Την περίοδο θεμελίωσης της κβαντομηχανικής, κυρίαρχο ρεύμα στην αστική φιλοσοφία (με ιδιαίτερη αναφορά στην επιστήμη) ήταν ο θετικισμός, στις διάφορες αποχρώσεις του. Ο θετικισμός πρεσβεύει ότι το μόνο που μπορούμε να γνωρίζουμε είναι το περιεχόμενο των αισθητηριακών μας παραστάσεων, τα όποια δεδομένα προσλαμβάνουμε εμπειρικά. Σε αυτήν τη βάση, αρνείται τη δέσμευση στην αντικειμενικότητα του κόσμου και την ικανότητά μας να αποκτήσουμε γνωστική πρόσβαση στο πραγματικό του περιεχόμενο. Ως εκ τούτου, δε γίνεται λόγος για νομοτέλειες που αντιστοιχούν στην υλική πραγματικότητα, για νόμους της φύσης που προσλαμβάνουμε και οικειοποιούμαστε θεωρητικά με τη διαμεσολάβηση της εμπειρίας και εκφράζουμε με μαθηματικό φορμαλισμό, αλλά μόνο για συμπτώσεις, για ταξινόμηση και κατηγοριοποίηση συλλογών «ομοειδών» δεδομένων κ.ο.κ.
Η κυριαρχία του θετικιστικού πνεύματος στην αντίληψη των επιστημόνων ήταν γνώρισμα όχι μόνο εκείνης της εποχής, αλλά σε μεγάλο βαθμό –έστω και με διαφορετικές, ενδεχομένως, εκφάνσεις– και της σημερινής. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ούτε ότι οι επιστήμονες δεν έχουν κι άλλες ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές προσλαμβάνουσες, ούτε ότι δεν υπήρχαν/υπάρχουν αντίθετες, έστω και μειοψηφικές, απόψεις που συγκροτούνταν (και) στη βάση διαφορετικών φιλοσοφικών πεποιθήσεων. Αυτό θα το δούμε να εκδηλώνεται και στην περίπτωση της κβαντομηχανικής.
Η κβαντομηχανική έδωσε μια περιγραφή των δεδομένων του μικρόκοσμου μέσω ενός μαθηματικού φορμαλισμού και της έννοιας της κυματοσυνάρτησης ψ4, που συμφωνούσε με την εμπειρία. Σε αυτό ακριβώς οφείλεται η αναμφισβήτητη επιτυχία της. Αυτό που προκάλεσε και συνεχίζει να εγείρει πολλές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, τόσο από φυσική όσο και από φιλοσοφική άποψη, είναι το ζήτημα της σχέσης της κυματοσυνάρτησης με το φυσικό αντικείμενο που περιγράφεται από αυτήν, ώστε να διασαφηνίζεται με ποια έννοια η κυματοσυνάρτηση περιγράφει την κατάσταση του αντικειμένου αυτού.
Το ερώτημα αυτό, στις διάφορες παραλλαγές και απολήξεις του, μπορεί να ιδωθεί από δυο σκοπιές, που είναι ουσιαστικά αλληλένδετες μεταξύ τους. Η μία, η γνωσιολογική, έχει να κάνει με την ικανότητά μας να αποκτήσουμε γνωστική πρόσβαση στις διάφορες περιοχές του φυσικού κόσμου και σε τι ακριβώς συνίσταται τόσο αυτή η ικανότητα όσο και αυτή η ίδια η γνώση που αποκτάται μέσω των επιστημονικών ευρημάτων. Με άλλα λόγια, και στις προεκτάσεις που έχουν αναδειχτεί από τη σχετική συζήτηση, το ερώτημα αφορά το αν και πώς αποκτάμε τι γνώση και για ποια πραγματικότητα. Η άλλη σκοπιά, η οντολογική, έχει να κάνει με το ερώτημα σε τι αναφέρονται οι πιθανότητες που εισάγονται στην κβαντική περιγραφή, ή, με άλλα λόγια, ποια είναι η φύση των κβαντικά περιγραφόμενων οντοτήτων;
Ακριβώς τις δύο αυτές πλευρές βλέπουμε να αναδεικνύονται ως βασικές αφετηρίες της διαπάλης σχετικά με την ερμηνεία της κβαντομηχανικής και τη θεμελίωσή της.
