Μέσα σε ένα τέτιο περιβάλλον, με έντονα τα χαρακτηριστικά της ταξικής σύγκρουσης, ήταν αδύνατον να μη μεταφερθεί η αντιπαράθεση και σε επιστημονικά θέματα που είχαν σχέση με τη γεωργία. Τα στοιχεία που διαθέτουμε αφορούν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις που έλαβαν χώρα στις συνεδριάσεις της Λενινιστικής Πανενωσιακής Ακαδημίας Γεωπονικών Επιστημών (ΛΠΑΓΕ) και στο Πανενωσιακό Ινστιτούτο Γεωπονικών Ερευνών (ΠΙΓΕ). Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρει ο Ζ. Μεντβέντιεφ, στις αρχές της δεκαετίας του ‘30 το κόμμα αποφάσισε να παρέμβει στο προσανατολισμό της γεωργικής έρευνας προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα της αγροτικής παραγωγής. Για την αντιμετώπισή τους είχαν διατυπωθεί διάφορες προτάσεις με διαφορετικό προσανατολισμό. Ετσι άρχισε η διαμάχη για τα θέματα που αφορούν τη γεωργία στο σύνολο της, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 κυρίως μεταξύ δύο ομάδων: Από τη μια μεριά την ομάδα της Αγροβιολογίας με επικεφαλής τους Τ. Λυσένκο φυσιολόγο των καλλιεργούμενων φυτών, Β. Ρ. Ουίλλιαμς, υπεύθυνο για θέματα αγροχημείας και εδαφολογίας και Πρέζεντ, υπεύθυνο για θέματα φιλοσοφίας των επιστημών και από την άλλη την ομάδα Πριάνισνικοφ. Εδώ κρίνουμε ότι θα πρέπει να αναφερθούμε σ’ αυτούς τους μπολσεβίκους επιστήμονες.
Ο Τρόφιμ Ντενίσοβιτς Λυσένκο (1898-1965) υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς βιολόγους-αγρονόμους ερευνητές της εποχής, με σημαντικές ανακαλύψεις στη φυσιολογία των καλλιεργούμενων φυτών και τη δημιουργία νέων ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτών προσαρμοσμένων στις δύσκολες εδαφοκλιματικές συνθήκες τις ΕΣΣΔ. Ηρωας της σοσιαλιστικής εργασίας (1945) και βουλευτής του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ σε πέντε συνόδους. Ανακάλυψε και διατύπωσε τη θεωρία για την «ανάπτυξη των φυτών κατά στάδια ή φάσεις», μία από τις οποίες είναι το στάδιο της «εαρινοποίησης». Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι υπήρξε ένας συνεπής μπολσεβίκος και αφοσιωμένος επιστήμονας στην υπόθεση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην πατρίδα του. Υπήρξε μέλος και πρόεδρος της Λενινιστικής Πανενωσιακής Ακαδημίας Γεωπονικών Επιστημών (ΛΠΑΓΕ) σε μια δύσκολη περίοδο για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα στην ΕΣΣΔ. Διεθνώς όμως έγινε περισσότερο γνωστός για τις απόψεις σχετικά με τη θεωρία της κληρονομικότητας και την καθοδήγηση της ανειρήνευτης πάλης των μπολσεβίκων ενάντια στις επιρροές της αστικής ιδεολογίας στις επιστημονικές θεωρίες και ιδιαίτερα στη γενετική ως επιστήμη. Γι’ αυτό και υπήρξε αντικείμενο σφοδρών επιθέσεων στην προπαγάνδα του αστικού κόσμου αλλά και μέσα στην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα από μενσεβίκους και εσέρους, για μια μεγάλη περίοδο. Θεωρούμε ότι οι απόψεις του ήταν πολύ πιο μπροστά σε σχέση με τα επικρατούντα επιστημονικά πρότυπα της εποχής του. Τα έργα του έχουν δημοσιευτεί σε αυτοτελείς τόμους και θεωρούμε ότι αξίζει το κόπο να τα προσεγγίσει κάποιος από επιστημολογική άποψη.
