην το αποκοιμίζεις, να μην κρύβεις τη σημαία του, να μην το νανουρίζεις με το ότι εάν δεν δώσεις αφορμή στον εχθρό θα σταματήσει την πάλη, θα σταματήσει να οργανώνει τις δυνάμεις του με νόμιμη και παράνομη μορφή.

Θεωρούμε ότι η υποτίμηση του ρόλου του κόμματος στη Γιουγκοσλαβία πήγε πολύ μακριά. Γίνεται λόγος για εσφαλμένη σχέση από θέση αρχής μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος και Λαϊκού Μετώπου. Δεν είναι δυνατό να διαφεύγει από το οπτικό πεδίο ότι στο Λαϊκό Μέτωπο της Γιουγκοσλαβίας συμμετέχουν διάφορα στοιχεία με την ταξική έννοια, συμμετέχουν κουλάκοι, έμποροι, μικροί εργοστασιάρχες, αστική διανόηση καθώς και ανακατεμένες πολιτικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων και μερικών αστικών κομμάτων. Αυτό το γεγονός, ότι στο πολιτικό σκηνικό της Γιουγκοσλαβίας εμφανίζεται μόνο το Λαϊκό Μέτωπο και το κόμμα και οι οργανώσεις του δεν εμφανίζονται εξ ονόματός τους ανοικτά μπροστά στο λαό, όχι μόνο υποτιμά το ρόλο του κόμματος στην πολιτική ζωή της χώρας αλλά και υποσκάπτει το κόμμα σαν αυτοτελή πολιτική δύναμη, που είναι υποχρεωμένη να κατακτά όλο και περισσότερο την εμπιστοσύνη του λαού, να κατακτάει υπό την επιρροή του όλο και πιο πλατιές μάζες εργαζομένων με την ανοικτή πολιτική δραστηριότητα, με την ανοικτή προπαγάνδα των απόψεων του και του προγράμματός του.

Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ ξεχνούν πως το κόμμα αναπτύσσεται και μπορεί να αναπτύσσεται μόνο σε ανοικτή πάλη με τους εχθρούς, ότι τα φτηνά τεχνάσματα και οι μηχανορραφίες του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας δεν μπορούν να υποκαταστήσουν αυτήν την πάλη η οποία είναι σχολείο διαπαιδαγώγησης των κομματικών στελεχών. Η πεισματική μη αναγνώριση του εσφαλμένου της τοποθέτησης ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας δεν έχει άλλο πρόγραμμα εκτός από το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου, μας υποδεικνύει πόσο μακριά από τις μαρξιστικο-λενινιστικές απόψεις για το κόμμα έφυγαν οι Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι. Σε αυτό βλέπουμε τον κίνδυνο ανάπτυξης διαλυτικών τάσεων σε σχέση με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας, κάτι που απειλεί την ίδια την ύπαρξη του Κομμουνιστικού Κόμματος και σε τελική ανάλυση φέρει συγκαλυμμένο τον κίνδυνο εκφυλισμού της Γιουγκοσλαβικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ ισχυρίζονται ότι τα λάθη των μενσεβίκων σε σχέση με τη διάχυση του μαρξιστικού κόμματος στις εξωκομματικές μαζικές οργανώσεις ήταν 40 χρόνια πριν και γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει κάποια σχέση μεταξύ αυτών των λαθών και των λαθών του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας. Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ κάνουν μεγάλο λάθος. Η θεωρητική και πολιτική σχέση μεταξύ αυτών των δύο φαινομένων είναι αναμφισβήτητη καθώς κατά τον ίδιο τρόπο, όπως οι μενσεβίκοι το 1907 έτσι και οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ μετά από 40 χρόνια, υποτιμούν το ρόλο του μαρξιστικού κόμματος, κατά τον ίδιο τρόπο αρνούνται το ρόλο του κόμματος σαν ανώτερη μορφή οργάνωσης, η οποία βρίσκεται πάνω από όλες τις άλλες μαζικές οργανώσεις των εργαζομένων, ακριβώς έτσι διαχέουν το μαρξιστικό κόμμα σε εξωκομματική μαζική οργάνωση. Η διαφορά έγκειται μόνο στο ότι οι μενσεβίκοι έκαναν τα λάθη το 1906-1907 και έχοντας υπόψη ότι το μαρξιστικό κόμμα στο συνέδριο στο Λονδίνο τα καταδίκασε, αυτοί πέρασαν και πάνε, ενώ το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας παρά το υπάρχον ολοφάνερο δίδαγμα, μετά από 40 χρόνια ξεθάβουν τα παλιά λάθη των μενσεβίκων και τα παρουσιάζουν σαν τη νέα τους θεωρία για το κόμμα. Αυτή η ιδιαιτερότητα δεν αμβλύνει αντιθέτως οξύνει τα λάθη των Γιουγκοσλάβων συντρόφων.

8. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ. Στην πρώτη επιστολή μας αναφέραμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας παραμένει παραπέρα σε ημινόμιμη κατάσταση αν και βρίσκεται στην εξουσία εδώ και τρία χρόνια. Λέγαμε ότι στο κόμμα δεν υπάρχει εσωτερική δημοκρατία, δεν υπάρχει αιρετότητα, δεν υπάρχει κριτική και αυτοκριτική, ότι η ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας αποτελείται στην πλειοψηφία της από μέλη διορισμένα και όχι εκλεγμένα.

Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ όλα αυτά τα αρνούνται αναπόδεικτα. Γράφουν ότι στην ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας τα διορισμένα μέλη δεν είναι πλειοψηφία, ότι στην πέμπτη συνδιάσκεψη, η οποία έγινε το Δεκέμβρη του 1940 σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας ... και η οποία σύμφωνα με απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς είχε αρμοδιότητες συνεδρίου, εκλέχτηκε η ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας απαρτιζόμενη από 31 μέλη και 10 αναπληρωματικά ... ότι από αυτό τον αριθμό σκοτώθηκαν στον πόλεμο 10 μέλη της ΚΕ και 6 αναπληρωματικά, εκτός από αυτό καθαιρέθηκαν 2 μέλη από την ΚΕ και σήμερα υπάρχουν και εργάζονται 19 μέλη της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας που εκλέχτηκαν στη συνδιάσκεψη και 7 μέλη διορισμένα και έτσι τώρα η ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας αποτελείται από 26 μέλη.

Αυτή η ενημέρωση δεν αντιστοιχεί καθόλου στην πραγματικότητα. Οπως είναι φανερό από τα αρχεία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στην πέμπτη συνδιάσκεψη, η οποία έγινε τον Οκτώβρη και όχι το Δεκέμβρη του 1940, εκλέχτηκαν όχι 31 μέλη της ΚΕ και 10 αναπληρωματικά αλλά 22 μέλη της ΚΕ και 16 αναπληρωματικά. Να πώς μας πληροφορεί γι’ αυτό ο σύντροφος Βάλτερ (ο ίδιος ο Τίτο) στα τέλη του Οκτώβρη του 1940 από το Βελιγράδι:

«Στο σύντροφο Δημητρόφ. Από τις 19 ως τις 23 Οκτώβρη πραγματοποιήθηκε η πέμπτη συνδιάσκεψη του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας. Συμμετείχαν 101 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι από όλες τις επαρχίες της χώρας. Εξελέγη ΚΕ απαρτιζόμενοι από 22 μέλη, μεταξύ των οποίων 2 γυναίκες, και 16 αναπληρωματικά. Διατρανώθηκε η πλήρης ενότητα απόψεων. - Βάλτερ».

Εάν από τα 22 εκλεγμένα μέλη της ΚΕ σκοτώθηκαν τα 10 τότε έμειναν 12 εκλεγμένα μέλη, αν από τα 12 καθαιρέθηκαν ακόμα 2 μέλη τότε έμειναν δέκα εκλεγμένα μέλη της ΚΕ. Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ λένε ότι τώρα η ΚΕ έχει 26 μέλη και σύμφωνα με αυτό αν από αυτό τον αριθμό αφαιρεθούν τα 10 εκλεγμένα της ΚΕ αυτό σημαίνει ότι στη σύνθεση της σημερινής ΚΕ παραμένουν 16 διορισμένα μέλη.

Αρα η πλειοψηφία των μελών της σημερινής ΚΕ είναι διορισμένα. Το ίδιο συμβαίνει όχι μόνο με τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής αλλά και με τους τοπικούς καθοδηγητές τους οποίους διορίζουν και δεν είναι εκλεγμένοι από τα κάτω.

Θεωρούμε ότι με αυτό τον τρόπο δημιουργίας των καθοδηγητικών οργάνων του κόμματος, στις συνθήκες κατά τις οποίες το κόμμα βρίσκεται στην εξουσία και στις οποίες έχει τη δυνατότητα να κάνει χρήση πλήρους νομιμότητας, είναι αδύνατο να αποκαλέσουμε διαφορετικά τη θέση του κόμματος παρά σαν ημινόμιμη και τον ίδιο τον τύπο της οργάνωσης σαν σεχταριστικό - γραφειοκρατικό.

Είναι απόλυτα ανεπίτρεπτη τέτια κατάσταση, να μην γίνονται ή να γίνονται μυστικά συνελεύσεις, καθώς αυτό οπωσδήποτε υποσκάπτει την επιρροή του κόμματος στις μάζες. Είναι ανεπίτρεπτο ακόμα η εισδοχή στο κόμμα να γίνεται κρυφά από τους εργάτες, καθώς η είσοδος στο κόμμα πρέπει να παίζει μεγάλο διαπαιδαγωγητικό ρόλο, να συνδέει το κόμμα με τους εργάτες και όλους τους εργαζόμενους.

Εφόσον το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας σεβόταν το κόμμα του δε θα επέτρεπε να δημιουργηθεί τέτια κατάσταση στο κόμμα και αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, πριν τρία χρόνια, θα πρότεινε στο κόμμα να συγκληθεί συνέδριο για να ανασυγκροτηθεί στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού για να αρχίσει να λειτουργεί σαν πλήρως νόμιμο κόμμα.

Είναι κατανοητό ότι με μια τέτια κατάσταση στο κόμμα σε συνθήκες όπου απουσιάζει η αιρετότητα των καθοδηγητικών οργάνων και στη θέση της υπάρχει ο διορισμός από τα πάνω δεν μπορεί να γίνει λόγος για εσωκομματική δημοκρατία και πολύ λιγότερο για κριτική και αυτοκριτική. Μας είναι γνωστό ότι τα μέλη του κόμματος φοβούνται να πουν την άποψή τους, φοβούνται να τοποθετηθούν κριτικά για την κατάσταση στο κόμμα και γι’ αυτό περισσότερο σιωπούν για να μην υποστούν διωγμούς. Είναι αδύνατο να θεωρήσουμε τυχαίο και το γεγονός ότι ο υπουργός κρατικής ασφαλείας είναι ταυτόχρονα και γραμματέας της ΚΕ για ζητήματα στελεχών ή όπως το ονομάζουν οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ οργανωτικός γραμματέας του κόμματος. Είναι ολοφάνερο ότι τα μέλη του κόμματος, τα κομματικά στελέχη είναι υπό τον έλεγχο του υπουργού κρατικής ασφαλείας, που είναι απολύτως ανεπίτρεπτο και μη αποδεκτό. Για παράδειγμα ήταν αρκετό να εκφράσει ο σύντροφος Ζούεβιτς στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας τη διαφωνία στο σχέδιο απάντησης της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας στην επιστολή του ΠΚΚ (μπ) και αμέσως τον καθαίρεσαν από μέλος της ΚΕ. Οπως είναι φανερό το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας δεν αντιμετωπίζει το κόμμα σαν αυτοτελή οργανισμό, ο οποίος έχει το δικαίωμα να εκφράσει τη γνώμη του, αλλά σαν αντάρτικο απόσπασμα τα μέλη του οποίου δεν έχουν το δικαίωμα να συζητούν κάποια ζητήματα και είναι υποχρεωμένα χωρίς αντίρρηση να εκτελούν τις απαιτήσεις του «καπετάνιου» τους. Εμείς αυτό το ονομάζουμε εισαγωγή στρατιωτικών μεθόδων στο κόμμα, κάτι το οποίο δεν αντιστοιχεί με τις αρχές της εσωκομματικής δημοκρατίας και του μαρξιστικού κόμματος.

Οπως είναι γνωστό, στον καιρό του ο Τρότσκι προσπάθησε να εισάγει στο ΠΚΚ (μπ) στρατιωτικές μεθόδους καθοδήγησης, όμως το κόμμα το καθοδηγούμενο από τον Λένιν τον καταδίκασε και τον κατετρόπωσε, και οι στρατιωτικές μέθοδες απορρίφθηκαν και η εσωκομματική δημοκρατία αποκαταστάθηκε σαν βασική αρχή της κομματικής οικοδόμησης.

Θεωρούμε ότι αυτή η ανώμαλη κατάσταση στο Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα αντιπροσωπεύει τον πλέον σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή και την παραπέρα ανάπτυξη του κόμματος. Οσο πιο γρήγορα τελειώσουν με αυτό το σεχταριστικό γραφειοκρατικό καθεστώς στο κόμμα τόσο καλύτερα θα είναι για το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και για την Γιουγκοσλαβική Λαϊκή Δημοκρατία.

9. ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΙΠΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΩΝ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥΣ. Οπως είναι φανερό από τις επιστολές των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ αρνούνται εξ ολοκλήρου τόσο την ύπαρξη κάποιων λαθών στη δραστηριότητα του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας όσο και την ύπαρξη συκοφαντικής προπαγάνδας η οποία διεξάγεται σε στενό κύκλο κομματικών στελεχών της Γιουγκοσλαβίας για «εκφυλισμό» της ΕΣΣΔ σε ιμπεριαλιστικό κράτος κλπ. Θεωρούν ότι όλη η υπόθεση οφείλεται σε εσφαλμένη πληροφόρηση της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) για την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία. Θεωρούν ότι η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) είναι «θύμα» της εσφαλμένης και συκοφαντικής πληροφόρησης την οποία διαδίδουν οι σύντροφοι Ζούεβιτς και Χέμπρανγκ και ότι αν δεν υπήρχε αυτή η εσφαλμένη πληροφόρηση για την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία δε θα υπήρχε παρεξήγηση στις σχέσεις ΕΣΣΔ και Γιουγκοσλαβίας. Δι’ αυτής της οδού κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η όλη υπόθεση δεν έγκειται ούτε στα λάθη της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας ούτε στην κριτική αυτών των λαθών από την πλευρά της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ), αλλά στην εσφαλμένη πληροφόρηση από την πλευρά των συντρόφων Ζούεβιτς και Χέμπρανγκ[1], ότι όλα θα διορθωθούν. Που σημαίνει ότι βρέθηκαν «οι υπαίτιοι για όλα».

Δεν πιστεύουμε, ότι οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ που πιστεύουν στην ειλικρίνεια αυτής της εκδοχής, πως υποστηρίζοντας αυτή την εκδοχή σαν αληθινή, τη θεωρούν σαν την πλέον εύκοληδιέξοδο από την ευτελή κατάσταση στην οποία βρίσκεται με ευθύνη του Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας. Καταστρώνοντας αυτή την ψεύτικη και από πρώτη άποψη απλοϊκή εκδοχή θέλουν να αποσείσουν από πάνω της την ευθύνη για τη χειροτέρευση των σοβιετο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων, να επιρρίψουν την ευθύνη στην ΕΣΣΔ και στην πορεία να αμαυρώσουν την ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) ότι έχει αδυναμία σε κάθε «κακόβουλη» και «αντικομματική» πληροφόρηση.

Θεωρούμε ότι η τέτια στάση των συντρόφων Τίτο και Καρντέλ προς την ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) και τις κριτικές της παρατηρήσεις για τα λάθη των Γιουγκοσλάβων συντρόφων είναι όχι μόνο ελαφρόμυαλη και ψεύτικη αλλά και βαθιά αντικομματική.

Εφόσον οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ ενδιαφέρονταν για την αποκάλυψη της αλήθειας και εάν αυτή η αλήθεια δεν τους έβγαζε τα μάτια θα έπρεπε στα σοβαρά να σκεφθούν για τα ακόλουθα:

α) Γιατί η πληροφόρηση της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) για την κατάσταση στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Ουγγαρία, στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, στην Αλβανία αποδεικνύεται σωστή και δεν προκαλεί καμιά παρεξήγηση μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων αυτών των χωρών και η πληροφόρηση για την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία, κατά την άποψη των Γιουγκοσλάβων συντρόφων, φαίνεται «κακόβουλη» και «αντικομματική» και προκαλεί από την πλευρά τους αντισοβιετικές επιθέσεις και εχθρική στάση προς την ΚΕ του ΠΚΚ (μπ);

β) Γιατί οι φιλικές σχέσεις μεταξύ της ΕΣΣΔ και των λαϊκο-δημοκρατικών χωρών αναπτύσσονται και ενισχύονται και οι σοβιετικο-γιουγκοσλαβικές χάλασαν και συνεχίζουν να χειροτερεύουν παραπέρα;

γ) Γιατί τα κομμουνιστικά κόμματα των λαϊκο-δημοκρατικών χωρών είναι αλληλέγγυα με την επιστολή της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) στις 27 Μάρτη και καταδίκασαν τα λάθη των Γιουγκοσλάβων συντρόφων και το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας πεισματικά μένει στα λάθη του και βρέθηκε σε κατάσταση απομόνωσης;

Είναι άραγε τυχαία όλα αυτά;

Για να αποκαλυφθούν τα λάθη του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας εν τέλει δεν είναι αναγκαίο να στηριχθείς στην πληροφόρηση μεμονωμένων συντρόφων, όπως για παράδειγμα των συντρόφων Ζούεβιτς και Χέμπρανγκ. Γι’ αυτό αρκεί να γνωριστείς με τις επίσημες τοποθετήσεις των συντρόφων Τίτο, Τζίλας, Καρντέλ και άλλων που είναι δημοσιευμένες στον Τύπο.

Διαβεβαιώνουμε ότι οι Σοβιετικοί δεν είχαν κάποια ενημέρωση από το σύντροφο Χέμπρανγκ. Ανακοινώνουμε ότι η συζήτηση του συντρόφου Ζούεβιτς με το Σοβιετικό πρέσβη στη Γιουγκοσλαβία σύντροφο Λεβρέντιεφ δεν απέδωσε ούτε το ένα δέκατο όλων των εσφαλμένων και αντισοβιετικών τοποθετήσεων των Γιουγκοσλάβων συντρόφων. Οι διώξεις εναντίον αυτών των συντρόφων είναι όχι μόνο ανεπίτρεπτες, ασυμβίβαστες με τις αρχές της εσωκομματικής δημοκρατίας, αλλά καταμαρτυρούν τις αντισοβιετικές θέσεις των Γιουγκοσλάβων καθοδηγητών οι οποίοι αντιμετωπίζουν σαν έγκλημα τις συζητήσεις Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών με το σοβιετικό πρέσβη.

Θεωρούμε ότι πίσω από τις προσπάθειες των Γιουγκοσλάβων συντρόφων να αποποιηθούν την ευθύνη για τη χειροτέρευση των σοβιετο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων κρύβεται το γεγονός ότι αυτοί οι σύντροφοι δε θέλουν να αναγνωρίσουν τα λάθη τους και ότι προτίθενται να συνεχίσουν την εχθρική στάση έναντι της πολιτικής της ΕΣΣΔ.

Ο Λένιν έλεγε: «…Η στάση του πολιτικού κόμματος απέναντι στα λάθη του είναι ένα από τα σπουδαιότερα και ασφαλέστερα κριτήρια για τη σοβαρότητα του κόμματος και για την εκπλήρωση στην πράξη απομέρους του των υποχρεώσεών του απέναντι στην τάξη του και στις εργαζόμενες μάζες. Να αναγνωρίζει ανοιχτά το λάθος του, να βρίσκει τις αιτίες του λάθους, να αναλύει την κατάσταση που το γέννησε, να εξετάζει προσεκτικά τα μέσα για τη διόρθωση του λάθους - αυτό είναι το γνώρισμα ενός σοβαρού κόμματος, αυτό θα πει εκπλήρωση απομέρους του των υποχρεώσεών του, αυτό θα πει διαπαιδαγώγηση και μόρφωση της τάξης και έπειτα και της μάζας…»[2].

Εμείς, δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι να εντοπίσουμε ότι οι καθοδηγητές του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας αρνούνται να αναγνωρίσουν και να διορθώσουν τα λάθη τους και με τον πλέον άγριο τρόπο καταπάτησαν αυτή την από θέση αρχής εντολή του Λένιν.

Ταυτόχρονα είμαστε υποχρεωμένοι να τονίσουμε ότι οι καθοδηγητές του Γαλλικού και του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, σε αντίθεση με τους Γιουγκοσλάβους καθοδηγητές, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων καθώς τίμια αναγνώρισαν τα λάθη τους στη συνδιάσκεψη εννέα κομμουνιστικών κομμάτων και ευσυνείδητα τα διόρθωσαν και με αυτό βοήθησαν τα κόμματά τους να ενισχύσουν τις γραμμές τους, βοήθησαν να διαπαιδαγωγηθούν τα στελέχη τους.

Θεωρούμε ότι στη βάση της μη ετοιμότητας του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας να αναγνωρίσει τίμια τα λάθη και ευσυνείδητα να τα διορθώσει βρίσκεται η υπέρμετρη ξιπασιά των Γιουγκοσλάβων καθοδηγητών. Ζαλίστηκαν από τις επιτυχίες που είχαν και συμπεριφέρονται λες και το νερό της θάλασσας τους είναι μέχρι το γόνατο (σ.μ.: λες και ήταν του χεριού τους). Οχι μόνο ξιπάστηκαν αλλά και κηρύσσουν την ξιπασιά τους χωρίς να καταλαβαίνουν πως η ξιπασιά μπορεί να εξολοθρεύσει τους Γιουγκοσλάβους καθοδηγητές. Ο Λένιν έλεγε:

«Ολα τα επαναστατικά κόμματα τα οποία ξέπεσαν, ξέπεσαν γιατί ξιπάστηκαν, δεν κατόρθωσαν να δουν που βρίσκεται η δύναμη τους και φοβήθηκαν να μιλήσουν για τις αδυναμίες τους. Εμείς δε θα ξεπέσουμε καθώς δε φοβόμαστε να μιλήσουμε για τις αδυναμίες μας και θα μάθουμε να τις ξεπερνάμε».

Είμαστε δυστυχώς υποχρεωμένοι να εντοπίσουμε ότι οι Γιουγκοσλάβοι καθοδηγητές, οι οποίοι δε διακρίνονται για την ταπεινοφροσύνη τους και συνεχίζουν να κοκορεύονται για τις επιτυχίες τους (οι οποίες δεν είναι και τόσο μεγάλες), έριξαν στη λήθη και αυτή την κληρονομιά του Λένιν.

Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ λένε στην επιστολή τους για τις υπηρεσίες και τις επιτυχίες του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος και ότι παλαιότερα η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) αναγνώριζε αυτές τις υπηρεσίες και επιτυχίες ενώ τώρα τάχα σιωπά γι’ αυτές. Αυτό φυσικά δεν είναι σωστό. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις υπηρεσίες και τις επιτυχίες του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Είναι αναμφισβήτητες. Ομως είναι απαραίτητο να πούμε ότι οι υπηρεσίες και επιτυχίες για παράδειγμα των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Αλβανίας δεν είναι λιγότερες από τις υπηρεσίες και επιτυχίες του Γιουγκοσλάβικου Κομμουνιστικού Κόμματος. Και παρ’ όλα αυτά οι καθοδηγητές αυτών των Κομμουνιστικών Κομμάτων συμπεριφέρονται με ταπεινοφροσύνη, δε φωνασκούν για τις επιτυχίες τους, σε αντίθεση με τους Γιουγκοσλάβους καθοδηγητές οι οποίοι μας έφαγαν τα αυτιά με τους υπερβολικούς κομπασμούς τους.

Ακόμα είναι αναγκαίο να σημειώσουμε ότι το Γαλλικό και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα προσφέρουν στην επανάσταση όχι λιγότερες αλλά περισσότερες υπηρεσίες απ’ ότι το γιουγκοσλάβικο Κομμουνιστικό Κόμμα. Και το γεγονός ότι το Γαλλικό και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχουν σήμερα λιγότερες επιτυχίες από ότι το γιουγκοσλαβικό εξηγείται όχι με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος αλλά βασικά με το ό,τι μετά τη διάλυση από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές του επιτελείου των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων, τη στιγμή που το λαϊκό-απελευθερωτικό κίνημα στη Γιουγκοσλαβία περνούσε βαριά κρίση, ο Σοβιετικός Στρατός ήρθε σε βοήθεια του γιουγκοσλαβικού λαού, διέλυσε τους Γερμανούς κατακτητές, απελευθέρωσε το Βελιγράδι και κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιούργησε τις απαραίτητες συνθήκες για την άνοδο στην εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Δυστυχώς ο Σοβιετικός Στρατός δεν έδωσε και δεν μπορούσε να δώσει τέτια βοήθεια στο Γαλλικό και στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Εάν οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ έδιναν τη δέουσα προσοχή σε αυτό το αναμφισβήτητο γεγονός, θα φωνασκούσαν πολύ λιγότερο για τις υπηρεσίες τους και θα συμπεριφέρονταν περισσότερο κόσμια και περισσότερο ταπεινά.

Η αμετροέπεια των Γιουγκοσλάβων καθοδηγητών έχει τέτιες διαστάσεις που καταλογίζουν στο εαυτό τους ακόμη και τέτιες υπηρεσίες τις οποίες είναι αδύνατο να τους αναγνωρίσουμε. Παίρνουμε για παράδειγμα τα ζητήματα της στρατιωτικής επιστήμης. Οι Γιουγκοσλάβοι καθοδηγητές ισχυρίζονται ότι συμπλήρωσαν τη μαρξιστική θεωρία για τον πόλεμο με νέα θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο πόλεμος εξετάζεται σαν συνδυασμός επιχειρήσεων του τακτικού στρατού, των αντάρτικων αποσπασμάτων και της λαϊκής εξέγερσης. Μεταξύ άλλων αυτή η ονομαζόμενη θεωρία είναι τόσο παλιά όσο και ο κόσμος και γι’ αυτό δεν προσφέρει τίποτα νέο για τη μαρξιστική επιστήμη για τον πόλεμο. Οπως είναι γνωστό, οι μπολσεβίκοι χρησιμοποίησαν συνδυασμό επιχειρήσεων του τακτικού στρατού, των αντάρτικων αποσπασμάτων και λαϊκών εξεγέρσεων σ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1917-1920) και μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν σε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από ότι στη Γιουγκοσλαβία. Και παρ’ όλα αυτά οι μπολσεβίκοι ποτέ δεν είπαν ότι, χρησιμοποιώντας τέτια μέθοδο πολεμικών επιχειρήσεων, έφεραν κάτι νέο στην επιστήμη για τον πόλεμο. Δεν μας είπαν τίποτα, καθώς αυτή τη μέθοδο χρησιμοποίησε επιτυχώς, πολύ πριν τους μπολσεβίκους, ακόμη από τα 1812, ο αρχιστράτηγος Κουτούζοφ στη Ρωσία στον πόλεμο ενάντια στον Ναπολέοντα. Και παρ’ όλα αυτά ο αρχιστράτηγος Κουτούζοφ, που χρησιμοποίησε αυτή τη μέθοδο, δε διεκδίκησε νεωτερισμό, καθώς οι Ισπανοί πριν από τον αρχιστράτηγο Κουτούζοφ στα 1809 άρχισαν να χρησιμοποιούν αυτή τη μέθοδο ενάντια στον Ναπολέοντα. Ως εκ τούτου φαίνεται ότι οι Γιουγκοσλάβοι καθοδηγητές θεωρούν νέο στην επιστήμη για τον πόλεμο αυτή την επιστροφή πριν 140 χρόνια και καταλογίζουν στις υπηρεσίες τους αυτό που αποτελεί στην ουσία υπηρεσία των Ισπανών.

