Ωστόσο, η αλήθεια για τις έξυπνες πόλεις είναι τελείως διαφορετική από την εύηχη κυβερνητική προπαγάνδα. Η πραγματικότητα είναι πως οι «έξυπνες πόλεις» όχι απλά δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα προβλήματα των εργαζόμενων, αλλά κινούνται στον αντίποδα.
Αξίζει να θυμίσουμε πως η έξυπνη πόλη των Τρικάλων ήταν η πόλη της χώρας που δέχτηκε τη μεγαλύτερη καταστροφή από την πρόσφατη καταιγίδα στη Θεσσαλία, αναδεικνύοντας περίτρανα πως μια ψηφιακή-έξυπνη πόλη δεν αντιμετωπίζει, και δε στοχεύει στο να αντιμετωπίσει, τα πραγματικά προβλήματα των κατοίκων της.
Τεχνικά, ο βασικός λόγος είναι σχετικά απλός. Η ψηφιοποίηση, η μέτρηση ενός μεγέθους δεν είναι ένα μαγικό ραβδί που μπορεί να πολλαπλασιάσει τη διαθεσιμότητα της ποσότητας που καταμετράται.
Ας σκεφτούμε μερικά παραδείγματα:
– Η ψηφιακή καταγραφή των θέσεων στάθμευσης και των διαθέσιμων θέσεων στάθμευσης, ακόμα-ακόμα και μια ηλεκτρονική εφαρμογή που κατευθύνει στην πλησιέστερη ελεύθερη θέση, μικρή μόνο διαφορά κάνει, αφού η πραγματικότητα είναι πως στα κέντρα των πόλεων οι οδηγοί κυριολεκτικά «διαγκωνίζονται» για το ποιος θα προλάβει τη διαθέσιμη ελεύθερη θέση στάθμευσης. Σε ορισμένες «οριακές συνθήκες» όπου υπάρχουν ελεύθερες θέσεις «στον από πάνω δρόμο», η ψηφιακή καταγραφή μπορεί να βοηθήσει. Όμως πρόκειται για εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
– Η ψηφιοποίηση των αιτήσεων για έναν παιδικό σταθμό, για δωρεάν σίτιση, για μια θέση εργασίας, για συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα επιδότησης δεν αλλάζουν το διαθέσιμο αριθμό θέσεων. Υπολογίζεται ότι στην Προσχολική Αγωγή σχεδόν 50.000 παιδιά μένουν εκτός παιδικών σταθμών. Σίγουρα, η περίπτωση ένα παιδί να μπορεί να αξιοποιήσει έναν παιδικό σταθμό ενός γειτονικού δήμου που τυχαίνει να έχει διαθέσιμη θέση είναι πιθανή, αλλά δεν αλλάζει το γεγονός ότι η «ζήτηση» υπερβαίνει την προσφορά θέσεων σε κρατικούς, δωρεάν παιδικούς σταθμούς κατά δεκάδες χιλιάδες.
– Η ψηφιακή καταγραφή της καταναλισκόμενης ενέργειας από ένα σχολείο ή από ένα σπίτι, με έξυπνα συστήματα μέτρησης της κατανάλωσης ενέργειας, δε μειώνει την απαραίτητη ενέργεια που πρέπει να καταναλώνεται για να διατηρούνται συνθήκες άνετης διαβίωσης.
– Η διενέργεια ψηφιακών δημοψηφισμάτων ή και ηλεκτρονικών υπογραφών καθόλου δεν επιδρά στην πραγματική λήψη αποφάσεων. Αφενός οι τρόποι με τους οποίους το κράτος αποφασίζει για τις υποθέσεις του είναι τέτοιοι που ακόμα και αν ένας κρατικός θεσμός, για κάποιον ειδικό λόγο, αποφασίσει θεσμικά σε κατεύθυνση διαφορετική από αυτή που επιβάλλει η καπιταλιστική κερδοφορία, οι αποφάσεις διορθώνονται. Κυρίως όμως, σε κάθε επίπεδο τα κρατικά όργανα κινούνται στην κατεύθυνση που επιτάσσει η καπιταλιστική ανάπτυξη, αυτή είναι άλλωστε η φύση του αστικού κράτους.
Τα παραδείγματα είναι πολλαπλάσια αυτών που αναδεικνύουμε εδώ για ενδεικτικούς λόγους.
Τι δείχνουν; Δείχνουν ότι η ψηφιοποίηση per se δεν έχει τη δυνατότητα να πολλαπλασιάσει τους διαθέσιμους πόρους σε έναν δήμο ώστε να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες και τα προβλήματα των κατοίκων.
Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η ψηφιοποίηση είναι άχρηστη, ότι αποτελεί απλά ένα προπαγανδιστικό εργαλείο ή μόνο ένα νέο επενδυτικό πεδίο για την αντιμετώπιση της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Αν και αυτός ο ρόλος είναι εξαιρετικά σημαντικός και δεν πρέπει να αφήνεται έξω από την προβληματική μας.
Η αλήθεια είναι ότι η ψηφιοποίηση, η μέτρηση μιας ποσότητας που χαρακτηρίζει την πόλη, η εκτίμησή της με αριθμητικά μοντέλα, με συστήματα τεχνητής νοημοσύνης κ.ά. γίνεται χρήσιμη γιατί αποτελεί τη βάση επίδρασης στην ίδια την πόλη. Και η επίδραση αυτή δεν είναι ταξικά ουδέτερη. Αντίθετα, υπηρετεί τις γενικότερες ανάγκες του συστήματος μέσα στο οποίο πραγματοποιείται, σήμερα, στον καπιταλισμό, τις ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Αυτός είναι ο πραγματικός στόχος της «έξυπνης πόλης» του καπιταλισμού. Να αξιοποιήσει τις μετρήσεις για να προβεί σε μέτρα ρύθμισης της πόλης για τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Αυτός ο στόχος καθορίζει όχι μόνο το πώς θα αξιοποιηθούν και προς όφελος ποιανού τα δεδομένα της «έξυπνης πόλης», αλλά και, ακόμα περισσότερο, ποια δεδομένα, με ποιες μεθόδους, με ποια μηχανήματα θα συλλεγούν.
– Οι αισθητήρες στάθμευσης θα γίνουν ψηφιακό σύστημα ελεγχόμενης στάθμευσης, επιβάλλοντας έξυπνο ψηφιακό τίμημα για τη στάθμευση των οχημάτων, πολλαπλασιάζοντας το κόστος χρήσης του κέντρου των έξυπνων πόλεων και συμβάλλοντας στις αλλαγές χρήσεων γης στα κέντρα των πόλεων (π.χ. τουριστικά κέντρα πόλεων).
– Οι αισθητήρες μέτρησης ενέργειας θα χρησιμοποιηθούν για να μειωθεί η θέρμανση και η ψύξη των κτηρίων, ώστε να βρεθεί μια νέα χρυσή τομή ανάμεσα σε ένα επίπεδο άνεσης και στην κατανάλωση. Οι αισθητήρες μέτρησης της ποιότητας του αέρα θα επιβάλλουν μικρότερο αερισμό στα κτήρια, όσο η μετρούμενη ποιότητα είναι ανεκτή, ώστε να μειωθεί η κατανάλωση.
– Οι έξυπνοι αισθητήρες μέτρησης της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος εγκαθίστανται για να γίνει τιμολόγηση του ρεύματος ανάλογα με την ώρα χρήσης του. Έτσι, οι εργαζόμενοι θα υποχρεωθούν να αποφεύγουν να χρησιμοποιούν «υπερβολικό ρεύμα», ώστε να παραμένει αρκετή ισχύς για τις επιχειρηματικές χρήσεις.
– Οι έξυπνοι μετρητές κατανάλωσης νερού θα επιβάλλουν επίσης κλιμακωτό τίμημα στη χρήση νερού, θα πολλαπλασιάσουν το κόστος χρήσης του νερού.
– Τα συστήματα επιτήρησης, οι κάμερες, η αναγνώριση προσώπων, η διασύνδεση σε βάσεις δεδομένων, η ψηφιακή ταυτότητα με τα βιομετρικά δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν για να παρακολουθούν το ποιος κινείται και πού, και στη συνέχεια ακόμα και για να απαγορεύσουν τη μετακίνηση. Η γενική πρόβα με τον COVID-19 ήταν αποκαλυπτική.
– Οι υποδομές τηλεϊατρικής και τηλεκπαίδευσης δεν έρχονται να συμπληρώσουν, να διανθίσουν και τελικά να ενισχύσουν τις παραδοσιακές υποδομές «πρόσωπο με πρόσωπο», αλλά να τις αντικαταστήσουν με φθηνά, ψηφιακά διαμεσολαβημένα αντικατάστατα –και στην πορεία του χρόνου ακόμα και με συστήματα τεχνητής νοημοσύνης. Έτσι, η εργατική τάξη καταδικάζεται σε παροχές χαμηλότερης ποιότητας, αλλά πολύ χαμηλότερου κόστους για το αστικό κράτος.
– Οι υποδομές ήπιας μετακίνησης, η επιβολή ψηφιακών δεσμών που θα απαγορεύουν την κίνηση αυτοκινήτων παλαιότερου τύπου στο κέντρο των πόλεων –ή τα έξυπνα τηλεδιόδια θα την καθιστούν οικονομικά απαγορευτική για τον πολύ κόσμο– τελικά αλλάζουν τις χρήσεις γης στα κέντρα των πόλεων προς όφελος του κεφαλαίου και παράλληλα συμβάλλουν στη μετατροπή της αυτοκίνησης σε προνόμιο των λίγων που θα μπορούν να αγοράσουν ηλεκτρικά αυτοκίνητα των δεκάδων χιλιάδων ευρώ.