Μια διαπάλη που τροφοδοτήθηκε, επίσης, από ένα σχετικά νέο, εκείνη την εποχή, γνώρισμα της επιστημονικής γνώσης: Τη μαθηματικοποίησή της. Η συζήτηση για το τι εκφράζει ο μαθηματικός φορμαλισμός της κβαντομηχανικής –αλλά και ευρύτερα, μιας επιστημονικής θεωρίας– έχει κεντρική θέση και στη συζήτηση για την ερμηνεία της κβαντομηχανικής. Εδώ, από τη σκοπιά της υλιστικής διαλεκτικής, έχει σημασία να γίνει κατανοητό ότι ο μαθηματικός φορμαλισμός αποκτά φυσική ερμηνεία στο βαθμό που η μαθηματικοποιημένη επιστημονική θεωρία αντανακλά την αντικειμενική πραγματικότητα. Σε μια τέτοια περίπτωση, η δομή της πραγματικότητας, οι υλικοί σχηματισμοί και συστήματα, οι ιδιότητές τους και οι μεταξύ τους σχέσεις μπορούν να εκφραστούν με μαθηματικούς όρους και ο μαθηματικός λογισμός να παράγει αποτελέσματα που είναι ερμηνεύσιμα με φυσικούς όρους.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Μέχρι τη δεκαετία του 1920, η επιστημονική εικόνα για το μικρόκοσμο είχε διαφοροποιηθεί σημαντικά σε σχέση με το τι γνωρίζαμε μέχρι τότε, με πολλές σταθερές πεποιθήσεις και εδραιωμένες πεποιθήσεις να κλονίζονται ισχυρά. Για παράδειγμα, αν μέχρι τότε είχε εμπεδωθεί η κυματική φύση του φωτός, όπως είχε επιβεβαιωθεί πειραματικά μέσα και από τα πειράματα τύπου «διπλής σχισμής» ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα και τον Thomas Young, η ανακάλυψη του φωτοηλεκτρικού φαινομένου και το φαινόμενο Compton συνηγορούσαν στο ότι το φως επιδεικνύει σωματιδιακή συμπεριφορά, με σωματίδια που φέρουν ορμή και είναι ικανά να σκεδάζουν άλλα σωματίδια. Επιπρόσθετα, νεότερες ανακαλύψεις μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920 οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι κυματοειδής συμπεριφορά επιδεικνύεται και από υποατομικά σωματίδια όπως το ηλεκτρόνιο.