Εκτός από αυτό είναι αναγκαίο να θυμηθούμε ότι οι προηγούμενες υπηρεσίες αυτών ή των άλλων καθοδηγητών δεν αναιρούν τη δυνατότητα σοβαρών λαθών σήμερα. Και ο Τρότσκι στο καιρό του πρόσφερε επαναστατικές υπηρεσίες, όμως αυτό δε σημαίνει ότι το ΠΚΚ(μπ) μπορούσε να κλείσει τα μάτια στα πολύ βαριά οπορτουνιστικά του λάθη, τα οποία τον ώθησαν αργότερα στο στρατόπεδο των εχθρών της Σοβιετικής Ενωσης.

Οι σύντροφοι Τίτο και Καρντέλ προτείνουν στην επιστολή τους να αποσταλεί αντιπρόσωπος της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) στη Γιουγκοσλαβία για να μελετήσει τα ζητήματα των σοβιετο-γιουγκοσλαβικών διαφορών. Θεωρούμε λάθος αυτό το δρόμο καθώς γίνεται λόγος όχι για τον έλεγχο μεμονωμένων γεγονότων αλλά για διαφωνίες από θέσεις αρχής.

Οπως είναι γνωστό, με το πρόβλημα των σοβιετο-γιουγκοσλαβικών διαφωνιών είναι ενημερωμένες οι Κεντρικές Επιτροπές εννέα Κομμουνιστικών Κομμάτων, τα οποία έχουν το δικό τους Γραφείο Πληροφοριών. Θα ήταν εσφαλμένο να εξαιρέσουμε από αυτό το πρόβλημα τα άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα. Γι’ αυτό προτείνουμε αυτό το ζήτημα να εξετασθεί στην πλέον κοντινή σύνοδο του Γραφείου Πληροφοριών.

4 Μάη 1948, Μόσχα

Με εντολή της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ)

Β. Μολότοφ

Ι. Στάλιν

Οι Τίτο και Καρντέλ απάντησαν στους Στάλιν και Μολότοφ στις 17 Μάη 1948 με σύντομη επιστολή στην οποία τόνιζαν ότι είναι πεπεισμένοι ότι είναι ανώφελες οι εξηγήσεις τους για το ότι οι διαφωνίες είναι αποτέλεσμα παραπληροφόρησης. Γράφουν: «Δεν αποφεύγουμε την κριτική για ζητήματα αρχής, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση αισθανόμαστε τόσο ανισότιμοι που δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε να εξετασθεί το συγκεκριμένο ζήτημα στη σύνοδο του Κομμουνιστικού Γραφείου Πληροφοριών». Η επιστολή των Τίτο και Καρντέλ τελειώνει με τα ακόλουθα λόγια:

«Επιθυμούμε να επιλυθεί το πρόβλημα κατά τέτιο τρόπο που να μπορούμε να αποδείξουμε το ψεύτικο των κατηγοριών που μας απάγγειλαν, δηλαδή, θα συνεχίσουμε με πείσμα να οικοδομούμε το σοσιαλισμό και να παραμένουμε πιστοί στη Σοβιετική Ενωση, πιστοί στην επιστήμη των Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν, Στάλιν. Το μέλλον θα δείξει, όπως και το παρελθόν έδειξε, ότι εμείς θα υλοποιήσουμε αυτό που Σας έχουμε υποσχεθεί».


ΣημειώσειςΣημειώσεις

[1] Ο Χέμπρανγκ συνελήφθη και δολοφονήθηκε στη φυλακή το 1948, ο Ζούεβιτς συνελήφθη το 1948 και κάθισε 10 χρόνια φυλακή - σημείωση του Π. Μ.

[2] Ι. Β. Λένιν, «Απαντα», τ. 41, σελ. 40-41, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1983.