– Τα έξυπνα ψηφιακά ανοιχτά δεδομένα αξιοποιούνται από το κεφάλαιο και το κράτος του για να προχωρήσουν ταχύτερα επενδύσεις και γενικότερα η αστική πολιτική. Το παράδειγμα του myData που οδηγεί σε εκτίναξη της φοροεπιδρομής στους αυτοαπασχολούμενους είναι χαρακτηριστικό. Αντίστοιχα, η ψηφιοποίηση κτηματολογίων, πολεοδομικών σχεδίων και υποθηκοφυλακείων οδηγεί νομοτελειακά στη δυνατότητα τραπεζών και μεγάλων ομίλων να προβαίνουν σε αγοραπωλησίες γης πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Έτσι, η ήπια μετακίνηση, η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, νερού και πόρων, η βελτίωση της «ασφάλειας» στις έξυπνες πόλεις μεταφράζονται σε νέο γύρο δραστικής περικοπής της λαϊκής κατανάλωσης που θα γίνεται με ψηφιακή μέθοδο: Με ψηφιακή αύξηση του κόστους ή με μέτρα πολιτικής που θα γίνονται στη βάση της ψηφιακής καταγραφής που θα στοχεύουν επίσης στον ίδιο στόχο.
Η έξυπνη πόλη αποδεικνύεται, έτσι, ένας συνεπής, συνετός και έξυπνος στόχος του κεφαλαίου. Δίνει τη δυνατότητα να προχωρήσουν ρυθμίσεις δραστικής περικοπής της λαϊκής κατανάλωσης που θα οδηγήσει σε σημαντική εξοικονόμηση πόρων για το συνολικό κεφάλαιο χωρίς να θιγεί η παραγωγική ικανότητα του συνολικού εργάτη.
Αξίζει εδώ να επιμείνουμε λίγο, κόντρα στη σοσιαλδημοκρατική «ορθοδοξία» πως το γενικό κέρδος προκύπτει από την παραγωγή και όχι από την κατανάλωση. Μια οργάνωση της κοινωνικής ζωής που επιτρέπει την ίδια παραγωγή με μικρότερη κατανάλωση οδηγεί γενικά σε αύξηση του κέρδους και όχι σε μείωσή του.
Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι μια τέτοια αλλαγή ευνοεί το σύνολο των καπιταλιστών, αφού ορισμένοι κερδίζουν από την κατανάλωση ή από την παραγωγή ειδών κατανάλωσης και οι λεπτομέρειες αυτές έχουν σημασία. Άλλωστε αυτές εξηγούν και ορισμένες αντιθέσεις ανάμεσα στους καπιταλιστές για το πώς θα προχωρήσουν αυτά τα μέτρα.
Τελικά, όμως, η έξυπνη πόλη συντελεί στην αύξηση της σχετικής υπεραξίας μέσα από το φθήνεμα του «καλαθιού» που απαιτεί ο μέσος εργάτης, με έναν όμως καινοφανή τρόπο. Όχι με την απόλυτη μείωση του κόστους των προϊόντων, αλλά με τη μείωση του απαιτούμενου όγκου τέτοιων προϊόντων που πρέπει να καταναλώνει ο μέσος εργάτης για να παραμένει παραγωγικός.
Η έξυπνη πόλη σημαίνει ότι ο εργάτης θέλει λιγότερους ελεύθερους χώρους, λιγότερο καθαρό αέρα, λιγότερη ενέργεια, λιγότερο καθαρό νερό, λιγότερο διαθέσιμο χώρο.
Δεν είναι καθόλου τυχαία η άμεση διασύνδεση της έξυπνης πόλης με την πράσινη ψηφιακή μετάβαση. Πρόκειται στην πραγματικότητα για επιμέρους πλευρές της ίδιας διαδικασίας.
Αυτή η διαδικασία έχει τεράστια πλεονεκτήματα για την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Από τη μία, όπως είδαμε, είναι μια διαδικασία ουσιαστικού φθηνέματος της εργατικής δύναμης, μέσα από τον περιορισμό της αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης. Η πράσινη μετάβαση περιορίζει αξιοποιώντας το «ηθικό» πρόταγμα της λιτότητας υπέρ του περιβάλλοντος και η ψηφιακή μετάβαση / έξυπνη πόλη από τη μία επιβάλλει τις περικοπές –αφού μετρά οποιαδήποτε δαπάνη– και από την άλλη δημιουργεί συνθήκες –τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, τηλεϊατρική– ώστε να καλύπτεται ένα μέρος των αναγκών που καλύπτονταν στο παρελθόν με πολύ μικρότερες δαπάνες για το κεφάλαιο.