Σε ένα τέτοιο τοπίο, δεν προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι από νωρίς η ιστορία της ανάπτυξης της κβαντικής μηχανικής είναι μια ιστορία διαπάλης μεταξύ διαφορετικών προσεγγίσεων και ερμηνειών, οι πρωταγωνιστές της οποίας ταυτόχρονα συμβάλλουν ιδιαίτερα και στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης σε αυτό το πεδίο. Μια διαπάλη που σε κάθε της βήμα εστίαζε όχι σε περιφερειακά, αλλά σε κεντρικά ζητήματα, όπως, π.χ., ο κυματοσωματιδιακός χαρακτήρας των υλικών σωματιδίων, η ερμηνεία της κυματοσυνάρτησης ψ, ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντικής θεωρίας κ.ά. Έτσι, η ερμηνεία του Schrödinger για την κυματοσυνάρτηση ψ δέχτηκε σφοδρή κριτική από τον Heisenberg, οι αντιλήψεις των Bohr και Heisenberg για τον κυματοσωματιδιακό δυισμό απείχαν κατά πολύ κλπ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Heisenberg, Born και Jordan, από τη μια, και ο Schrödinger, αξιοποιώντας τις εργασίες του de Broglie, από την άλλη, κατέληξαν στην ανάπτυξη δύο διαφορετικών φορμαλισμών για την περιγραφή των κβαντικών διεργασιών. Στην πρώτη περίπτωση αφετηρία για την επεξεργασία του φορμαλισμού ήταν οι διακριτές πειραματικές τιμές των διάφορων κβαντικών διαδικασιών, ενώ στη δεύτερη η κυματική ερμηνεία των ενεργειακών καταστάσεων των ατόμων και, ευρύτερα, των φυσικών φαινομένων. Η παρέμβαση του Born στη συζήτηση για το φορμαλισμό κλόνισε τη βάση της κυματικής θεώρησης του Schrödinger, φέρνοντας στο προσκήνιο την ερμηνεία της κυματοσυνάρτησης ως κύμα πιθανότητας και όχι ως ένα φυσικά παρατηρήσιμο, κλασικού τύπου, κύμα. Ο ίδιος ο Schrödinger απέδειξε ότι οι δύο φορμαλισμοί είναι ισοδύναμοι από μαθηματικής άποψης. Όμως, η συζήτηση αυτή για το φορμαλισμό έθεσε ήδη από νωρίς το ζήτημα της αιτιότητας στο επίκεντρο, καθώς αυτό συνδέθηκε άμεσα με την πιθανοκρατική ερμηνεία της κυματοσυνάρτησης.
H φορμαλιστική περιγραφή των κβαντικών διεργασιών ολοκληρώθηκε με την ανάδειξη της διανυσματικής τους δομής από τον Dirac και με την αξιωματική θεμελίωση του von Neumann. Πλέον, είχε διαμορφωθεί μια κοινή «γλώσσα για την περιγραφή της μηχανικής των κβαντικών διεργασιών». Όμως, αυτό δε σήμανε και το σταμάτημα της διαμάχης για καθετί που αφορά αυτήν τη γλώσσα, δηλαδή για το νόημα των λέξεών της και για το τι συνεπάγονται οι κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού της, πώς δηλαδή η δομή και το περιεχόμενο της γλώσσας συσχετίζεται με τις φυσικές διεργασίες που περιγράφει.
Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ο Heisenberg περιγράφει το πώς τρεις αποκλίνουσες μεταξύ τους προσεγγίσεις στην κβαντομηχανική είχαν αναπτυχθεί σε τρία βασικά κέντρα όπου αναπτυσσόταν η θεωρία μεταξύ 1920-1930, δηλαδή στην Κοπεγχάγη, με επίκεντρο τον Niels Bohr, στο Μόναχο, με επίκεντρο τον Arnold Sommerfeld, και στο Γκέτινγκεν, με επίκεντρο τον Max Born: «Αν συγκρίνουμε τα τρία αυτά κέντρα, (…) μπορούμε να τα συσχετίσουμε με τρεις κατευθύνσεις εργασίας της θεωρητικής Φυσικής (…) Τη φαινομενολογική σχολή [σ.σ.: αναφέρεται στο Μόναχο] που προσπαθεί να ενοποιήσει τα νέα πειραματικά δεδομένα με έναν κατανοητό τρόπο, να παρουσιάσει τη σύνδεσή τους μέσω μαθηματικών σχέσεων που φαίνονται ως έναν βαθμό εύλογες από τη σκοπιά της σύγχρονης Φυσικής. Τη μαθηματική σχολή [σ.σ.: αναφέρεται στο Γκέτινγκεν], που προσπαθεί να παραστήσει τις φυσικές διεργασίες με προσεκτικά επεξεργασμένες μαθηματικές σχέσεις, οι οποίες με τη σειρά τους ικανοποιούν ως κάποιον βαθμό τις απαιτήσεις των μαθηματικών για αυστηρότητα. (...) Και την τρίτη σχολή, η οποία μπορεί να ονομαστεί εννοιολογική ή φιλοσοφική [σ.σ.: αναφέρεται στην Κοπεγχάγη], που προσπαθεί πάνω απ’ όλα να αποσαφηνίσει τις έννοιες με τις οποίες περιγράφονται τελικά τα γεγονότα που συμβαίνουν στη φύση.»
Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, με την ανάπτυξη της θεωρίας να έχει ξεπεράσει το νηπιακό στάδιο και να έχει πλέον διαμορφωθεί με καθαρούς όρους το πεδίο της συζήτησης, βλέπουμε να διαμορφώνονται δυο βασικά «στρατόπεδα» μεταξύ των επιστημόνων που δούλευαν για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της κβαντομηχανικής.5
Από τη μία, με κεντρικό πρόσωπο τον Niels Bohr και την προσπάθειά του να απαντήσει σε αυτά τα ζητήματα, αναπτύχθηκε η λεγόμενη «Σχολή της Κοπεγχάγης», η ερμηνεία της οποίας έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία των φυσικών της εποχής. Άλλοι σημαντικοί πρωταγωνιστές της θεμελίωσης της ερμηνείας αυτής ήταν οι Heisenberg, Born, von Neumann, Dirac (ως ένα σημείο) κ.ά. Από την άλλη, διαμορφώνεται η λεγόμενη «Ρεαλιστική Σχολή», με πρωταγωνιστές, μεταξύ άλλων, τους Einstein, Schrödinger, Planck, de Broglie6. Ο αντίλογός τους έναντι της «Σχολής της Κοπεγχάγης» συγκέντρωσε το ενδιαφέρον σημαντικής μερίδας φυσικών και είχε στον πυρήνα του την πεποίθηση ότι η κβαντομηχανική, όπως είχε διαμορφωθεί ως τότε, δεν αποτελούσε μια πλήρη θεωρία, αλλά απαιτούνταν σημαντική αναμόρφωσή της, κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να δουλέψει η επιστημονική έρευνα στην περιοχή των κβαντικών φαινομένων.
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκε το νοητικό πείραμα που προτάθηκε από τους Einstein, Podolsky και Rosen (EPR), με στόχο να καταδειχτεί ότι η κβαντομηχανική περιγραφή δεν είναι πλήρης (άρα η περιγραφή θα πρέπει να αναδιαμορφωθεί με την εισαγωγή επιπλέον παραμέτρων) ή, αν θεωρηθεί πλήρης, είναι μη τοπική (γεγονός που, κατά τους εισηγητές του πειράματος, ήταν μη αποδεκτό, καθώς η αξίωση της τοπικότητας θεμελιώνεται από τη θεωρία της σχετικότητας, που απορρίπτει την ακαριαία δράση από απόσταση ή, για να το δώσουμε διαφορετικά, τη διάδοση αλληλεπιδράσεων με ταχύτητα μεγαλύτερη της ταχύτητας του φωτός). Προκειμένου να απαντηθεί η πρόκληση των EPR, ο Bohr ανέπτυξε ένα θεωρητικό συλλογισμό, σύμφωνα με τον οποίο τα δύο συστήματα και το όργανο μέτρησης που εμπλέκονται στο πείραμα θα πρέπει να νοούνται ως ένα μη διαχωρίσιμο και μη αναλύσιμο σύστημα, και ως εκ τούτου είναι αδύνατη η περαιτέρω ανάλυση της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο σύστημα και στη μετρητική συσκευή.
Μια που αυτή που τελικά κυριάρχησε –εξ ου και συχνά αναφέρεται ως «ορθόδοξη» ερμηνεία– είναι η «Σχολή της Κοπεγχάγης», ας δούμε κάποιες από τις βασικές θέσεις που υιοθετούνται στο πλαίσιο αυτής της ερμηνείας. Να σημειώσουμε, βέβαια, εξαρχής, ότι η ερμηνεία της Κοπεγχάγης δεν αποτέλεσε ποτέ ούτε ενιαία, ούτε απολύτως συνεκτική, αλλά ούτε και διαχρονικά αμετάβλητη λογική δομή και θεώρηση.
Στον πυρήνα της ερμηνείας της «Σχολής της Κοπεγχάγης» βρίσκεται η αρχή της απροσδιοριστίας του Heisenberg, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ταυτόχρονα η θέση και η ορμή ενός σωματιδίου.7 Η υιοθέτηση της αρχής αυτής έχει πολύ σημαντικές συνέπειες, τόσο από φυσική όσο και από επιστημολογική άποψη. Εστιάζοντας στη δεύτερη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με αυτήν τίθενται απόλυτα όρια στη γνώση, αφού η ίδια η φύση παρουσιάζεται ως «φτιαγμένη» με τέτοιον τρόπο που εμποδίζει τον άνθρωπο να την γνωρίσει ολοκληρωτικά, μια και κάθε απόπειρα μέτρησης και προσδιορισμού επιβάλλει ως άμεση συνέπεια την παραίτηση από την απαίτηση να μπορούμε να μετρήσουμε και να προσδιορίσουμε (δηλαδή να γνωρίσουμε) κάτι άλλο. Ακόμα, σύμφωνα με την ερμηνεία της «Σχολής της Κοπεγχάγης», η ίδια η διαμεσολάβηση της διαδικασίας της μέτρησης και οι πειραματικές διατάξεις που χρησιμοποιούμε αλλοιώνουν το εκάστοτε υπό μελέτη σύστημα, με αποτέλεσμα η μόνη γνωστική πρόσβαση που μπορούμε να έχουμε σε αυτό να αφορά μια αλλοιωμένη έκφρασή του. Δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, αμφισβητείται ότι μπορούμε να γνωρίσουμε εξολοκλήρου ένα κβαντικό σύστημα ως έχει. Τέλος, η ερμηνεία της κβαντομηχανικής που προσφέρει η «Σχολή της Κοπεγχάγης» θεωρήθηκε ως το τελειωτικό χτύπημα σε κάθε προσπάθεια να θεμελιωθεί η αιτιότητα στη φύση.
Χρειάζεται να σημειώσουμε εδώ ότι σε αυτήν τη συνοπτική αναφορά επιλέξαμε συνειδητά να συνοψίσουμε σχετικά πιο μετριασμένες τοποθετήσεις οπαδών της «Σχολής της Κοπεγχάγης». Έχοντας ήδη παραθέσει νωρίτερα κάποιες ακόμα πιο ακραίες εκδοχές, θα μπορούσαμε συμπληρωματικά εδώ να παραθέσουμε, για παράδειγμα, μια από τις απόψεις που είχε υιοθετήσει αρχικά ο Bohr, όταν υποστήριζε ότι οι οντότητες που αποκαλούμε ηλεκτρόνια δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα ως σωματίδια, παρά μόνο αφότου κάποιος τα παρατηρήσει. Με αυτήν την έννοια, αυτές οι οντότητες δεν έχουν ανεξάρτητη ύπαρξη, αλλά προκύπτουν ακριβώς μέσω της παρατήρησης.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 και μέχρι τη δεκαετία του 1950, η κυριαρχία της ερμηνείας της «Σχολής της Κοπεγχάγης» είναι μάλλον αναντίρρητη σε ό,τι αφορά το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής κοινότητας, πέραν κάποιων ομάδων σε διάφορα επιστημονικά κέντρα του καπιταλιστικού κόσμου, καθώς κι ενός σημαντικού μέρους των Σοβιετικών φυσικών.
Αν θέλουμε να αναζητήσουμε μια βασική αιτία για τη σίγαση της διαπάλης, πέρα από το απλοϊκό σχήμα που θέλει την ερμηνεία της «Σχολής της Κοπεγχάγης» να ανταπεξέρχεται αποτελεσματικά στις πιέσεις από τους αντιπάλους, οι οποίοι αδυνατούσαν να προσφέρουν μια ολοκληρωμένη καλύτερη εναλλακτική ερμηνεία, θα πρέπει φυσικά να στραφούμε στις εξελίξεις της περιόδου πέραν των στενών ορίων της επιστημονικής κοινότητας. Είμαστε στην περίοδο που επωάζεται και εκδηλώνεται ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με όλες τις δυνάμεις να στρατεύουν τα επιστημονικά επιτελεία στους στρατιωτικούς σκοπούς (με πιο χαρακτηριστική κορύφωση την κούρσα για την ατομική βόμβα, πεδίο στο οποίο η κβαντομηχανική είχε άμεση εφαρμογή), καθώς και στις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου. Μια νέα διάταξη και συσχετισμός δυνάμεων επικρατεί πλέον διεθνώς, με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο καταφανώς ενισχυμένο και το μαρξισμό και το φιλοσοβιετισμό να επηρεάζει μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας ακόμα και στις καπιταλιστικές χώρες, στον απόηχο της καταλυτικής συμβολής της ΕΣΣΔ στο τσάκισμα του ναζισμού, αλλά και του ρόλου των ΚΚ σε πολλές χώρες στην ηγεσία του αγώνα των λαών ενάντια στο φασισμό, στο ναζισμό και στους συνεργάτες του. Την ίδια περίοδο, οι πρακτικές εφαρμογές της κβαντικής θεωρίας αποτελούν το θεμέλιο της τεχνολογικής ανάπτυξης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα τρανζίστορ. Η ίδια αυτή η διεύρυνση των τεχνολογικών εφαρμογών όμως στρέφει εκ νέου την προσοχή στη διερεύνηση των θεμελίων της θεωρίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, τη δεκαετία του 1950 ξεδιπλώνεται ένα νέο ισχυρό κύμα κριτικής θεώρησης ή και αμφισβήτησης της ερμηνείας της «Σχολής της Κοπεγχάγης», που πυροδοτείται κυρίως από τις προσπάθειες μαρξιστών –Σοβιετικών και μη– επιστημόνων να αναμετρηθούν με την κυριαρχική επιρροή του θετικισμού –και εν γένει του ιδεαλισμού– στους κόλπους της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας και στην κατανόηση της ανάπτυξης της σύγχρονης επιστήμης. Αξίζει να επισημανθεί ότι η προσπάθεια αυτή άσκησε ιδιαίτερη επιρροή και σε επιστήμονες από καπιταλιστικές χώρες, ιδίως σε φίλα διακείμενους στην κομμουνιστική ιδεολογία και στη Σοβιετική Ένωση, αλλά όχι μόνο (βλ., π.χ., την περίπτωση του Louis de Broglie).
Κοινός τόπος όλων αυτών των προσπαθειών, παρά τις σημαντικές μεταξύ τους διαφορές, ήταν ότι μια αποδεκτή ερμηνεία της κβαντομηχανικής θα πρέπει να στηρίζεται στην αντικειμενική πραγματικότητα των κβαντικών σωματίων, ως υπαρχόντων ανεξάρτητα από τον παρατηρητή, και να παρέχει μια υλιστική κατανόηση της στατιστικής φύσης της θεωρίας.
Σε γενικές γραμμές, οι προσπάθειες αυτές κινήθηκαν κυρίως σε τρεις κατευθύνσεις. Από τη μια, ένας σημαντικός αριθμός επιστημόνων, όπως ο Σοβιετικός Vladimir Fock, ο Γάλλος Paul Langevin, ο Ιάπωνας Mituo Taketani κ.ά., προσπάθησαν να επαναθεμελιώσουν την ερμηνεία της «Σχολής της Κοπεγχάγης» σε υλιστική βάση. Κατ’ αυτούς, η κβαντική θεωρία δεν οδηγεί στην απόρριψη της αιτιότητας, αλλά μπορεί να εμπλουτίσει την κατανόηση της φύσης των αιτιακών συσχετίσεων, απορρίπτοντας έναν απλοϊκό μηχανιστικό ντετερμινισμό που προσιδίαζε σε προηγούμενα στάδια της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης. Μια άλλη σημαντική μερίδα φυσικών που στέκονταν κριτικά έναντι της ερμηνείας της «Σχολής της Κοπεγχάγης», με πιο σημαντικό εκπρόσωπο τον David Bohm, επικέντρωναν στην προσπάθεια να καταδείξουν ότι η κβαντική θεωρία όπως είχε διατυπωθεί ως τότε ήταν ατελής και για την πληρότητά της απαιτούνται προσθήκες, η εισαγωγή των οποίων θα επιτρέπει την υλιστική κατανόησή της, διασώζοντας την αιτιοκρατία, αλλά διατηρώντας, ενδεχομένως, τη μη τοπικότητα (ζήτημα στο οποίο θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά στη συνέχεια). Η τρίτη κατεύθυνση, με πιο χαρακτηριστικό ίσως εκπρόσωπο τον Σοβιετικό φυσικό Dmitry Blokhintsev και μετέπειτα τον Leslie Ballentine, θεωρούσε ότι η πιθανοκρατική έκφραση των θεμελιωδών νόμων της κβαντικής μηχανικής δεν περιγράφει τη συμπεριφορά των ξεχωριστών σωματίων (άτομα ή ηλεκτρόνια) ή συστημάτων, αλλά σύνολα σωματίων ή συστημάτων, κατ’ αναλογία με την κλασική στατιστική μηχανική (από την οποία όμως διαφέρει, καθώς διέπονται από διαφορετικούς νόμους και αναφέρονται σε διαφορετικά πεδία). Σε αυτήν τη γραμμή σκέψης, δεν τίθεται ζήτημα για το αν η κβαντική μηχανική είναι μια πλήρης θεωρία, αλλά παραμένει ανοιχτό προς περαιτέρω διερεύνηση στην πορεία ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης το αν θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια νέα θεωρία, ικανή να περιγράψει τη συμπεριφορά του κβαντικού σωματίου (ως μονάδας). Με αυτήν την έννοια, ζητήματα όπως τα περί αιτιότητας και τοπικότητας θα αφορούσαν αυτήν τη θεωρία που δεν έχει ακόμα διατυπωθεί, και όχι την κβαντομηχανική όπως την ξέρουμε.
Η διαπάλη μοιάζει να καταλαγιάζει και πάλι περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, με την ερμηνεία της «Σχολής της Κοπεγχάγης», έστω και με αρκετές τροποποιήσεις σε σχέση με τις αρχικές της επεξεργασίες, να κυριαρχεί, αλλά πλέον παραμένει δραστήριο ένα τμήμα της επιστημονικής κοινότητας –η παρουσία και η επιρροή του οποίου δεν μπορεί να αγνοηθεί– που εξακολουθεί να κινείται στην κατεύθυνση της επεξεργασίας μιας «ρεαλιστικής» ερμηνείας της κβαντομηχανικής, σε αντιπαράθεση με βασικούς πυλώνες της ερμηνείας της «Σχολής της Κοπεγχάγης». Από εδώ θα πρέπει να πιάσουμε το νήμα και να δούμε να ξαναζωντανεύει η διαπάλη για τη θεμελίωση της κβαντομηχανικής, ιδίως από τη στιγμή που τις τελευταίες δεκαετίες και ακόμα περισσότερο πιο πρόσφατα οι νέες κβαντικές τεχνολογίες (κβαντικοί υπολογιστές, αισθητήρες κλπ.) απασχολούν όλο και πιο έντονα τη συζήτηση. Εξ ου και η προσοχή στρέφεται εκ νέου σε πλευρές της συζήτησης που είχε απασχολήσει και τις προηγούμενες φάσεις της διαπάλης.