Το άλλο βασικό μέλος της ομάδας της Αγροβιολογίας υπήρξε ο Βασίλειος Ροβέρτοβιτς Ουίλλιαμς (1863-1939), καθηγητής της εδαφολογίας και ακαδημαϊκός, βουλευτής του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ την πρώτη σύνοδο. Και αυτός τάχθηκε με τους μπολσεβίκους, υποστήριξε με τις απόψεις του τις αρχές της βιολογικής καλλιέργειας και πρότεινε κανόνες διαχείρισης του εδάφους που σήμερα είναι κατοχυρωμένοι στα πλαίσια της βιολογικής καλλιέργειας. Ο Λυσένκο αναφερόμενος στον Ουίλλιαμς έγραψε (3 ): «Οι διδασκαλίες του Μιτσούριν και του Ουίλλιαμς είναι δύο διαφορετικές πλευρές της υλιστικής βιολογίας και ασχολούνται με θεωρητικά και πραχτικά προβλήματα της γεωπονίας. Ομως αυτές οι διδασκαλίες που αγνοούνται, δεν αναγνωρίζονται από την ιδεαλιστική αντιδραστική βιολογία είναι σήμερα - στο πλαίσιο της σοβιετικής γεωργίας- η βάση της γεωπονίας μας, …συγχωνεύτηκαν σε μια μόνο επιστήμη την αγροβιολογία… Η θεωρία του Ουίλλιαμς για την ανάπτυξη του εδάφους με βασικό χαρακτηριστικό της τη γονιμότητα… είναι η θεωρητική βιολογική θεμελίωση του συστήματος εμπλουτισμού του εδάφους με οργανικές ουσίες».
Ο Ουίλλιαμς, αναφερόμενος στην ανάγκη εμπλουτισμού του καλλιεργούμενου εδάφους με οργανική ουσία, έγραφε: «Το σύστημα του εμπλουτισμού του εδάφους με χούμο είναι μια ιστορική αναγκαιότητα για τη σοσιαλιστική γεωργία. Μόνο αυτό το σύστημα μπορεί να εξασφαλίσει την παραπέρα ανάπτυξη του κολεκτιβιστικού και κρατικού αγροτικού νοικοκυριού».
Ο Ουίλλιαμς και οι συνεργάτες του απόδειξαν ότι «…το κύριο στο σχηματισμό του εδάφους σαν ειδικού φυσικού σώματος είναι οι βιολογικές λειτουργίες του που στην εδαφολογία πήραν την ονομασία βιολογικός παράγοντας» (9).
Σύμφωνα με τον Μεντβέντιεφ στις συζητήσεις για τα ζητήματα της γεωργίας που έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του ’30 αντιπαρατέθηκαν δύο γραμμές. Η μία ήταν της ομάδας της αγροβιολογίας με επικεφαλής τους Λυσένκο-Ουίλλιαμς, η οποία περιελάμβανε ενίσχυση των εδαφών με οργανική ουσία, προώθηση ντόπιων ποικιλιών καλλιεργούμενων ειδών προσαρμοσμένων στις εδαφοκλιματικές ιδιαιτερότητες της ΕΣΣΔ, περιορισμένη χρήση βαρέων μηχανημάτων καλλιέργειας του εδάφους, μη χρήση ανόργανων λιπασμάτων και αξιοποίηση της οργανικής λίπανσης παράλληλα με την ανάπτυξη μικροβιακών πληθυσμών και πολυετείς αμειψισπορές με μίγματα σιτηρών και ψυχανθών.
Η άλλη άποψη υποστηρίχθηκε από την ομάδα Πριάνισνικοφ που υποστήριζε την ανάγκη εισαγωγής από τη Δύση ποικιλιών και ζώων υψηλών αποδόσεων, τη χρήση αγροχημικών και ιδιαίτερα λιπασμάτων για τις ανάγκες θρέψης της καλλιέργειας και βέβαια την ανάγκη ανάπτυξης της βιομηχανίας λιπασμάτων. Ο Δημήτριος Ν. Πριάνισνικοφ (1865-1948) υπήρξε διαπρεπής επιστήμονας αγροχημικός καθηγητής στην Αγροτική Ακαδημία «Τιμιριάζιεφ») και ακαδημαϊκός, ήρωας της σοσιαλιστικής εργασίας (1945) και βραβευμένος με το βραβείο Λένιν (1926), ειδικός στα θέματα της φυσιολογίας των καλλιεργούμενων φυτών.
Οπως αναφέρεται, οι απόψεις της ομάδας της αγροβιολογίας επεκράτησαν στις συζητήσεις που έγιναν στην ΛΠΑΓΕ και οι καλλιεργητικές πρακτικές εφαρμόστηκαν σε πολλά κρατικά και συνεταιριστικά αγροκτήματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα οι μεγάλοι παραγωγοί, δε χρησιμοποιούσαν λιπάσματα. Απεναντίας υπήρξε εκτεταμένη χρήση τους, διότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν δεδομένα για τις αρνητικές συνέπειες εφαρμογής των αγροχημικών στο περιβάλλον και ως εκ τούτου δεν αποτελούσε αιτία για την προώθηση αυτού του τρόπου καλλιέργειας, όπως σήμερα. Εκείνη των εποχή αιτία για την προώθηση αυτών των συστημάτων καλλιέργειας ήταν η ανάπτυξη της επιστήμης σε διαφορετική κατεύθυνση από τη Δύση και η ανάγκη ανεξάρτητης οικονομικής ανάπτυξης. Η πάγια τακτική των ιμπεριαλιστών ήταν και είναι η εξάρτηση της οικονομικής ανάπτυξης των λαών από τις δικές του επιλογές και τεχνολογίες.
Στην Παγκόσμια Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια (Μικρή έκδοση) στο λήμμα «Γεωπονία» αναφέρεται σχετικά «…Στην ΕΣΣΔ διαμορφώθηκαν δύο κατευθύνσεις στη γεωπονία: Η κατεύθυνση με επικεφαλής τον Β. Ρ. Ουίλλιαμς ο οποίος θεωρούσε σαν τη μόνη δυνατή καλλιέργεια για την αγροτική οικονομία της ΕΣΣΔ το σύστημα της αμειψισποράς με ποώδη φυτά και η σχολή του Δ. Ι. Μεντελέγιεφ, Κ. Α. Τιμιριάζιεφ, Δ. Ν. Πριάνισνικοφ που θεωρούσαν ότι η αγροτική οικονομία της ΕΣΣΔ πρέπει να ακολουθήσει την εντατική ανάπτυξη με βάση τον εκμηχανισμό και τον εκχημισμό, την πλατιά χρησιμοποίηση λιπασμάτων… Το σύστημα της αμειψισποράς με ποώδη φυτά είναι σύστημα εκτατικής καλλιέργειας που ξεκινά από το ότι η γονιμότητα του εδάφους δημιουργείται μόνο με φυσικό τρόπο, από το ότι την υφή του εδάφους τη δημιουργούν τα όσπρια και τα αγροστώδη…» (8). Τα όσα αναφέρονται σ’ αυτό το λήμμα της εγκυκλοπαίδειας που εκδόθηκε στο τέλος της δεκαετίας του ‘50 μπορούμε να πούμε ότι απηχούν τη διαμάχη που υπάρχει και στις μέρες μας στη γεωπονία.
Από τις περιγραφές φαίνεται ότι σ’ αυτή την προσπάθεια προώθησης αυτού του τρόπου παραγωγής υπήρξε οργανωμένη υπονόμευση από την εσωκομματική αντιπολίτευση που κάλυπτε τις ενέργειες της πίσω από ιδεολογήματα. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι εσωκομματικές αντιπαραθέσεις αλλά και η ταξική σύγκρουση με τους κουλάκους αλλά και με μεγάλο μέρος της μεσαίας αγροτιάς ήταν ό,τι πιο αρνητικό για την εμπέδωση και διάδοση αυτού του τρόπου καλλιέργειας. Ηταν βέβαιο ότι οι μεγαλοαγρότες έβλεπαν με δυσπιστία την εφαρμογή όλων αυτών των τεχνικών. Το ερώτημα είναι γιατί θα έπρεπε να τις εφαρμόσουν αφού είχαν μπροστά τους την εύκολη και «επιστημονικά» θεμελιωμένη λύση, τη χρήση δηλαδή αγροχημικών που τους εξασφάλιζε αυξημένες αποδόσεις; Οι αποδόσεις των καλλιεργειών με το βιολογικό τρόπο παραγωγής δε δίνουν θεαματικά αποτελέσματα σε σχέση με τις καλλιέργειες που γίνεται χρήση αγροχημικών, ενώ συχνά οι εδαφοκλιματικές συνθήκες έμπαιναν εμπόδιο για την πραγματοποίησή τους. Αυτό ήταν αρκετό για να παρασυρθούν οι αγρότες ενάντια στην κολεκτιβοποίηση και τους μπολσεβίκους.
Οι εναλλακτικές προτάσεις καλλιέργειας, έτσι όπως διατυπώνονται από τα περισσότερα κινήματα σήμερα, περιλαμβάνουν προτάσεις καλλιεργητικών τεχνικών διαφορετικές από εκείνες της συμβατικής καλλιέργειας. Πρώτα από όλα αυτές αφορούν τις μεθόδους και τεχνικές κάλυψης των αναγκών της καλλιέργειας σε ανόργανα στοιχεία, τα οποία τα φυτά προμηθεύονται κυρίως από το έδαφος με το ριζικό τους σύστημα, τις πηγές που θα ληφθούν αυτά τα ανόργανα στοιχεία, πότε και πως πρέπει να προστίθενται στο έδαφος. Στη συμβατική καλλιέργεια προτείνεται η χρήση ανόργανων λιπασμάτων που προστίθενται στο έδαφος, τις περισσότερες φορές στην έναρξη της καλλιέργειας. Οι σοβιετικοί επιστήμονες είχαν επισημάνει από τις αρχές του αιώνα τον κύκλο της οργανικής ουσίας στο έδαφος, τη διάσπαση της φυτικής βιομάζας προς απλούστερες οργανικές ουσίες, αρχικά μη αφομοιώσιμες από τα φυτά. Με τη δράση συμβιωτικών και μη οργανισμών μετατρέπονται οι μη αφομοιώσιμες ουσίες σε διαλυτές αφομοιώσιμες από τα φυτά. Επίσης φαίνεται ότι γνώριζαν την ύπαρξη μικροβίων που έχουν τη δυνατότητα να αφομοιώνουν το άζωτο από την ατμόσφαιρα και να το αποδίδουν στα φυτά και το ρόλο των ψυχανθών στη τροφοδοσία των εδαφών με άζωτο χρήσιμο για την ανάπτυξη των φυτών. Η ομάδα της Αγροβιολογίας δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να αξιοποιήσει αυτά τα ευρήματα στις καλλιέργειες. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από βιβλίο του Τ. Λυσένκο (11).
«Στην ιστορία της εξέλιξης του οργανικού κόσμου διαμορφώθηκαν οι συμβιωτικές σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες ομάδες των οργανισμών… Ενας από τους κρίκους αυτής της σύνθετης αλληλεπίδρασης των οργανισμών είναι οι συμβιωτικές σχέσεις ανάμεσα στα ανώτερα πράσινα φυτά και στους μικροοργανισμούς του εδάφους. Διαπιστώθηκε ότι κάθε ομάδα ανωτέρων φυτών έχει τη δική της μικροχλωρίδα. Η μικροχλωρίδα αυτή μετατρέπει τα χημικά στοιχεία του εδάφους που δεν μπορούν να αφομοιώσουν τα ανώτερα φυτά σε αφομοιώσιμα και τη νεκρή οργανική ουσία σε ανόργανες ενώσεις που χρησιμεύουν σαν τροφή των φυτών. Τα φυτά συνθέτουν από τις ανόργανες ενώσεις το ζωντανό σώμα που πεθαίνοντας γίνεται τροφή για τους μικροοργανισμούς. Αυτή η βιολογική εναλλαγή των ουσιών συντελεί ώστε να αναπτύσσεται στο έδαφος η εκλεκτική απορρόφηση που οδηγεί στη συσσώρευση των θρεπτικών στοιχείων για τα φυτά. Γι’ αυτό η διεργασία σχηματισμού του εδάφους παρ’ όλο που περικλείει αβιοτικές μετατροπές ουσιαστικά αποτελεί βιολογική διεργασία… Η ιδιομορφία αυτή των χημικών μετατροπών στο έδαφος εξασφαλίζεται με την ενζυμική δραστηριότητα των έμβιων όντων/μικροοργανισμών, των ενζύμων ειδικά των συμβιωτικών σχέσεων των διαφόρων ομάδων των οργανισμών» (9).
Το άλλο βασικό ζήτημα αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης ανταγωνιστικών οργανισμών (ζιζάνια, παράσιτα, και ζωικούς εχθρούς) που μειώνουν, όταν είναι παρόντα, τις αποδόσεις της καλλιέργειας. Η συμβατική καλλιέργεια αξιοποιεί τα διάφορα φυτοφάρμακα για να εξοντώσει όλους αυτούς τους οργανισμούς. Στη βιολογική καλλιέργεια επιδιώκεται η χρήση βιολογικών μέσων για τον έλεγχο των πληθυσμών όλων αυτών των κατηγοριών ανταγωνιστικών ειδών με βιολογικές διεργασίες. Η μελέτη των αλληλεπιδράσεων αυτών των οργανισμών αποτελεί σήμερα βασικό τμήμα της εφαρμοσμένης οικολογίας για την αντιμετώπιση τους στις καλλιέργειες. Να τι αναφέρεται σε σχετικό άρθρο (10).
«…Η μελέτη των νομοτελειών των δια-ειδικών σχέσεων έχει τεράστια σημασία για την επεξεργασία νέων μέσων πάλης με ζιζάνια, με τους εχθρούς, με τα παθογόνα των ασθενειών που σε παγκόσμια κλίμακα εκμηδενίζουν την εργασία εκατομμυρίων ανθρώπων… Για την προστασία των φυτών και των ζώων αναπτύχθηκαν διάφοροι μέθοδες: χημικές, φυσικές, βιολογικές. Οι τελευταίες στηρίζονται στη γνώση των βιολογικών νομοτελειών, που αφορούν πρώτα από όλα τον ανταγωνισμό των δια-ειδικών σχέσεων… Αυτός ο νόμος εφαρμόζεται επίσης ολοένα και περισσότερο στην αγροτική οικονομία» (10).
«…Εχει διασαφηνισθεί επίσης ότι τα αρπακτικά και τα παράσιτα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εναντίων βλαβερών εντόμων έχουν διαφορετική βαθμίδα εκλεκτικότητας, ειδικότητας επενέργειας ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξης του θύματος ή του ξενιστή. Μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι σχέσεις ανάμεσα στον εχθρό και στο φυτό ανάλογα με τη φυσιολογική κατάσταση του τελευταίου… Το φυτό μπορεί να έχει αντοχή σχετικά με τους νοσογόνους οργανισμούς ιδιαίτερα τους μύκητες, τους ιούς, τα μικρόβια. Πρόκειται κατά συνέπεια για την ανοσία των φυτών, της οποίας η βιολογική θεωρία μπορεί να δημιουργηθεί μόνο με τη βαθιά μελέτη των δια-ειδικών σχέσεων από την άποψη της ανάλυσης του μεταβολισμού του παθογόνου που προκαλεί την ασθένεια, όπως και του φυτού που υπέστη λοίμωξη…» (10).
«…Με σκοπό την πάλη κατά των εχθρών των φυτών και των ζώων της αγροτικής οικονομίας χρησιμοποιούνται ολοένα πιο πλατιά μικροοργανισμοί: Οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες. Σοβαρό αλλά που λίγο ως τώρα έχει ερευνηθεί πρόβλημα είναι η βιολογική μέθοδος εναντίων των ζιζανίων των φυτών…» (10).
«…Η αναζήτηση νέων μεθόδων πάλης με τα παράσιτα των ζώων της αγροτικής οικονομίας και με τα ζιζάνια των καλλιεργούμενων φυτών, η μελέτη των νομοτελειών της διάδοσης και της ανάπτυξης των παθογόνων και των φορέων των ασθενειών ήταν και παραμένει σοβαρό πρόβλημα της βιολογίας… » (10).
Η επιστημονική διαμάχη μέσα στις ακαδημίες συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Στις αρχές του 1953 πεθαίνει ο Στάλιν και στην ηγεσία του κόμματος εκλέγεται ο Ν. Χρουτσώφ. Για μια δεκαετία περίπου που ο Χρουτσώφ βρίσκεται στην ηγεσία, με πρόσχημα την προσωπολατρία και ορισμένες παραβιάσεις της συλλογικής νομιμότητας μέσα στο κόμμα που συνέβησαν ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αναθάρρεψαν όλα τα αντικομματικά στοιχεία με συνέπεια να οξυνθεί και πάλι η εσωκομματική διαπάλη και να ανατραπούν πολλές κατακτήσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Ο διαλεκτικός υλισμός σταμάτησε να αποτελεί κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στην επιστήμη. Η ηγεσία του κόμματος αλλάζει πολιτική απέναντι στην ομάδα της Αγροβιολογίας και ανάβει το πράσινο φως για την εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών και στην αγροτική οικονομία με τη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων (5).
Ενδεικτικά στην Ιστορία του ΚΚΣΕ αναφέρεται: «…Μετά το 20ό Συνέδριο το Κόμμα πραγματοποίησε μια σειρά νέα μέτρα στον τομέα της αγροτική οικονομίας ιδιαίτερα της κτηνοτροφίας».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 συνεχίζει να υπάρχει η διαπιστωθείσα καθυστέρηση στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Το Γενάρη του 1961 η Ολομέλεια της ΚΕ ασχολείται με το θέμα της αγροτικής οικονομίας και ο Χρουτσώφ ρίχνει τις ευθύνες για αυτές τις καθυστερήσεις στις κομματικές και αγροτικές οργανώσεις. Μετά μερικά χρόνια εκτιμήθηκε ότι η ηγεσία του κόμματος υπό το Ν. Χρουτσώφ δεν έκανε σε βάθος ανάλυση των αιτιών καθυστέρησης του αγροτικού τομέα (5 ).
Στο Πρόγραμμα που ψηφίστηκε στο 22ο Συνέδριο (Οκτώβρης 1961) αναφέρεται ότι κύριο καθήκον του κόμματος είναι η δημιουργία της υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού, η επίτευξη του ανώτατου στην ιστορία της ανθρωπότητας βαθμού ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, κάτι που περιελάμβανε την πλατιά χρησιμοποίηση της χημείας στη λαϊκή οικονομία, ενώ για τον αγροτικό τομέα εκτιμήθηκε ότι «…Υποχρεωτικός όρος για την οικοδόμηση του κομμουνισμού είναι η δημιουργία δίπλα στην ισχυρή βιομηχανία μιας ολόπλευρα ανεπτυγμένης και με υψηλή παραγωγικότητα αγροτικής οικονομίας. Το κύριο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων περιελάμβανε την ολόπλευρη εκμηχάνιση της αγροτικής οικονομίας, τον εξηλεκτρισμό και την εντατικοποίησή της». Υπήρξε η εκτίμηση ότι «…η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα επιφέρει μεγάλες αλλαγές στις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις…». Αυτό σε συνδυασμό με το βασικό οικονομικό καθήκον, όπως χαρακτηρίστηκε στο 20ό Συνέδριο, ότι «…σε σύντομο χρονικά διάστημα να φτάσει (η οικονομία της ΕΣΣΔ) και να ξεπεράσει τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες» αποτέλεσε ουσιαστικά τη βάση για την ανατροπή κάθε προοπτικής εφαρμογής του πρότυπου της ομάδας της Αγροβιολογίας στον αγροτικό τομέα. Στην Ολομέλεια της ΚΕ το Δεκέμβρη του 1963 μπήκε άμεσα το καθήκον να αναπτυχθεί πιο γρήγορα η χημική βιομηχανία. Επίσης πάρθηκαν αποφάσεις για την προώθηση της μέγιστης δυνατής εντατικοποίησης της αγροτικής παραγωγής με τη χρήση όλων των σύγχρονων μέσων και βέβαια με τη χρήση των αγροχημικών κατά τα πρότυπα της Δύσης. Εδώ θα ήταν σκόπιμο να αναφέρουμε ότι σ’ αυτό το Συνέδριο αλλά και στην Ολομέλεια της ΚΕ για την Ιδεολογική δουλιά (Ιούνης, 1963) οι συνεπείς δυνάμεις αποκατέστησαν το διαλεκτικό υλισμό ως κυρίαρχη ιδεολογία στην ΕΣΣΔ και επανατοποθέτησαν τις σχέσεις της φιλοσοφίας και των θετικών επιστημών (3). Στην Ολομέλεια του Οκτώβρη 1964 αλλάζει η ηγεσία του κόμματος. Μετά από παραίτηση του Ν. Χρουτσώφ στην ηγεσία του κόμματος εκλέγεται ο Λ. Μπρέζνιεφ. Το Μάρτη του 1965 η Ολομέλεια της ΚΕ συζήτησε «Τα επείγοντα μέτρα για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας» με εισήγηση του Λ. Μπρέζνιεφ. Στην Ιστορία του ΚΚΣΕ αναφέρεται: «…Η Ολομέλεια αποκάλυψε λεπτομερώς τις αιτίες αργής ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας. Οι αιτίες αυτές βρίσκονταν στο γεγονός ότι ελαμβάνοντο υπ’ όψιν ανεπαρκώς και κάποτε αγνοήθηκαν οι αντικειμενικές οικονομικές νομοτέλειες ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας». Με τις αποφάσεις του 22ου Συνεδρίου και αυτής της Ολομέλειας ουσιαστικά ανατράπηκαν τα πρότυπα αγροτικής ανάπτυξης που εφαρμόστηκαν την προπολεμική περίοδο.
Τα αποτελέσματα της εφαρμογής αυτών των πολιτικών ήταν πολύ ευνοϊκά. Η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά και ισόμετρα σε όλους τους κλάδους της αγροτικής οικονομίας. Ομως παράλληλα εμφανίστηκαν και τα πρώτα σημάδια επιβάρυνσης του περιβάλλοντος από τη χρήση των αγροχημικών, ιδιαίτερα των μεγάλων λιμνών και παράκτιων υδάτινων μαζών. Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 τα σημάδια είναι εμφανή και βάζουν σε ανησυχία την ηγεσία του κόμματος. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 στις βασικές κατευθύνσεις για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ ’81-’90 προβλέπεται να ληφθούν μέτρα για την προστασία των καλλιεργούμενων εκτάσεων και η προστασία των υδάτων στις λεκάνες απορροής και ιδιαίτερα στις λίμνες (12).