Από την άλλη, η διαδικασία αυτή λειτουργεί ως «δημιουργική καταστροφή» για την καπιταλιστική ανάπτυξη, τροφοδοτεί νέες μεγάλες επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι νέες επενδύσεις στοχεύεται να αξιοποιηθούν ως λύση στο τεράστιο πρόβλημα υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που αντιμετωπίζει η καπιταλιστική ανάπτυξη. Η συνταγή είναι γνωστή, τουλάχιστον στους αναγνώστες της ΚΟΜΕΠ. Η πράσινη καταστροφή μεγάλου όγκου κεφαλαίου τοποθετημένου σε διάφορους τομείς, ως μη πράσινου, ως μη οικολογικού. Φυσικά, η πλευρά αυτή παράγει αντιθέσεις, αφού δε βρίσκεται όλο το κεφάλαιο κερδισμένο, καθώς ένα σημαντικό και αρκετά ισχυρό τμήμα του κεφαλαίου βλέπει να χάνει από αυτές τις εξελίξεις.
ΤΟ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ «ΕΞΥΠΝΗΣ ΠΟΛΗΣ»
Εξίσου σημαντική πλευρά φυσικά είναι το πολύ μεγάλο κόστος των «έξυπνων λύσεων» που συχνά ξεχνιέται, ειδικά σε μια χώρα που δεν έχει στιβαρή υποδομή παραγωγής τεχνικών μέσων σε όλη την κλίμακα που απαιτούνται.12
Το κόστος μιας έξυπνης υποδομής δεν μπορεί να υπολογιστεί με σαφήνεια, αφού όπως είδαμε είναι δύσκολο να οριοθετήσεις ποιες είναι οι υποδομές αυτές. Ωστόσο, ο όγκος των επενδύσεων που αναμένονται σε διεθνή κλίμακα (της τάξης των 1.000 δισεκατομμυρίων) ή όγκος των επενδύσεων μέσω ΕΣΠΑ σε έξυπνες υποδομές (~δισ. ευρώ) φωτογραφίζουν την τάξη μεγέθους των δαπανών αυτών.
Το μεγάλο πρόβλημα φυσικά σχετίζεται τόσο με το ποιος θα πληρώσει αυτό το τεράστιο κόστος αυτών των λύσεων, όσο και με τις προτεραιότητες που τίθενται.
Ειδικά για το θέμα της προτεραιοποίησης αξίζει να γίνει μια αναλυτικότερη αναφορά. Το παράδειγμα των Τρικάλων είναι πάλι χαρακτηριστικό. Σίγουρα οι ψηφιακές υποδομές εκεί εντυπωσιάζουν την ελληνική κοινή γνώμη. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Τα Τρίκαλα πνίγηκαν από μια πλημμύρα με σημαντικές επιπτώσεις στη ζωή των κατοίκων της περιοχής. Και αντί να έχουν γίνει όλα εκείνα τα αντιπλημμυρικά έργα που θα μπορούσαν να γίνουν λαμβάνοντας υπόψη και τις δυνατότητες της εποχής13, οι υπεύθυνοι της πόλης τα προηγούμενα χρόνια ασχολούνταν με τις ψηφιακές υποδομές. Θα μπορούσε φυσικά κανείς να αντιδράσει στο επιχείρημα αυτό και να επισημάνει το «απρόβλεπτο» της καταιγίδας που έπληξε τα Τρίκαλα το 2023 λόγω «κλιματικής αλλαγής». Αλλά θα λέει ψέματα. Μια από τις χειρότερες πλημμύρες στην ιστορία της Ελλάδας είχε γίνει στα Τρίκαλα το 1907 λόγω μιας καταιγίδας που κατακρήμνισε όλο το νερό στη λεκάνη απορροής του Ληθαίου ποταμού με μεγάλες καταστροφές στην πόλη.
Τι δείχνει το παράδειγμα; Ότι το αστικό κράτος έχει ως προτεραιότητες αυτές που χρειάζεται το κεφάλαιο για την ταχύτερη αναπαραγωγή του. Και η προώθηση της έξυπνης πόλης έχει σαφώς τέτοια χαρακτηριστικά. Ενώ υπάρχουν τεράστιες, επείγουσες, πιεστικές ανάγκες για έργα πολιτικής προστασίας, για βελτίωση υποδομών σε παιδεία, υγεία, κοινωνικές υπηρεσίες, κενές οργανικές θέσεις σε όλους τους τομείς, το αστικό κράτος βάζει ως προτεραιότητα τις ανάγκες κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου.